Κοινωνική και πολιτική αγωγή



Στή σελίδα με τον τίτλο "Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή" θα αναπτυχθούν θέματα, αναφορικά με την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, την  Ευρωπαϊκή Ένωση, τη Διεθνή Κοινότητα, την Κλιματική Αλλαγή και την παγκοσμιοποίηση της διεθνούς πολιτικής.
Η αρθρογραφία σε αυτά τα θέματα μπορεί να συμβάλλει στην κατανόηση της σημασίας του ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου που διαμορφώνεται στο πλαίσιο της Ε.Ε. για τη ζωή του ευρωπαίου πολίτη. Επιπρόσθετα, θα εστιάσουμε στις επιπτώσεις που έχει η παγκοσμιοποίηση στη μελέτη των διεθνών σχέσεων, της Διεθνούς Κοινότητας και των Διεθνών Οργανισμών.

Η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα


Οι χώρες-μέλη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών δεσμεύτηκαν να προωθήσουν τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για όλους. Για την προαγωγή αυτού του στόχου, ο ΟΗΕ θέσπισε μία Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και της ανέθεσε το έργο της συγγραφής ενός προσχέδιου, όπου θα εκτίθεται το νόημα των θεμελιακών δικαιωμάτων και ελευθεριών που διακηρύσσονταν στον Χάρτη. Η Επιτροπή υπό τη δυναμική ηγεσία της Έλινορ Ρούσβελτ συγκέντρωσε την προσοχή όλου του κόσμου. Στις 10 Δεκεμβρίου 1948 η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα υιοθετήθηκε από τα 56 μέλη μέλη του του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Η ψήφιση ήταν ομόφωνη, αν και οκτώ έθνη επέλεξαν να απόσχουν.
   Η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Διακιώματα, που αποκαλείται ευρέως και Διεθνής Μάγκνα Κάρτα, επέκτεινε την επανάσταση στο διεθνές δίκαιο την οποία είχε εγκαινιάσει ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ, δίνοντας έμφαση στον τρόπο με τον οποίο μια κυβέρνηση μεταχειρίζεται τους πολίτες της. Αυτό αποτελούσε πλέον ζήτημα νόμιμου διεθνούς ενδιαφέροντος και όχι απλώς εσωτερικό ζήτημα της εν λόγω χώρας. Διακηρύσσει ότι όλα τα δικαιώματα είναι αλληλένδετα και και αδιαχώριστα. Στο προίμιό της εύγλωττα υποστηρίζεται ότι:"...η αναγνώριση της αξιοπρέπειας, που είναι σύμφυτη σε όλα τα μέλη της ανθρώπινης οικογένειας, καθώς και των ίσων και αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων τους, αποτελεί το θεμέλιο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης στον κόσμο''.
   Η επιρροή της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Διακιώματα έχει υπάρξει σημαντική. Οι αρχές της έχουν ενσωματωθεί στα συντάγματα των περισσοτέρων από τα 185 έθνη που είναι ενταγμένα σήμερα στον ΟΗΕ. Παρότι μια διακήρυξη δεν αποτελεί νομικά δεσμευτικό κείμενο, η Οικουμενική Διακήρυξη έχει αποκτήσει υπόσταση εθιμικού διεθνούς δικαίου, επειδή θεωρείται "ως το κοινό ιδανικό στο οποίο πρέπει να κατατείνουν όλοι οι λαοί και όλα τα έθνη''.
   Η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα αποτελεί έκκληση για ελευθερία και δικαιοσύνη για τους ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο. Καθημερινά άνθρωποι παγκοσμίως κινητοποιούνται και αντιτάσσονται στην αδικία και στην απανθρωπιά. Σαν σταγόνες νερού που πέφτουν σε ένα βράχο, φθείρουν τις δυνάμεις της καταπίεσης και ωθούν τον κόσμο πλησιέστερα στην επίτευξη των αρχών που εκφράστηκαν στην Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.

David Shiman, Teaching Human Rights, in Denver: Center for Teaching International Relations Publications, University of Denver,1993.

Συνοπτική εκδοχή της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα

Άρθρο 1: Δικαίωμα στην ισότητα (Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι. Έχεις την ίδια αξία και τα ίδια δικαιώματα όπως κάθε άλλος. Γεννιέσαι με την ικανότητα να σκέφτεσαι και να ξεχωρίζεις το καλό από το κακό και οφείλεις να συμπεριφέρεσαι στους άλλους με πνεύμα φιλικότητας).
Άρθρο 2: Ελευθερία από τις διακρίσεις (Κάθε άνθρωπος δικαιούται να έχει όλα τα δικαιώματα και όλες τις ελευθερίες που προκηρύσσει αυτή η Διακήρυξη, άσχετα από τη φυλή, το φύλο, το χρώμα που μπορεί να έχει. Δεν πρέπει να να έχει σημασία πού γεννήθηκες, ποια γλώσσα μιλάς, σε ποια θρησκεία ανήκεις, ποιες είναι οι πολιτικές σου απόψεις ή αν είσαι πλούσιος ή φτωχός. Όλοι θα πρέπει να έχουν όλα τα δικαιώματα αυτής της Διακήρυξης).
Άρθρο 3: Δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία και την προσωπική ασφάλεια (Κάθε ένας έχει δικαίωμα να ζει, να είναι ελεύθερος και να αισθάνεται ασφαλής).
Άρθρο 4: Ελευθερία από τη δουλεία (Κανείς δεν επιτρέπεται να ζει υπό καθεστώς δουλείας για οποιονδήποτε λόγο. Η αγορά και η πώληση ανθρωπίνων όντων θα πρέπει πάντοτε να εμποδίζεται).
Άρθρο 5: Ελευθερία από βασανιστήρια και ταπεινωτική μεταχείριση (Κανείς δεν πρέπει να υποβάλλεται σε βασανιστήρια ή σε οιαδήποτε άλλη μεταχείριση ή ποινή που είναι σκληρή ή που τον κάνει να νιώθει λιγότερο από άνθρωπος).
Άρθρο 6: Δικαίωμα στην αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας (Καθένας έχει το δικαίωμα να γίνεται παντού αποδεκτός ως πρόσωπο σύμφωνα με τον νόμο).
Άρθρο 7: Δικαίωμα στην ισότητα έναντι του νόμου (Έχεις το δικαίωμα να αντιμετωπίζεσαι από τον νόμο ισότιμα και να έχεις την προστασία του νόμου όπως κάθε άλλος. Όλοι θα πρέπει να προστατεύονται από μεταχείριση τέτοια που θα παραβίαζε αυτή τη Διακήρυξη ή από κάποιον που θα έκανε άλλους να παραβιάσουν τα δικαιώματα που περιγράφονται σε αυτή).
Άρθρο 8: Δικαίωμα στην προστασία θεμελιακών δικαιωμάτων με την άσκηση αποτελεσματικών ένδικων μέσων (Εάν τα δικαιώματά σου σύμφωνα με το νόμο παραβιάζονται, θα πρέπει να έχεις το δικαίωμα να έχεις δίκαιους και επαρκείς δικαστές που θα φροντίσουν να αποδοθεί δικαιοσύνη).
Άρθρο 9: Ελευθερία από αυθαίρετη σύλληψη και εξορία (Κανείς δεν μπορεί να συλλαμβάνεται, να κρατείται στη φυλακή ή να διώχνεται και να παραμένει έξω από τη χώρα του χωρίς επαρκή λόγο).
Άρθρο 10: Δικαίωμα σε δίκαιη δημόσια δίκη (Έχεις το ίδιο δικαίωμα με κάθε άλλον σε μια δίκαιη και δημόσια δίκη από δικαστήρια που θα είναι μη προκατειλημμένα και ελεύθερα να αποφασίσουν από μόνα τους, σε περίπτωση που ποτέ κατηγορηθείς ότι παρέβηκες τον νόμο ή πρέπει να πας στο δικαστήριο για κάποιον άλλο λόγο).
Άρθρο 11: Δικαίωμα στο τεκμήριο αθωότητας (α. Εάν κατηγορείσαι για ποινικό αδίκημα, έχεις το δικαίωμα να θεωρείσαι αθώος, έως ότου διαπιστωθεί η ενοχή σου σύμφωνα με το νόμο, σε δίκαιη και δημόσια δίκη στην οποία έχεις όλα τα βασικά που χρειάζεσαι για να υπερασπιστείς τον εαυτό σου. β. Κανείς δεν μπορεί να καταδικαστεί για κάτι που δεν ήταν παράνομο όταν συνέβη. Ούτε μπορεί να του επιβληθεί μεγαλύτερη ποινή από εκείνη που ίσχυε όταν τελέστηκε η αξιόποινη πράξη).
Άρθρο 12: Ελευθερία από αυθαίρετη πρόσβαση στην ιδιωτική ζωή, την οικογένεια, την κατοικία και την αλληλογραφία (Κανείς δεν έχει δικαίωμα να εισβάλει στην ιδιωτική σου ζωή, στο σπίτι ή στην αλληλογραφία σου ή να προσβάλει την τιμιότητα και τον αυτοσεβασμό σου χωρίς επαρκή λόγο. Όλοι οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να τους προστατεύουν οι νόμοι από επεμβάσεις και επιθέσεις τέτοιου είδους).
Άρθρο 13: Ελευθερία μετακίνησης εντός και εκτός της χώρας (α. Έχεις το δικαίωμα να πηγαίνεις και να μένεις όπου εσύ θέλεις στο εσωτερικό οποιασδήποτε χώρας. β. Έχεις το δικαίωμα να φεύγεις από οποιαδήποτε χώρα, ακόμη και τη δική σου, και να επιστρέφεις σε αυτή όποτε θέλεις).
Άρθρο 14: Δικαίωμα διεκδίκησης ασύλου σε άλλες χώρες σε περίπτωση καταδίωξης (α. Όλοι οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να αναζητούν προστασία από κακοποίηση σε μια άλλη χώρα. β. Το δικαίωμα αυτό δεν ισχύει, όταν ο άνθρωπος έχει κάνει αδίκημα που δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική ή όταν έχει κάνει κάτι που είναι αντίθετο προς τις αρχές του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών).
Άρθρο 15: Δικαίωμα σε μια υπηκοότητα και ελευθερία αλλαγής αυτής (α. Έχεις το δικαίωμα σε μια υπηκοότητα. β. Κανείς δεν θα στερηθεί την υπηκοότητά του ούτε το δικαίωμα να αλλάξει υπηκοότητα).
Άρθρο 16: Δικαίωμα στον γάμο και την οικογένεια (α. Ενήλικες άνδρες και γυναίκες έχουν το δικαίωμα να παντρεύονται και να δημιουργούν οικογένεια, χωρίς κανείς να προσπαθεί να τους σταματήσει ή να τους δυσκολέψει εξαιτίας της φυλής, της εθνικότητας ή της θρησκείας τους. Και οι δύο σύντροφοι έχουν ίσα δικαιώματα ως προς το να παντρευτούν, κατά τη διάρκεια του γάμου και, σε περίπτωση που αποφασίσουν στη διάλυση του γάμου. β. Γάμος δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με τη σύμφωνη γνώμη του ζευγαριού. γ. Η οικογένεια είναι το βασικό στοιχείο της κοινωνίας που θα πρέπει να προστατεύεται).
Άρθρο 17: Δικαίωμα στην ιδιοκτησία (α. Όλοι οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να έχουν υπάρχοντα που μπορούν να τα κατέχουν μόνοι ή να τα μοιράζονται με άλλους. β. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σου στερήσει τα πράγματά σου χωρίς επαρκή λόγο).
Άρθρο 18: Ελευθερία της συνείδησης και της θρησκευτικής πίστης ( Έχεις το δικαίωμα να πιστεύεις τα πράγματα που θέλεις να πιστεύεις, να έχεις τις απόψεις σου για το τι είναι καλό και τι κακό και να πιστεύεις σε όποια θρησκεία θέλεις. Σε αυτό περιλαμβάνεται το δικαίωμα να αλλάξεις τη θρησκεία σου, εάν το θέλεις, και να την ασκείς χωρίς να παρεμβαίνει κανείς).
Άρθρο 19: Ελευθερία της γνώμης και της ενημέρωσης ( Έχεις το δικαίωμα να λες στους ανθρώπους πώς νιώθεις για τα πράγματα, χωρίς να σου λένε να σωπάσεις. Έχεις το δικαίωμα να διαβάζεις τα νέα, να παρακολουθείς ή να ακούς ενημερωτικά δελτία και να ακούς ραδιόφωνο, χωρίς κάποιος να προσπαθεί να σε σταματήσει, όπου και αν ζεις. Τέλος έχεις το δικαίωμα να τυπώνεις τις απόψεις σου σε εφημερίδα ή περιοδικό και να τις στέλνεις οπουδήποτε, χωρίς κανένας να σε σταματά).
Άρθρο 20:  Δικαίωμα ειρηνικής συνάθροισης και του συνεταιρίζεσθαι (α. Έχεις το δικαίωμα να βρίσκεσαι με άλλους ειρηνικά και να είσαι με όποιον θέλεις. β. Κανείς δεν μπορεί να σε υποχρεώσει να ενταχθείς ή να ανήκεις σε οποιαδήποτε ομάδα).
Άρθρο 21: Δικαίωμα συμμετοχής στη διακυβέρνηση και σε ελεύθερες εκολγές (α. Έχεις το δικαίωμα να συμμετέχεις στη διακυβέρνηση της χώρας σου με το να είσαι μέλος ή να επιλέγεις ανθρώπους που είναι μέλη της κυβέρνησης μέσω δίκαιων εκολγών. β. Όλοι οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να υπηρετούν τη χώρα τους με κάποιο τρόπο. γ. Η πρωταρχική δουλειά κάθε κυβέρνησης είναι να κάνει ό,τι ο λαός περιμένει από εκείνη να κάνει. Αυτό σημαίνει ότι έχεις το δικαίωμα να έχεις εκλογές κάθε τόσο, στις οποίες η ψήφος κάθε ανθρώπου μετρά το ίδιο και η ψήφος είναι για τον καθένα ιδιωτική υπόθεση).
Άρθρο 22: Δικαίωμα κοινωνικής προστασίας (Κάθε άτομο σε αυτόν τον πλανήτη έχει το δικαίωμα να εξασφαλίσει την ικανοποίηση των βασικών του αναγκών και θα πρέπει να έχει ό,τι χρειάζεται για να ζει με υπερηφάνεια και να γίνει το άτομο που θέλει να είναι. Κάθε χώρα ή ομάδα χωρών θα πρέπει να κάνει το παν για την πραγματοποίηση αυτού του δικαιώματος).
Άρθρο 23: Δικαίωμα στην ελεύθερη επιλογή της εργασίας και σε συμμετοχή σε συνδικάτα (α. Έχεις το δικαίωμα να εργάζεσαι και να επιλέγεις ελεύθερα το επάγγελμά σου, να έχεις δίκαιες και ασφαλείς συνθήκες εργασίας και να προστατεύεσαι από την ανεργία. β. Έχεις το δικαίωμα ίσης αμοιβής με κάθε άλλον που κάνει την ίδια δουλειά, χωρίς κανείς να κάνει χάρες. γ. Έχεις το δικαίωμα σε επαρκή αμοιβή, ώστε εσύ και η οικογένειά σου να ζείτε με αξιοπρέπεια. Αυτό σημαίνει ότι, εάν δεν πληρώνεσαι αρκετά για να το καταφέρεις αυτό, τότε θα μπορείς να λάβεις κάποιο άλλο είδος βοήθειας. δ. Έχεις το δικαίωμα να ιδρύεις ή να είσαι μέλος συνδικάτου που θα υπηρετεί και θα προστατεύει τα συμφέροντά σου).
Άρθρο 24: Δικαίωμα στην ανάπαυση και στον ελεύθερο χρόνο (Όλοι οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα στην ανάπαυση και χαλάρωση, που περιλαμβάνει περιορισμό των ωρών υποχρεωτικής εργασίας και το δικαίωμα σε πληρωμένη άδεια για διακοπές).
Άρθρο 25: Δικαίωμα σε επαρκές βιοτικό επίπεδο ( Έχεις το δικαίωμα να ζεις ό,τι χρειάζεσαι προκειμένου να ζήσεις μια αξιοπρεπή ζωή, συμπεριλαμβανομένου του φαγητού, του ρουχισμού, του σπιτιού και της ιατρικής περίθαλψης για σένα και την οικογένειά σου. Έχεις δικαίωμα σε βοήθεια εάν είσαι άρρωστος ή ανίκανος να εργαστείς, εάν είσαι γηραιότερος, χήρος ή χήρα ή αν βρίσκεσαι σε οποιαδήποτε άλλη κατάσταση που σε εμποδίζει να εργαστείς χωρίς να ευθύνεσαι εσύ γι΄αυτό).
Άρθρο 26: Δικαίωμα στην εκπαίδευση (α. Όλοι οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Η εκπαίδευση πρέπει να παρέχεται δωρεάν και θα πρέπει να απαιτείται από όλους, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια. Η μεταγενέστερη εκπαίδευση για εργασία και πανεπιστημιακές σπουδές πρέπει να είναι διαθέσιμη για όλους όσους επιθυμούν και είναι ικανοί να την παρακολουθήσουν. β. Η εκπαίδευση θα πρέπει να βοηθάει τους ανθρώπους να γίνουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Θα πρέπει να τους διδάσκει να σέβονται και να κατανοούν τους άλλους και να είναι ευγενικοί με όλους, ανεξάρτητα από το ποιοι είναι ή από πού κατάγονται. Η εκπαίδευση θα πρέπει να βοηθά στην προώθηση των δραστηριοτήτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στην προσπάθειά του να δημιουργήσει έναν ειρηνικό κόσμο).
Άρθρο 27: Δικαίωμα ελεύθερης συμμετοχής στην πνευματική ζωή της κοινότητας (α. Έχεις το δικαίωμα να συμμετέχεις ελεύθερα και να αποτελείς μέρος του κόσμου της τέχνης, της μουσικής και των βιβλίων. Έχεις το δικαίωμα να απολαμβάνεις τις τέχνες και να μοιράζεσαι τα πλεονεκτήματα που προέρχονται από νέες ανακαλύψεις στην επιστήμη. β. Έχεις το δικαίωμα της αναγνώρισης και κάθε κέρδους που προέρχεται από κάτι που έγραψες, έφτιαξες ή ανακάλυψες).
Άρθρο 28: Δικαίωμα σε μια κοινωνική τάξη που πραγματώνει το παρόν κείμενο (Όλοι οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα σε έναν κόσμο στον οποίον τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, όπως αυτά που περιλαμβάνονται σε αυτή τη Διακήρυξη, γίνονται σεβαστά και να μπορούν να πραγματώνονται).
Άρθρο 29: Δικαίωμα στην εκπλήρωση καθηκόντων προς την κοινότητα απαραίτητων για την ελεύθερη και ολοκληρωμένη ανάπτυξη της προσωπικότητας (α. Έχεις ευθύνη απέναντι στο μέρος που ζεις και τους ανθρώπους γύρω σου - όλοι μας έχουμε. Μόνο αν προσέχουμε ο ένας τον άλλον μπορούμε να γίνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε ως άτομα. β. Προκειμένου όλοι οι άνθρωποι να είναι ελεύθεροι, πρέπει να υπάρχουν νόμοι και όρια που σέβονται τα δικαιώματα όλων, επιβεβαιώνουν την αίσθησή μας για το καλό και το κακό και διατηρούν την ειρήνη σε έναν κόσμο όπου καθένας μας παίζει ενεργό ρόλο. γ. Κανείς δεν θα πρέπει να χρησιμοποιεί την ελευθερία του για να αντιταχθεί στους σκοπούς και τις αρχές του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών).
Άρθρο 30: Ελευθερία από κρατική ή προσωπική παρέμβαση στα ανώτερα δικαιώματα (Τίποτε σε αυτή τη Διακήρυξη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι λέει πως οποιοσδήποτε έχει το δικαίωμα να κάνει κάτι που θα μπορούσε να εξασθενήσει ή να αφαιρέσει αυτά τα δικαιώματα).

"Δεν πρέπει να σπουδαιολογούμε τόσο την επιβίωση και τη διαβίωση με οποιονδήποτε τρόπο, αλλά την επιβίωση και τη διαβίωση με σεβασμό στις βασικές ηθικές αξίες και στα ιδανικά"
                                                                                                                                  Πλάτων

''Αν η ελευθερία και η ισότητα γεννήθηκαν στη σκέψη κάποιου ανθρώπου, στην πράξη μπορούν να βρεθούν στη δημοκρατία, όπου όλοι οι άνθρωποι έχουν την ίδια ευθύνη για τα κοινά''
                                                                                                                                  Αριστοτέλης



COP28, Κλιματική κρίση και Δημοκρατία

Η κλιματική αλλαγή, και ειδικότερα η κλιματική κρίση, έχει καταστεί πλέον βασικό αντικείμενο συζητήσεων σε εθνικό, ευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο.

Οι παγκόσμιες επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης είναι αποτέλεσμα της αυξημένης παραγωγής διοξειδίου του άνθρακα και άλλων θερμοκηπικών αερίων από τις δραστηριότητες του ανθρώπου. Η αύξηση αυτή οδηγεί στον εγκλωβισμό της εκπομπής θερμότητας από τη Γη προς το Διάστημα, διότι εμποδίζεται η θερμική ισορροπία του πλανήτη. Αποτέλεσμα είναι η όλο και μεγαλύτερη αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη.

Οι παρατεταμένοι καύσωνες του καλοκαιριού και οι φωτιές στην Ελλάδα και ανά τον κόσμο, οι πλημμύρες στην κεντρική Ευρώπη, το λιώσιμο των πάγων, η εξαφάνιση ειδών και η απώλεια της βιοποικιλότητας, συνιστούν όψεις του ίδιου φαινομένου και συντείνουν ακριβώς στο ότι η απειλή της κλιματικής κρίσης είναι πλέον ορατή παντού γύρω μας. Μία απειλή που αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα και επαρκώς, θέτει την ανθρώπινη ύπαρξη εν αμφιβόλω, ενώ όλοι οι μεγάλοι οργανισμοί επισημαίνουν πως τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και της κλιματικής κρίσης τις βιώνουν ασύμμετρα οι φτωχότεροι και πιο ευάλωτοι.

Η κλιματική αλλαγή, όπως ορίστηκε στη Σύνοδο του Ρίο (1992) - United Nations Framework Convention on Climate Change, είναι η αλλαγή του κλίματος η οποία αποδίδεται άμεσα ή έμμεσα στην ανθρωπογενή δραστηριότητα και προκαλεί τη μεταβολή της σύνθεσης της παγκόσμιας ατμόσφαιρας και η οποία είναι επιπρόσθετη της φυσικής κλιματικής μεταβλητότητας που παρατηρείται σε συγκρίσιμες ή αντίστοιχες χρονικές περιόδους.

Σύμφωνα με τον ΟΗΕ: “Η κλιματική αλλαγή αποτελεί το καθοριστικό ζήτημα της εποχής μας, ενώ βρισκόμαστε ήδη σε μία κρίσιμη στιγμή. Από την αλλαγή των καιρικών συνθηκών που απειλούν την παραγωγή τροφίμων, έως την άνοδο της στάθμης της θάλασσας που αυξάνει τον κίνδυνο καταστροφικών πλημμυρών, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι παγκόσμιου βεληνεκούς και πρωτοφανείς σε κλίμακα. Χωρίς δραστική δράση σήμερα, η προσαρμογή σε αυτές τις επιπτώσεις στο μέλλον θα είναι πιο δύσκολη και δαπανηρή”.

Οι κλιματικές μεταβολές είναι υπαρκτές από τη στιγμή δημιουργίας του πλανήτη. Το γεγονός όμως που διαφοροποιεί τη σημερινή κατάσταση από τους φυσιολογικούς κύκλους θέρμανσης και ψύξης και μας έχει οδηγήσει στο να αναφερόμαστε στο φαινόμενο πλέον με τον όρο κλιματική κρίση, είναι η ταχύτητα, η συχνότητα και η σφοδρότητα των φαινομένων. Οι αλλαγές που θα περιμέναμε να δούμε στο κλίμα σε ένα διάστημα εκατοντάδων ή και χιλιάδων ετών συμβαίνουν μέσα σε μερικές δεκαετίες και τις επιπτώσεις τους τις βιώνουμε ήδη, σε τέτοιο βαθμό που απειλείται η επιβίωση του ανθρώπινου πολιτισμού όπως τον ξέρουμε εάν δεν αναληφθεί άμεσα δράση.

Η τελευταία επιστημονική έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), αποτυπώνει κατηγορηματικά ότι η επιρροή του ανθρώπου στο κλίμα είναι αδιαμφισβήτητη και τονίζει με κάθε τρόπο ότι η κλιματική κρίση είναι εδώ. Οι αλλαγές που διαπιστώνονται είναι πρωτοφανείς και ορισμένες είναι μη αναστρέψιμες, όπως η συνεχόμενη άνοδος της στάθμης της θάλασσας. Σε όλα τα κλιματικά σενάρια που εξετάζονται, παρατηρείται ότι η θερμοκρασία εξακολουθεί να αυξάνεται τα επόμενα χρόνια.

Για να είναι εφικτή η συγκράτηση της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη στον 1,5, όπως προτάσσει η Συμφωνία του Παρισιού, θα πρέπει μέχρι -το αργότερο- το 2050 να επιτευχθούν μηδενικές καθαρές παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου ή μηδενικού ισοζυγίου (climate neutrality). Όμως, οι ανθρώπινες δραστηριότητες σήμερα έχουν ακόμα τη δυνατότητα να καθορίσουν την μελλοντική πορεία του κλίματος και για αυτό απαιτούνται σημαντικές και συνεχείς μειώσεις των εκπομπών CO2 και άλλων αερίων του θερμοκηπίου για να περιορίσουν την κλιματική αλλαγή.

Η βασική αιτία πρόκλησης της κλιματικής αλλαγής είναι η αύξηση της συγκέντρωσης των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα. Τα αέρια του θερμοκηπίου (CO2 ή διοξείδιο του άνθρακα, μεθάνιο, υποξείδιο του αζώτου, υδρατμοί, φθοριούχα αέρια, κ.ά.) αποτελούν το 0,1% της ατμόσφαιρας και δημιουργούνται με φυσικό τρόπο. Είναι απαραίτητα για τη ζωή και την επιβίωση των ανθρώπων καθώς και άλλων ειδών, καθώς συγκρατούν μέρος της θερμότητας της ηλιακής ακτινοβολίας διατηρώντας έτσι τη Γη κατοικήσιμη, ενώ έχουν μεγάλο κύκλο ζωής στην ατμόσφαιρα.

Οι μεταβολές λοιπόν στη συγκέντρωση αυτού του πολύ μικρού ποσοστού της ατμόσφαιρας προκαλούν τεράστιες αλλαγές σε όλον τον πλανήτη, κι αυτό γιατί η συγκέντρωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου συνδέεται άμεσα με την μέση παγκόσμια θερμοκρασία της Γης. Η συγκέντρωση αυτή αυξάνεται διαρκώς και συμπαρασύρει ταυτόχρονα σε άνοδο και τη μέση παγκόσμια θερμοκρασία, από την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης και έπειτα η αύξηση της συγκέντρωσης των αερίων του θερμοκηπίου, κυρίως διοξειδίου του άνθρακα (CO2 ) και μεθανίου (CH4 ), προέρχεται κατά βάση από την καύση ορυκτών καυσίμων.

Η αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (σωρευτικά) ακολουθεί την καμπύλη ανάπτυξης των πληθυσμών, των οικονομιών (μεγέθυνση) και του επιπέδου ζωής. Εκατόν πενήντα (150) χρόνια μετά την βιομηχανική επανάσταση και μισό αιώνα βιομηχανοποίησης, αποδάσωσης και μεγάλης κλίμακας γεωργίας και κτηνοτροφίας, οι ποσότητες των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα έχουν ανέλθει σε επίπεδα ρεκόρ που όμοιά τους δεν έχουν παρουσιαστεί τα τελευταία εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια.

Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη έκθεση της Ομάδας Εργασίας I της IPCC, Climate Change 2021: the Physical Science Basis, που εγκρίθηκε από 195 κυβερνήσεις-μέλη της IPCC , μέσω μιας εικονικής συνεδρίας έγκρισης που πραγματοποιήθηκε σε διάστημα δύο εβδομάδων και εκδόθηκε τον Αύγουστο του 2021, παρατίθενται τα πλέον πρόσφατα στοιχεία για την κατανόηση του κλιματικού συστήματος και του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, συνδυάζοντας πολλαπλές σειρές στοιχείων από το ‘παλαιοκλίμα’, τις παρατηρήσεις, την κατανόηση της διαδικασίας και τις παγκόσμιες και περιφερειακές προσομοιώσεις του κλίματος.

Η έκθεση δείχνει ότι οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από τις ανθρώπινες δραστηριότητες ευθύνονται για περίπου 1,1°C υπερθέρμανσης από τα επίπεδα του 1850-1900 και διαπιστώνει ότι κατά μέσο όρο τα επόμενα 20 χρόνια, η παγκόσμια θερμοκρασία αναμένεται να φτάσει ή να ξεπεράσει τον 1,5°C υπερθέρμανσης. Αυτή η αξιολόγηση βασίζεται σε βελτιωμένα σύνολα δεδομένων παρατήρησης για την αξιολόγηση της ιστορικής υπερθέρμανσης, καθώς και στην πρόοδο στην επιστημονική κατανόηση της απόκρισης του κλιματικού συστήματος στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που προκαλούνται από τον άνθρωπο.

Η έκθεση προβλέπει ότι τις επόμενες δεκαετίες οι κλιματικές αλλαγές θα πληθύνουν σε όλες τις περιοχές. Εφόσον η υπερθέρμανση του πλανήτη αγγίξει τον 1,5°C, θα υπάρχουν αυξανόμενα κύματα καύσωνα, μεγαλύτερες θερμές εποχές και μικρότερες κρύες εποχές. Στους 2°C της υπερθέρμανσης του πλανήτη, οι ακραίες θερμοκρασίες θα έφταναν συχνότερα σε κρίσιμα όρια ανοχής για τη γεωργία και την υγεία, σύμφωνα με την έκθεση.

Δεν είναι όμως μόνο η θερμοκρασία το πρόβλημα. Η κλιματική αλλαγή φέρνει πολλαπλές και διαφορετικές αλλαγές σε διαφορετικές περιοχές, οι οποίες θα πυκνώσουν με την περαιτέρω αύξηση της θερμοκρασίας. Αυτές περιλαμβάνουν αλλαγές στην υγρασία και την ξηρότητα, στους ανέμους, το χιόνι και τον πάγο, τις παράκτιες περιοχές και τους ωκεανούς. Για παράδειγμα: Η κλιματική αλλαγή εντείνει τον κύκλο του νερού. Αυτό φέρνει πιο έντονες βροχοπτώσεις και συναφείς πλημμύρες, καθώς και πιο έντονη ξηρασία σε πολλές περιοχές.

 • Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τα πρότυπα βροχοπτώσεων. Σε μεγάλα γεωγραφικά πλάτη, η βροχόπτωση είναι πιθανό να αυξηθεί, ενώ προβλέπεται να μειωθεί σε μεγάλα τμήματα των υποτροπικών. Αναμένονται αλλαγές στις βροχοπτώσεις των μουσώνων, οι οποίες θα διαφέρουν ανά περιοχή.

• Οι παράκτιες περιοχές θα δουν συνεχή άνοδο της στάθμης της θάλασσας κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα, συμβάλλοντας σε συχνότερες και σοβαρές παράκτιες πλημμύρες σε περιοχές με χαμηλό υψόμετρο και διάβρωση των ακτών. Ακραία γεγονότα της στάθμης της θάλασσας που προηγουμένως συνέβαιναν μία φορά στα 100 χρόνια θα μπορούσαν να συμβαίνουν κάθε χρόνο μέχρι το τέλος αυτού του αιώνα.

• Η περαιτέρω αύξηση της θερμοκρασίας θα ενισχύσει την απόψυξη του μόνιμου παγετού και την απώλεια της εποχικής χιονοκάλυψης, το λιώσιμο των παγετώνων και των στρωμάτων πάγου καθώς και την απώλεια του καλοκαιρινού θαλάσσιου πάγου της Αρκτικής.

• Οι αλλαγές στον ωκεανό, συμπεριλαμβανομένης της θέρμανσης, των συχνότερων θαλάσσιων καυσώνων, της οξίνισης των ωκεανών και των μειωμένων επιπέδων οξυγόνου έχουν σαφώς συνδεθεί με την ανθρώπινη επίδραση. Αυτές οι αλλαγές επηρεάζουν τόσο τα ωκεάνια οικοσυστήματα όσο και τους ανθρώπους που στηρίζονται σε αυτά, και θα συνεχιστούν τουλάχιστον για το υπόλοιπο αυτού του αιώνα.

• Για τις πόλεις, ορισμένες πτυχές της κλιματικής αλλαγής μπορεί να ενισχυθούν, συμπεριλαμβανομένης της ζέστης (καθώς οι αστικές περιοχές είναι συνήθως θερμότερες από το περιβάλλον τους), των πλημμυρών από έντονες βροχοπτώσεις και της ανόδου της στάθμης της θάλασσας στις παράκτιες πόλεις.

Για πρώτη φορά, η Έκτη Έκθεση Αξιολόγησης παρέχει μια πιο λεπτομερή περιφερειακή αξιολόγηση της κλιματικής αλλαγής, ενώ παράλληλα εστιάζει σε χρήσιμες πληροφορίες που μπορούν να συμβάλουν στην αξιολόγηση κινδύνου, την προσαρμογή και άλλες αποφάσεις. Ακόμα, θέτει ένα νέο πλαίσιο που βοηθά στη “μετάφραση” των φυσικών αλλαγών στο κλίμα - ζέστη, κρύο, βροχή, ξηρασία, χιόνι, άνεμος, παράκτιες πλημμύρες και άλλα - σε κοινωνικές και οικοσυστημικές επιπτώσεις.
Ωστόσο, η νέα έκθεση αντικατοπτρίζει επίσης σημαντικές προόδους στην επιστήμη της απόδοσης, δηλαδή, την κατανόηση του ρόλου της κλιματικής αλλαγής στην εντατικοποίηση συγκεκριμένων καιρικών και κλιματικών γεγονότων, όπως ακραία κύματα καύσωνα και έντονες βροχοπτώσεις. Η έκθεση δείχνει επίσης ότι οι ανθρώπινες ενέργειες εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα να καθορίσουν τη μελλοντική πορεία του κλίματος. Τα στοιχεία είναι ξεκάθαρα: το διοξείδιο του άνθρακα (CO2 ) είναι ο κύριος μοχλός της κλιματικής αλλαγής, ακόμη και όταν άλλα αέρια του θερμοκηπίου και ατμοσφαιρικοί ρύποι επηρεάζουν επίσης το κλίμα.

Μερίδα πολιτικών, οικονομολόγων και επιστημόνων συνήθιζαν να θεωρούν πως ανεπίστρεπτες αλλαγές στην κλιματική ισορροπία του πλανήτη, όπως η εξαφάνιση του δάσους του Αμαζονίου ή του παγετώνα της Ανταρκτικής, είναι τελείως απίθανο να συμβούν ή τουλάχιστον σχεδόν απίθανο, κατά τη διάρκεια της ζωής τους.

Οι ανωτέρω ανεπίστρεπτες αλλαγές ονομάζονται σημεία κλιματικής ανατροπής και αποτελούν μη αναστρέψιμα σημεία καμπής ή αλλιώς σημεία χωρίς επιστροφή. Όταν αυτά τα σημεία έχουν ξεπεραστεί, σοβαρές και επιταχυνόμενες αλλαγές στα κλιματικά συστήματα που υποστηρίζουν τη ζωή στη Γη ίσως να είναι μη αναστρέψιμες. Η επιτροπή της IPPC του ΟΗΕ εισήγαγε την έννοια των σημείων κλιματικής ανατροπής στη δημόσια συζήτηση, καθώς η επεξήγηση της παγκόσμιας κλιματικής ισορροπίας μέσα από αυτά τα σημεία βοηθάει στην κατανόηση της κατεπείγουσας κατάστασης. Όταν εισήχθησαν αυτά τα σημεία, οι επιστήμονες θεωρούσαν πως αυτές οι μεγάλης κλίμακας αλλαγές θα λάμβαναν χώρα μόνο αν η θερμοκρασία του πλανήτη αυξάνονταν πάνω από 5 °C σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα. Όμως, τα τελευταία δεδομένα (συμπεριλαμβανομένης της έκθεσης της IPCC 202120) αποδεικνύουν πως αυτές οι αλλαγές είναι πλέον πολύ πιο πιθανές και οι επιπτώσεις τους πολύ πιο διασυνδεδεμένες από όσο θεωρούνταν μέχρι σήμερα και θα μπορούσαν να συμβούν ακόμα και μεταξύ 1-2 °C.

Ο «κόκκινος συναγερμός» για την ανθρωπότητα ηχεί εδώ και περίπου 3 δεκαετίες, παρόλα αυτά οι παγκόσμιες πολιτικές πρωτοβουλίες και διαπραγματεύσεις δεν ακολούθησαν στις περισσότερες περιπτώσεις την ταχύτητα των επιστημονικών ανακαλύψεων.

Στο πλαίσιο αυτό, η COP26 αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς απαιτείται παγκόσμια συναίνεση και συντονισμός για τη λήψη επιπλέον άμεσων μέτρων για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και την προσαρμογή σε αυτή, κάτι που θα καθορίσει το αν θα μπορέσει το ανθρώπινο είδος πλέον να περιορίσει την παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας στον 1.5°C ή θα αφεθεί στο έλεος των δραματικών και πρωτόγνωρων επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης.

Τα 4 βασικά επίδικα-ζητούμενα της COP26 συνοψίζονται στα εξής:

1. Εξασφάλιση επίτευξης κλιματικής ουδετερότητας μέχρι το 2050 και παραμονή εντός του στόχου για τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας κατά 1,5°C. Αποτελεί ζητούμενο για όλες τις χώρες να προχωρήσουν με φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2030 μέσω των Εθνικών Προκαθορισμένων Συμβολών (National Determined Contributions), ευθυγραμμιζόμενες επίσης με το στόχο για κλιματική ουδετερότητα έως το 2050. Για να μπορέσουν να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, οι χώρες καλούνται να επιταχύνουν την απόσυρση του λιγνίτη άμεσα καθώς και τις επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα όπως και να ενθαρρύνουν τις επενδύσεις σε ΑΠΕ καθώς και να περιορίσουν την αποψίλωση των δασών.

2. Προσαρμογή για την προστασία των κοινοτήτων και των φυσικών βιοτόπων. Το κλίμα αλλάζει ήδη και θα συνεχίσει να αλλάζει ακόμη και όταν μειωθούν οι εκπομπές, γεγονός με καταστροφικές συνέπειες. Στην COP26 πρέπει να επιτευχθεί συνεργασία προκειμένου να ενεργοποιηθούν και να ενθαρρυνθούν οι χώρες που επηρεάζονται από την κλιματική αλλαγή ώστε να προστατεύσουν και να αποκαταστήσουν τα οικοσυστήματα, να δημιουργήσουν άμυνες, να θέσουν σε εφαρμογή συστήματα προειδοποίησης και να κάνουν τις υποδομές και τη γεωργία πιο ανθεκτικές για να αποφευχθεί η απώλεια κατοικιών, μέσων διαβίωσης και ζωών.

3. Κινητοποίηση κεφαλαίων. Για να πραγματοποιηθούν οι 2 ανωτέρω στόχοι, οι ανεπτυγμένες χώρες πρέπει να τηρήσουν την υπόσχεσή τους να συγκεντρώνουν τουλάχιστον 100 δισεκατομμύρια δολάρια σε χρηματοδότηση για το κλίμα ετησίως. Τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να διαδραματίσουν το ρόλο τους και πρέπει να επιτευχθεί η «απελευθέρωση» των τρισεκατομμυρίων δολαρίων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα που απαιτούνται για να διασφαλιστεί η παγκόσμια κλιματική ουδετερότητα.

4. Συνεργασία για την επίτευξη. Οι προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο μέσα από τη συνεργασία. Στην COP26 πρέπει να οριστικοποιηθεί ο Κανονισμός του Παρισιού (κανόνες που απαιτούνται για την εφαρμογή της Συμφωνίας του Παρισιού). Ακόμη, πρέπει να μετατραπούν οι φιλοδοξίες σε δράση επιταχύνοντας τη συνεργασία μεταξύ κυβερνήσεων, επιχειρήσεων και της κοινωνίας των πολιτών για την γρηγορότερη επίτευξη των στόχων για το κλίμα.

Οι πολιτικές προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή αναφέρονται στις αναγκαίες προσαρμογές σε οικολογικά, κοινωνικά ή οικονομικά συστήματα ως ανταπόκριση σε υφιστάμενες ή αναμενόμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Οι λύσεις προσαρμογής είναι ποικιλόμορφες και διαφοροποιούνται, ανάλογα με το μοναδικό πλαίσιο της κάθε κοινότητας, επιχείρησης, οργανισμού, χώρας ή περιοχής. Χαρακτηριστικά μέτρα προσαρμογής είναι τα μηχανικά μέτρα και μέτρα τεχνολογίας, όπως τα θαλάσσια τείχη, αντιπλημμυρικά έργα, παράκτιες δομές προστασίας, αποθήκευση και άντληση νερού, αποκατάσταση ακτών, προσαρμογή των μεταφορών και των οδικών υποδομών, τεχνολογία χαρτογράφησης και παρακολούθησης κινδύνων, συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης, τεχνολογίες εξοικονόμησης νερού κ.ά..

Μια ακόμη εξίσου σημαντική κατηγορία μέτρων είναι τα μέτρα στηριζόμενα στο οικοσύστημα και τις οικοσυστημικές υπηρεσίες. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται μέτρα όπως η οικολογική αποκατάσταση, η διατήρηση και αποκατάσταση υγροτόπων, η διατήρηση της βιοποικιλότητας, η δάσωση και αναδάσωση, η μείωση πυρκαγιών, οι πράσινες υποδομές κ.ά. Υπάρχουν ακόμα κοινωνικά μέτρα, που αφορούν μέτρα εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης, καθώς και οικονομικά και νομικά μέτρα.

Τον Φεβρουάριο του 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθέτησε τη νέα στρατηγική της για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή34, στο πλαίσιο των διεθνών της δεσμεύσεων και των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και ειδικότερα στη βάση του ευρωπαϊκού κλιματικού νόμου, του στόχου για την κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050 καθώς και του μακροπρόθεσμου οράματος για μια κοινωνία ανθεκτική στην κλιματική αλλαγή, πλήρως προσαρμοσμένη στις αναπόφευκτες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής έως το 2050.

Για την Ευρώπη εκτιμάται ότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα που σχετίζονται με το κλίμα συνεπάγονται οικονομικές απώλειες που υπερβαίνουν ήδη κατά μέσο όρο τα €12 δισ. ετησίως. Επίσης οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι η περίπτωση αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 3°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα θα επέφερε ετήσιες απώλειες τουλάχιστον €170 δισ. (1,36 % του ΑΕΠ της ΕΕ)35. Οι παράκτιες περιοχές της Ευρώπης που παράγουν το 40 % του ΑΕΠ της ΕΕ και φιλοξενούν περίπου το 40 % του πληθυσμού της κινδυνεύουν από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής επηρεάζονται αρνητικά οι περιφέρειες που παρουσιάζουν ήδη χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, επιβεβαιώνοντας την άνιση κατανομή των επιπτώσεων και για την περίπτωση της Ευρώπης.

Για να μπορέσει να συγκρατηθεί η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, πρέπει άμεσα η ανθρωπότητα να δράσει σε δύο επίπεδα. Αφενός να αντιμετωπίσει τα αίτια της κλιματικής κρίσης και αφετέρου να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της. Για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, αναπτύσσονται οι πολιτικές προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, όπως προαναφέρθηκαν. Απ’ την άλλη, οι πολιτικές μετριασμού της κλιματικής αλλαγής αντικατοπτρίζουν την αποδοχή της παγκόσμιας κοινότητας για την επείγουσα ανάγκη μείωσης -μέχρι μηδενισμού- των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου άμεσα.

Ο περιορισμός των εκπομπών αποτελεί τον βασικό άξονα των πολιτικών μετριασμού, με στόχο τη συγκράτηση της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη. Σε αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η παύση της χρήσης (εξόρυξη και καύση) ορυκτών καυσίμων μειώνοντας ταυτόχρονα την ζήτηση ενέργειας σε όλες τις δραστηριότητες. Η επίτευξη αυτού του στόχου συνεπάγεται δραστικές αλλαγές, όπως η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, η ενεργειακή κατανάλωση για θέρμανση/ψύξη των κτιρίων, οι μεταφορές, ενώ ακολουθεί η γεωργία, η δασοπονία και εν γένει οι χρήσεις γης. Για το λόγο αυτό δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην απανθρακοποίηση του ενεργειακού συστήματος ως προτεραιότητα.

Μπορεί η Ελλάδα να κατέχει περιορισμένο απόλυτο μερίδιο στις παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, παρόλα αυτά όμως βιώνει ήδη, και θα βιώσει ακόμα εντονότερα, τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής με αδιαμφισβήτητες συνέπειες για την κοινωνία και την οικονομία της χώρας. Το ξηρότερο και θερμότερο κλίμα που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, αντικατοπτρίζει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν όλες οι χώρες της Μεσογείου.

Ιδιαίτερα η Ανατολική Μεσόγειος φαίνεται να θερμαίνεται ταχύτερα συγκριτικά με τη μέση αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις μειωμένες βροχοπτώσεις και τις εκτεταμένες ξηρασίες που συντελούν και στην αύξηση των πυρκαγιών, επηρεάζουν σημαντικά την Ελλάδα. Η Ελλάδα έχει ένα εξαιρετικά μεγάλο μήκος ακτογραμμής, περίπου 16.300 χλμ., εκ των οποίων περίπου τα 1.000 χλμ. αποτελούν περιοχές υψηλής ευπάθειας στην κλιματική κρίση. Η ευπάθεια έγκειται στον κίνδυνο ανόδου της μέσης στάθμης της θάλασσας, η οποία εκτιμάται ότι θα κυμανθεί στην Ελλάδα μέχρι το 2100 μεταξύ 0,2 και 2 μέτρων. Οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης φαίνονται ήδη στην Ελλάδα, και αφορούν κυρίως:

• Αύξηση μεγίστων ημερήσιων/νυχτερινών θερμοκρασιών (κατά συνέπεια αύξηση αναγκών κλιματισμού/κατανάλωσης ενέργειας τους θερινούς μήνες).

• Μεταβολή της περιόδου των καλλιεργειών.

• Έντονη ξηρασία (με έμφαση σε νότια, ανατολικά ηπειρωτικά και Κρήτη).

• Αύξηση δασικών πυρκαγιών (με έμφαση σε όλη την ανατολική Ελλάδα).

• Αύξηση πλημμυρικών φαινομένων.

• Διάβρωση των ακτών.

• Εισροή θαλάσσιου νερού στα υπόγεια γλυκά νερά.

• Αλλαγή στη βιοποικιλότητα.


Στην Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας αποτιμάται το σενάριο της μη λήψης μέτρων για την κλιματική αλλαγή και υπολογίζεται ότι οι παραπάνω επιπτώσεις μπορεί να στοιχίσουν στην ελληνική οικονομία έως και €701δισ. έως τα τέλη του αιώνα (2100). Στην περίπτωση του σεναρίου αυτού υπολογίζεται ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας θα μειωθεί, σε ετήσια βάση, κατά 2% το 2050 και κατά 6% το 2100. Σύμφωνα με την Εθνική Στρατηγική για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή ο τομέας που αναμένεται ότι θα πληγεί περισσότερο από την κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα είναι η γεωργία. Ακολουθούν οι επιπτώσεις στον τουρισμό και στα παράκτια συστήματα που θα έχουν μεγάλες συνέπειες για το σύνολο της οικονομίας καθώς και το εισόδημα των νοικοκυριών. Ωστόσο, το κόστος αυτό μπορεί να μειωθεί σχεδόν στο μισό για την Ελλάδα με την ορθή εφαρμογή πολιτικών προσαρμογής, πράγμα που ήδη εξελίσσεται στη χώρα σε μεγάλα προγράμματα όπως το LIFE-IP, το οποίο δημιουργήθηκε αρχικά σε συνεργασία του Υπουργείου Ενέργειας και της Ακαδημίας Αθηνών. (Ζερεφός,2023). Χαρακτηριστικά εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι πολύ ακραία φαινόμενα, όπως ο μεσογειακός κυκλώνας Daniel, έχουν δημιουργήσει κόστος που υπολογίζεται ότι θα υπερβεί τα 4 δισ. ευρώ.

Συνεπώς, στις νέες συνθήκες, η έννοια της «προνοητικότητας» πρέπει να διαπεράσει την κουλτούρα της κοινωνίας –στον ιδιωτικό και δημόσιο χώρο– και να επιδράσει στη δημιουργία κοινωνικών και οικονομικών εφεδρειών και άλλων αντοχών, δηλαδή να καθορίσει το συνολικότερο πλέγμα αποταμίευσης πόρων και επένδυσης στο αύριο. Σε εποχές μακροσκοπικών κινδύνων, χωρίς μια δημιουργική προνοητικότητα, κάθε μορφή διακυβέρνησης θα αποτυγχάνει εναλλάξ. Όταν οι αρμοί της σταθερότητας σε μια κοινωνία χαλαρώνουν, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ενδυνάμωση ολοκληρωτικών νοοτροπιών. Αυτές ποτέ δεν είναι ούτε προοδευτικές, ούτε πατριωτικές, ούτε φιλελεύθερες, ούτε αποτελεσματικές. Είναι αντικοινωνικές, επικίνδυνες και ανίκανες να ανταποκριθούν στη διαχείριση μακροσκοπικών κινδύνων. ( Γιανίτσης, 2023)

Αναφορικά με τον αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης στην Ελλάδα το «κλειδί», όχι για να αποφύγουμε, αλλά να περιορίσουμε τις επιπτώσεις, είναι κατ’ αρχάς μια συγκροτημένη στρατηγική τόσο για την πολιτική όσο και για τον ιδιωτικό τομέα, με ισχυρή συμβολή των ειδικών του θέματος.

Στο πλαίσιο αυτό, επενδύσεις, αποταμίευση, κατανάλωση και ευρωπαϊκοί πόροι θα χρειαστεί άμεσα να επανεξεταστούν και να προσανατολιστούν σε ένα σύνολο δράσεων, που θα αφορούν τα ευάλωτα σημεία. Οι επενδύσεις είναι ανάγκη να διπλασιαστούν ως ποσοστό του ΑΕΠ μέσα σε ένα ορατό διάστημα – όπως είναι παντού στην Ε.Ε. και όπως ήταν στη χώρα πριν από την κρίση.

Οι δημόσιες επενδύσεις, πέρα από την ποσοτική διάστασή τους, θα χρειαστεί να έχουν δύο νέα, ποιοτικά, χαρακτηριστικά: να στραφούν προς επενδύσεις υποδομής, οι οποίες θα έχουν σοβαρό προληπτικό χαρακτήρα, θα απαιτούν όλο και περισσότερα κεφάλαια και μεγαλύτερο ορθολογισμό στην επιλογή και τη λειτουργία τους. Περιθώρια για χαμηλής σημασίας ή επιφανειακές επενδυτικές επιλογές θα στενεύουν, όπως και για «προβληματικές διαδικασίες και προτιμήσεις» τις οποίες γνωρίζουμε όλοι.
Η φύση δεν παίζει παιχνίδια και δεν προσαρμόζεται σε πολιτικά παιχνίδια. Δεύτερον, οι οικονομικές αποδόσεις και η χρησιμότητα των επενδύσεων αυτών δεν θα υπακούν σε κριτήρια εντυπωσιασμού ή άμεσης –οικονομικής και πολιτικής– απόδοσης. Θα είναι επενδύσεις υψηλής κοινωνικής χρησιμότητας, αλλά ισχνής ή μηδενικής κερδοφορίας, μπορεί, δηλαδή, να έχουν μηδενικό απτό οικονομικό και πολιτικό όφελος για τις κυβερνήσεις στον χρόνο που τις υλοποιούν. Γι’ αυτό, όμως, και δεν μπορεί παρά να χρηματοδοτηθούν από το Δημόσιο. Η σημασία τους θα φαίνεται όταν κάποια στιγμή, που δεν είναι γνωστή εκ των προτέρων, θα αποτρέπουν ή θα περιορίζουν κάποια μεγάλη πλημμύρα ή την απανθράκωση δασικών οικοσυστημάτων (π.χ. Δαδιά) ή την ερημοποίηση αγροτικής γης ή υγειονομικές κρίσεις κ.ά. Μπορεί, βέβαια, και να μην κάνουμε πολλά από αυτά. Τότε, συλλογικά, θα πληρώσουμε πολλά – σε είδος (Γιανίτσης, 2023).
Ο τρόπος αντίδρασής μας στις απειλές που διαγράφονται θα καθορίσει το αν η χώρα θα πέσει σε μια παγίδα, γνωστή από το ασφαλιστικό και όχι μόνον: να βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρά και πιεστικότατα προβλήματα, που θα απαιτούν αναγκαίες δύσκολες ή επώδυνες απαντήσεις και θυσίες σήμερα για να προληφθούν μεγαλύτερες θυσίες αργότερα. Η μετατόπιση τέτοιων προβλημάτων στο μέλλον κάνει την πολιτική να φαίνεται πιο φιλική στους πολίτες. Οι επιπτώσεις, όμως, για την κοινωνία δεν θα αποφεύγονται: θα προκύπτουν όλο και πιο οδυνηρές από τις όλο και ισχυρότερες εξελίξεις λίγα χρόνια αργότερα. Επίσης, όλα όσα απαιτούνται δεν αφορούν μόνο το κράτος. Αφορούν και την κοινωνία, ακόμα και όλους μας ως άτομα, που περιμένουμε τα πάντα από το κράτος και γινόμαστε θεατές των εξελίξεων. Βλέπουμε ότι σε άλλες χώρες, με ανεπτυγμένη συνείδηση της συλλογικής διάστασης και των κινδύνων, αναπτύσσονται ισχυρά μαζικά κινήματα, που «από τα κάτω» απαιτούν σοβαρές προληπτικές δράσεις για την κλιματική αλλαγή. Η σκοπιά αυτή ανοίγει ένα νέο μεγάλο κεφάλαιο, μέχρι στιγμής ανύπαρκτο για εμάς (Γιανίτσης, 2023).
Ο διασυνοριακός οπορτουνισμός είναι ο κυριότερος λόγος αποτυχίας των διεθνών πρωτοβουλιών για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, όπως η σύμβαση-πλαίσιο του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή (1992) και το Πρωτόκολλο του Κιότο (1997), με τους πρωτότυπους μηχανισμούς ώστε οι ανθρωπογενείς εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα να επιστρέψουν στα επίπεδα του 1990. Από τη στιγμή που δεν αγκαλιάστηκαν από όλους, τα εργαλεία του πρωτοκόλλου κατέστησαν αναποτελεσματικά. Απλώς οι επιχειρήσεις μετέφεραν τις ρυπογόνες δραστηριότητες σε κράτη όπου δεν ίσχυαν οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Οι επόμενες διεθνείς απόπειρες (Ντόχα 2012 και 2022, Συμφωνία των Παρισίων 2015) μάλλον επιβεβαίωσαν την έλλειψη επαρκούς και ειλικρινούς θέλησης για την καταπολέμηση του φαινομένου (Δελλής,2023).
Αντίθετα, στους αρνητές και τους απαθείς η Ευρώπη ακολούθησε τον δικό της, ενάρετο δρόμο. Επέβαλε όρια εκπομπών και δημιούργησε εσωτερικό σύστημα εμπορίας για τα αέρια του θερμοκηπίου. Όταν οι κανόνες αυτοί αποδείχθηκαν ανεπαρκείς, έκανε τη μεγάλη στροφή προς την κυκλική οικονομία. Οι στόχοι της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας (2021) για μείωση των εκπομπών κατά 55% έως το 2030 και επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050 κατέστησαν νομικά δεσμευτικοί το 2021. Η Ελλάδα τους ενσωμάτωσε στον δικό της κλιματικό νόμο (Ν. 4936/2022). Οι ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες προφανώς δεν φθάνουν. Μια θεραπεία με περιφερειακή μόνο εμβέλεια αδυνατεί να προσφέρει καθολική ίαση αν δεν υιοθετηθεί σε παγκόσμια κλίμακα. Σήμερα, η κλιματική κρίση θυμίζει πανδημία για την οποία όλοι απαιτείται να εμβολιαστούν, αλλά μόνον οι Ευρωπαίοι φαίνονται διατεθειμένοι να το πράξουν (Δελλής, 2023).
Και πάλι, οι κλιματικοί νόμοι και τα μέτρα που προωθούνται στη Γηραιά Ήπειρο κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται τόσο στη νομοτεχνική τους πληρότητα ή αρτιότητα, αλλά στην έλλειψη πολιτικής βούλησης για την τήρηση και περαιτέρω προώθησή τους. Το συγκεκριμένο κενό επιχειρούν να καλύψουν η κοινωνία των πολιτών και τα εθνικά δικαστήρια. Με πρωτότυπες νομικές κατασκευές, οι οποίες διαστέλλουν τη διασυνοριακή εμβέλεια του δικαίου αλλά και τον ρόλο της Θέμιδος στη σύγχρονη δημοκρατία, εκδίδονται δικαστικές αποφάσεις που καταδικάζουν τους νομοθέτες και τις κυβερνήσεις για παράλειψη υιοθέτησης αυστηρότερων πράσινων πολιτικών, εθνικών και μη. Τα επόμενα χρόνια, η ευφάνταστη αυτή «κλιματική νομολογία» –μέχρι στιγμής στη Γερμανία, τις Κάτω Χώρες και τη Γαλλία, αλλά όχι ακόμη στην Ελλάδα– θα πολλαπλασιαστεί. Μακάρι να οδηγήσει σε διεύρυνση της περιβαλλοντικής ευθύνης αλλά και σε πιο ρηξικέλευθες δημόσιες αποφάσεις, ιδίως σε διακρατικό επίπεδο (Δελλής,2023).
Την ίδια στιγµή, το εσωτερικό δίκαιο χρειάζεται συνολική επανεξέταση υπό το φάσμα της κλιματικής κρίσης και των ορατών πλέον κινδύνων που αυτή συνεπάγεται. Η συγκεκριμένη ανάγκη αφορά κάθε κλαδική νομοθεσία, όχι μόνο τον χωρικό σχεδιασμό, την περιβαλλοντική αδειοδότηση, τη δόμηση ή την ενέργεια, αλλά και τους αναπτυξιακούς νόμους, την ασφάλιση κινδύνων, την εκπαίδευση ή την οργάνωση των δημόσιων υπηρεσιών. Η θεμελιώδης ενωσιακή αρχή της ενσωμάτωσης επιτάσσει οι απαιτήσεις της περιβαλλοντικής προστασίας να εντάσσονται στις υπόλοιπες δημόσιες πολιτικές. Τα ακραία κλιματικά φαινόμενα καθιστούν αναγκαία μία επιπλέον ενσωμάτωση: εκείνη για πρωτότυπους κανόνες και δράσεις, ώστε να προλαμβάνονται και να αντιμετωπίζονται κατακλυσμιαίες καταστροφές, μια και ο κατακλυσμός κατέστη αναπόδραστη συνθήκη μέχρι να επιτευχθεί –αν επιτευχθεί– εκ νέου οικολογική ισορροπία (Δελλής,2023).

Στο πλαίσιο αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής έχει ανακοινωθεί από την κυβέρνηση η διαμόρφωση ενός εθνικού κλιματικού νόμου που θα αποτελέσει τον οδικό χάρτη για τη μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών έως το 2050. Πρόκειται -δυνητικά- για ένα εξαιρετικά σημαντικό νομικό εργαλείο που όχι μόνο μπορεί να καταστεί «ομπρέλα» για τις αναγκαίες πολιτικές και μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ανά τομέα της οικονομίας, αλλά παράλληλα έχει τη δυναμική να εντάξει την κοινωνία στην προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης.

Ως εκ τούτου θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο εντατικής κοινωνικής διαβούλευσης, ώστε να εξασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή συναίνεση. Άλλωστε το μέγεθος του μετασχηματισμού που απαιτείται για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης δεν αφήνει περιθώρια παρά για τη συμπαράσταση και συμμετοχή της κοινωνίας σε αυτή την πορεία. Απαιτείται λοιπόν μια νέα πορεία η οποία θα λαμβάνει υπόψη τη συμβολή της χώρας στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης χωρίς να μείνει κανείς πίσω, ενώ θα ενισχύει παράλληλα και την ανθεκτικότητα της κοινωνίας, της οικονομίας και των υποδομών. Ταυτόχρονα, καθότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής επηρεάζουν μεν το σύνολο της κοινωνίας, αλλά ιδιαίτερα τα φτωχότερα στρώματα, οι σχεδιαζόμενες και εφαρμοζόμενες πολιτικές θα πρέπει να είναι συμπεριληπτικές για να είναι και αποτελεσματικές.

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την προσφώνησή του στην 78η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών αναφέρθηκε στην ανάγκη δημιουργίας μιας παγκόσμιας συμμαχίας για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, κάνοντας ειδικές αναφορές τόσο στη μεγάλη πυρκαγιά στον Έβρο όσο και στις καταστροφικές πλημμύρες που έπληξαν πρόσφατα τη Θεσσαλία.  («Κ», 29-6-2023).

 Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, στο πλαίσιο του 11ου Athens Democracy Forum (27-29/9/2023) επεσήμανε ότι η κλιματική κρίση θέτει σε κίνδυνο τη δημοκρατία, θεωρώντας άκρως σημαντικό οι πολίτες να καταστούν μέρος της διαδικασίας αντιμετώπισης του προβλήματος. Ακόμη, υποστήριξε την ανάγκη βελτίωσης της επικοινωνίας μεταξύ επιστημόνων και κοινωνίας των πολιτών και με δεδομένο ότι η Μεσόγειος αποτελεί hotspot της κλιματικής αλλαγής, η αντιμετώπιση της οποίας θα πρέπει να ανακτήσει το momentum που χάθηκε τα τελευταία χρόνια, λόγω της πανδημίας, του πολέμου στην Ουκρανία και της ενεργειακής κρίσης («Κ», 27/9/2023).

Η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή COP28 (30 Νοεμβρίου έως 12 Δεκεμβρίου) διεξάγεται στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα μέσα σε «κλίμα» αντιπαραθέσεων, καταγγελιών και αβεβαιοτήτων («Κ»- 29-11-2023, Διάσκεψη ΟΗΕ για το κλίμα … σε «θερμό κλίμα».

COP28: Διαφωνίες, συμμαχίες και υψηλοί στόχοι απέναντι σε έναν παγκόσμιο εχθρό

Ξεκινώντας από τις «ηχηρές» απουσίες, θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν «κορυφαίοι» ηγέτες που δεν θα παρευρεθούν φέτος στη συγκεκριμένη διάσκεψη. Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και ο Κινέζος ομόλογός του, Σι Τζινπίνγκ, δεν πρόκειται να μεταβούν στο Ντουμπάι. Οι ηγεσίες δύο εκ των μεγαλυτέρων ρυπαντών στον κόσμο, με άλλα λόγια, δεν θα δώσουν φέτος το «παρών» στην κλιματική διάσκεψη του ΟΗΕ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εκπροσωπηθούν από τον ειδικό απεσταλμένο της διοίκησης Μπάιντεν για την κλιματική αλλαγή, Τζον Κέρι, και η Κίνα από τον δικό της ειδικό απεσταλμένο για το κλίμα, Σιε Τζενχουά.

Υπενθυμίζεται ότι ο Τζο Μπάιντεν είχε πάρει μέρος τα περασμένα χρόνια στις COP26 και COP27 στη Σκωτία και στην Αίγυπτο αντίστοιχα. Ωστόσο, φέτος εκείνος έχει άλλες προτεραιότητες: τον πόλεμο Ισραήλ – Χαμάς εν προκειμένω.  

Προτού καν ξεκινήσουν οι φετινές συνομιλίες για το κλίμα ωστόσο στο Ντουμπάι, πολλοί εκφράζουν προβληματισμό αναφορικά όχι μόνο με τους παρόντες και τους απόντες αλλά και με ένα άλλο κομβικό θέμα όπως είναι εκείνο των πραγματικών προθέσεων της χώρας που φιλοξενεί φέτος τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή.

Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα είναι ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο, όπως υπογραμμίζει σε ανάλυσή του ο ιστοχώρος Voice of America, και ο επικεφαλής της εμιρατινής κρατικής πετρελαϊκής Abu Dhabi National Oil Co., σουλτάνος Αχμέντ Αλ-Τζαμπέρ, είναι ο πρόεδρος της φετινής Διάσκεψης του ΟΗΕ για το κλίμα COP28, πράγμα το οποίο επικρίνεται από πολλούς ως αντιφατικό.

Ωστόσο, με επικεφαλής την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η δέσμευση ανέφερε επίσης ότι ο τριπλασιασμός της ανανεώσιμης ενέργειας θα βοηθήσει στην απομάκρυνση των ορυκτών καυσίμων που εκπέμπουν CO2 από το παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα έως το 2050 το αργότερο. Υποστηρικτές σήμερα ήταν η Βραζιλία, η Νιγηρία, η Αυστραλία, η Ιαπωνία, ο Καναδάς, η Χιλή και τα Μπαρμπέιντος. Ενώ η Κίνα και η Ινδία έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι θα υποστηρίξουν τον τριπλασιασμό των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως το 2030, καμία δεν υποστήριξε σήμερα τη συνολική δέσμευση- η οποία συνδυάζει την Οι υποστηρικτές, συμπεριλαμβανομένων της ΕΕ και των ΗΑΕ, θέλουν η υπόσχεση για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας να περιλαμβάνεται στην τελική απόφαση της συνόδου κορυφής του ΟΗΕ για το κλίμα, ώστε να γίνει παγκόσμιος στόχος. Αυτό θα απαιτούσε συναίνεση μεταξύ των σχεδόν 200 χωρών που είναι παρούσες αύξηση της καθαρής ενέργειας με τη μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων.

Συνεπώς, στο πεδίο των κατευθύνσεων πολιτικής για την άμεση αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, είναι δεδομένο πως πρέπει να υπάρξει επιτάχυνση της διαδικασίας της απανθρακοποίησης και της προστασίας των οικοσυστημάτων. Σε αυτή την πορεία θα πρέπει , ταυτόχρονα να αναπτυχθούν συμπεριληπτικές πολιτικές, δηλαδή δημοκρατικές πολιτικές που δεν θα αφήνουν κανέναν πίσω.

Αυτές οι πολιτικές, εκφεύγουν από το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα που ενισχύει πολιτικές μετάβασης μέσω των μηχανισμών της αγοράς αποκλειστικά, και στον αντίποδα προτάσσουν τις αξίες της δημοκρατίας, της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης στον αγώνα για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Καθώς ο απαιτούμενος μετασχηματισμός είναι κολοσσιαίων διαστάσεων, απαιτείται πλήρης συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι οι ζωές όλων θα πρέπει να αλλάξουν ριζικά. Καμία πολιτική που ομνύει στην αντιμετώπιση του φαινομένου της επιταχυνόμενης κλιματικής κρίσης δεν μπορεί να ενισχύει με κανέναν τρόπο τη συνέχιση της χρήσης ορυκτών καυσίμων, είτε συμπεριλαμβάνοντας νέα έργα σε ορυκτά καύσιμα ή εξορύξεις υδρογονανθράκων. Οι επενδύσεις σε ΑΠΕ, σε αποθήκευση ενέργειας καθώς και η εξοικονόμηση θα πρέπει επιταχυνθούν. Η ενεργειακή εξοικονόμηση σε όλους τους τομείς και φυσικά στα κτίρια, αποτελεί βασικό πυλώνα πολιτικής, καθώς η μείωση της ζήτησης και της κατανάλωσης ενέργειας αποτελεί σημαντική προϋπόθεση επίτευξης των κλιματικών και ενεργειακών στόχων.

Στη διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης σε καθαρές μορφές ενέργειας σημαντικό ρόλο θα πρέπει να έχουν οι πολίτες και οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης (Δήμοι, Περιφέρειες), ειδικότερα μέσω της συμμετοχής τους σε Ενεργειακές Κοινότητες, ενισχύοντας την ενεργειακή δημοκρατία και διαχέοντας τα οφέλη της μετάβασης στους πολίτες με τον πλέον δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο.

Σημαντικό σκέλος αποτελεί η διάσταση της προσαρμογής των υποδομών για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, όπως φερ’ ειπείν έργα αντιπλημμυρικής προστασίας, αντιπυρικά κοκ. Στο επίπεδο των μεταφορών, οι αλλαγές αναμένεται να είναι μεγάλες και άμεσες, καθώς ο εξηλεκτρισμός των μεταφορών αποτελεί άμεσο στόχο και ταυτόχρονη πρόκληση. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η στόχευση αυτή θα πρέπει να κινείται προς την κατεύθυνση ενίσχυσης των μέσων μαζικής μεταφοράς, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η χρήση ιδιωτικών οχημάτων και των ιδιωτικών επιβατοχιλιομέτρων, ενώ η ύπαρξη υποδομών για την μικροκινητικότητα θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.

Καθότι οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης πλήττουν δυσανάλογα τους πιο ευάλωτους, ο εν λόγω μετασχηματισμός οφείλει να συμπεριλάβει και το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το ζήτημα της κλιματικής μετανάστευσης αποτελεί ένα ακόμα θέμα που συνολικά η ανθρωπότητα, η Ευρώπη αλλά και ειδικότερα η χώρα μας, θα πρέπει να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη προσοχή, σε μια κατεύθυνση ασφαλούς διέλευσης και υποδοχής των κλιματικών προσφύγων αλλά και μέσω της οικονομικής βοήθειας σε τρίτες χώρες και την αποφυγή των εκτοπισμών.

Οι νέες γενιές δηλώνουν με ποικίλους τρόπους πλέον ότι δεν θα συγχωρήσουν το γεγονός πως καλούνται να ζήσουν σε έναν πλανήτη σε κρίση, επομένως κρίσιμη διάσταση αποτελεί η διαγενεακή αλληλεγγύη και κατανόηση. Από το 1990 μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα έχει διανύσει μεγάλο κομμάτι του δρόμου προς την κλιματική ουδετερότητα. Τα εφιαλτικά σενάρια για αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη πάνω από 4-5°C έχουν αποφευχθεί, η αύξηση της κοινωνική ευημερίας έχει αποσυνδεθεί από την αύξηση εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα, οι παγκόσμιες εκπομπές εισέρχονται σε τροχιά μείωσης και η τεχνολογία έχει εξοπλίσει τις κοινωνίες με όλα τα εργαλεία για την αντιμετώπιση της κρίσης και την προσαρμογή στα νέα κλιματικά δεδομένα.

Ενώ ο κόσμος μετασχηματίζεται ταχύτατα προς μια πράσινη και ψηφιακή βιομηχανική επανάσταση, οι μεγαλύτερες προκλήσεις δεν είναι πλέον τεχνολογικές. Οι μελλοντικές προκλήσεις είναι τεράστιες, όμως επί της ουσίας δεν υπάρχει η επιλογή της αδράνειας. Είτε θα αντιμετωπιστεί η μεγαλύτερη απειλή για τον ανθρώπινο πολιτισμό με αποφασιστικότητα στη βάση της αλληλεγγύης και της δημοκρατίας, είτε η πράσινη επανάσταση θα καταλήξει σε πράσινη ουτοπία για ελάχιστους και πράσινη βαρβαρότητα για τους πολλούς.

Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν υπάρχει μία αμιγώς τεχνική λύση για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Υπάρχει ακόμα λίγος χρόνος και πολλές δυνατότητες αντίδρασης. Απαιτείται λοιπόν κινητοποίηση, συμμετοχή, ενημέρωση και πολιτική βούληση για ένα ριζικό, πράσινο, οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό με δικαιοσύνη. Μόνο έτσι μπορεί να μετατραπεί η τραγωδία σε θρίαμβο.

Πηγές:

ΟΗΕ, 2021: FROM THE FIELD: Poor and vulnerable bear brunt of climate change: https://news.un.org/en/story/2021/02/1085272

COP26: https://ukcop26.org/

Green groups call to postpone COP26 over unequal access: https://www.politico.eu/article/cop26-climate-change-green-groupspostpone-unequal-access/

Climate change widespread, rapid, and intensifying - IPCC: https://www.ipcc.ch/2021/08/09/ar6-wg1-20210809-pr/

ΟΗΕ: https://www.un.org/en/global-issues/climate-change

Συμφωνία του Παρισιού - Σύμβαση -Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή

 https://eur-lex.europa.eu/content/paris-agreement/parisagreement.html?locale=el

Global Energy Review 2021, IEA, Paris https://www.iea.org/reports/global-energy-review-2021

IPCC, Global Warming of 1.5 οC, 2018, https://www.ipcc.ch/sr15/

Συμφωνία του Παρισιού, 2015, άρθρο 7 https://bit.ly/3EuCfaY

Η COP 26 με απλά λόγια - Επίσημος Οδηγός (Eng): https://bit.ly/3mw7rk7 31

Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, 2021, Διαμορφώνοντας μια Ευρώπη ανθεκτική στην κλιματική αλλαγή - η νέα στρατηγική της ΕΕ για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, https://bit.ly/2ZHgs0s

European Commission, Joint Research Center, 2020, Economic analysis of selected climate impacts, https://bit.ly/3bpTNIQ

Progress made in cutting emissions: https://ec.europa.eu/clima/eu-action/climate-strategies-targets/progress-made-cuttingemissions_en

COUNTRIES LEADING THE CHARGE ON RENEWABLE ENERGY: https://www.climatecouncil.org.au/11-countries-leadingthe-charge-on-renewable-energy/

Climpact, Εθνικό Δίκτυο για την κλιματική αλλαγή, 1ο Newsletter, https://bit.ly/3buj70b

Τράπεζα της Ελλάδος, Οι περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα, 2011, https://bit.ly/3nRsSeC

ΥΠΕΝ, Εθνική Στρατηγική για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, 2016, https://bit.ly/3nMTmOw

Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα: https://ec.europa.eu/energy/sites/default/files/el_final_necp_main_en.pdf

Hundreds of fossil fuel lobbyists flooding COP26 climate talks: https://www.globalwitness.org/en/press-releases/hundredsfossil-fuel-lobbyists-flooding-cop26-climate-talks/

Ομιλία David Attenborough, COP26 (2021): https://www.youtube.com/watch?v=qjq4VWdZhq8&ab_channel=COP26

COP28: Γιατί είναι σημαντική για όλους – 8 πράγματα που πρέπει να γνωρίζουμε

https://www.ot.gr/2023/11/30/green/cop28-giati-einai-simantiki-gia-olous-8-pragmata-pou-prepei-na-gnorizoume/

COP28: Συμφωνία για τριπλασιασμό της παγκόσμιας ικανότητας σε ΑΠΕ έως το 2030

https://www.ot.gr/2023/12/02/green/klimatiki-allagi/cop28-symfonia-gia-triplasiasmo-tis-pagkosmias-ikanotitas-se-ape-eos-to-2030

Τ. Γιανίτσης : Κλιματική κρίση, ανάπτυξη, δημοκρατία. «Κ», 29/9/2023

Γ. Δελλής : Κλιματική αλλαγή και δίκαιο, «Κ», 28/9/2023

Τεχνολογία και δημοκρατία

Η διερεύνηση των συνεπειών της τεχνολογικής ανάπτυξης για την κοινωνία ανήκει σε μια παράδοση στοχασμού που προηγείται κατά πολύ της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης. Αν σήμερα το ερώτημα λαμβάνει το χαρακτήρα του επείγοντος , είναι γιατί η ψηφιακή τεχνολογία αναδιατάσσει εκ βάθρων το τοπίο της πληροφορίας απορρυθμίζοντας θεσμικούς πυλώνες της δημοκρατίας και δημιουργώντας νέες σχέσεις εξουσίας.

Η ώσμωση δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, ορατή στην επικράτεια των κοινωνικών μέσων, η εκχώρηση δεδομένων στους τεχνολογικούς κολοσσούς της Silikon Valley ή της Κίνας, η επέκταση της χρήσης των αλγορίθμων, η αλματώδης ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης συγκροτούν ένα πλαίσιο συρρίκνωσης της ιδιωτικότητας, όπως και υπερσυγκέντρωσης ισχύος σε ολιγοπώλια ελάχιστα ρυθμιζόμενα από εθνικές ή διεθνείς νομοθεσίες. Κρατικές οντότητες έχουν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν ψηφιακά σε κρίσιμες διαδικασίες άλλων χωρών ή να χρησιμοποιούν άυλα εργαλεία για να ελέγχουν την καθημερινότητα των πολιτών τους. Αναμφίβολα, τα ίδια τα μέσα παρέχουν στους χρήστες τους πρόσβαση στην πληροφόρηση αλλά και στη γνώση σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας και παράλληλα την αμφισβήτηση κατεστημένων ιεραρχιών και παράκαμψης των επιταγών καταπιεστικών καθεστώτων.
 
Συνεπώς, οι Επικοινωνιακές Τεχνολογίες και πληροφορίες δημιούργησαν για τους χρήστες του Διαδικτύου μια νέα εικονική δημόσια σφαίρα η οποία μπορεί να συμβάλλει στην ενίσχυση της αλληλεγγύης μέσω των συζητήσεων για τα συμφέροντα της ανθρωπότητας ή το μέλλον του πλανήτη σε παγκόσμια κλίμακα. Όμως, οι τεχνολογίες είναι «φαρμακοτεχνήματα», δηλαδή όργανα με διπλή όψη, όπου μπορούν να θεραπεύσουν ή να δηλητηριάσουν (Derrida Jacques, Stieger Bernard).
Σύμφωνα με τον Α. Σκέρτσο (Πολιτικός, δημοσιογράφος, τ. υπουργός επικρατείας) σε άρθρο του («ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 21-6-2022), η ψηφιακή τεχνολογία στα σωστά χέρια και με το κατάλληλο νομικό πλαίσιο προστασίας των προσωπικών δεδομένων δεν αποτελεί απειλή για τις δημοκρατίες αλλά ευκαιρία. Διότι μπορεί να τις ενδυναμώσει με περισσότερη αποτελεσματικότητα, ταχύτητα και συμμετοχή, και έτσι τελικά να αυξήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους πολιτικούς θεσμούς. Ακόμη, η ψηφιακή τεχνολογία μπορεί να φέρει τους πολίτες πιο κοντά στους εκπροσώπους τους, χρησιμοποιώντας εργαλεία συμμετοχικής δημοκρατίας και διαβούλευσης που λείπουν αυτή τη στιγμή. Στο επίπεδο δήμων, η συμμετοχική δημοκρατία είναι πολύ πιο εφικτή. Επιπρόσθετα, η ψηφιακή τεχνολογία μπορεί να προωθήσει τη διεθνή συνεργασία για την αντιμετώπιση παγκόσμιων προκλήσεων όπως η τρομοκρατία, οι υγειονομικές κρίσεις και η κλιματική αλλαγή.

Ωστόσο, η διάδοση και επικράτηση όρων όπως «γραφειοκρατία του νέφους», «ψηφιακοί ολιγάρχες», «κατασκοπευτικός καπιταλισμός» προκειμένου να περιγραφεί η τρέχουσα συνθήκη σκιαγραφεί ένα τοπίο το οποίο μπορεί να μην είναι δυστοπικό, αλλά φανερώνει την επιτακτική ανάγκη νομοθετικών ρυθμίσεων, θέσπιση κανόνων και καθιέρωση δικλείδων ασφαλείας προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η εξέλιξη της τεχνολογίας δεν θα καταλήξει σε μαρασμό της πολιτικής και βλάβης της δημοκρατίας. (Βήμα- Νέες εποχές, 9-7-2023).

Ο Pierre levy (φιλόσοφος, θεωρητικός του πολιτισμού, καθηγητής των «υπερμέσων» σε Πανεπιστήμιο του Παρισιού), θεωρεί πως η γραφειοκρατία στο cloud είναι πιο αποτελεσματική από τη γραφειοκρατία του έθνους κράτους. Είναι γεγονός πως αρκετές κυβερνητικές λειτουργίες παρέχονται από μεγάλες πλατφόρμες, όπως για παράδειγμα η επαλήθευση της ταυτότητας ατόμων, η αναγνώριση προσώπου,, η εκπαίδευση και η έρευνα, η κυβερνοάμυνα, ο έλεγχος της δημόσιας σφαίρας, η λογοκρισία, η προπαγάνδα, η επιτήρηση και όχι μόνο. Όμως, εντυπωσιακό είναι το γεγονός πως το σύνολο της παγκόσμιας πληροφορίας με αδιανόητη ισχύ κατέχουν μόλις δύο ιδιοκτήτες: οι GAFAM και BATX. Στο πρώτο αρκτικόλεξο περιλαμβάνονται πέντε τεχνολογικοί κολοσσοί της S.V. (Google, Apple, Facebook, Amazon, Microsoft) και στο δεύτερο εννοούνται οι κολοσσοί της κινεζικής επικράτειας (Baidu, Alibaba, Tencent, Xiaomi).

Συνεπώς, το εύλογο ερώτημα που γεννάται αναφέρεται στην αμφιμονοσήμαντη σχέση ελέγχου  από τους πολιτικούς ταγούς και τις ολιγαρχίες του νέφους. Η απάντηση φαίνεται εύκολη στην περίπτωση της Κίνας, όπου η πολιτική εξουσία ελέγχει την cloud ολιγαρχία με δεδομένο ότι αντλεί πολιτική και οικονομική δύναμη από τις cloud combanies. Στις ΗΠΑ φαίνεται να υπάρχει ένα είδος μείξης των δύο, αφού οι ίδιοι άνθρωποι βρίσκονται στην κορυφή των μεγάλων cloud companies και στα συμβούλια που θέτουν τους κανόνες τους (security, military agencies κ.ο.κ.).

Αναμφίβολα, ως πολίτες πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση και να μην εγκαταλείπουμε την κριτική μας σκέψη.  Ό,τι παράγει η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι προϊόν γνώσης και επιπρόσθετα δεν έχει φτιαχτεί για να λέει την αλήθεια.  Ο κίνδυνος υπάρχει μόνο εάν νομίζουμε ότι παράγει την αλήθεια. (Pierre levy,2023: ‘’Από την πολιτική εξουσία στην cloud ολιγαρχία΄΄). Συνεπώς, αυτό το οποίο είναι αναγκαίο σήμερα είναι η πολύπλευρη ενίσχυση του σχολείου  και η εκπαίδευση των νέων για να είναι παγκόσμιοι πολίτες.

Η Shoshana Zuboff ( κοινωνική ψυχολόγος, ομότιμη καθηγήτρια της Σχολής Διοίκησης Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Harvard) στο βιβλίο της « Η εποχή του κατασκοπευτικού καπιταλισμού. Ο αγώνας για ένα ανθρώπινο μέλλον στο μεταίχμιο της νέας εξουσίας» (εκδ. Καστανιώτη, 2020), καταθέτει μια διορατική και αφυπνιστική ματιά στο φαινόμενο της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής συμπεριφορικής τροποποίησης, η οποία απειλεί να αλλοιώσει την ανθρώπινη φύση. Θεωρεί ότι η εργαλειοθηρική εξουσία έχει συγκεντρώσει την ισχύ της εκτός της ανθρώπινης σφαίρας και η οποία λειτουργεί εκτός δικαιοδοσίας της δημοκρατικής εποπτείας και εις βάρος τελικά του μέλλοντος της ανθρώπινης φύσης.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις σύγχρονες δημοκρατίες απορρέει από τον εφησυχασμό που φέρνει μαζί της η δημοκρατική και οικονομική ευημερία.

Ως Ευρωπαίοι έχουμε την τύχη να ζούμε σε μια πολιτική ‘Ενωση με το πιο ολοκληρωμένο και δημοκρατικό σύνολο κανόνων για τη χρήση δεδομένων και τεχνολογίας. Με περισσότερη υπευθυνότητα, ελέγχους και ισορροπίες, με σεβασμό στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, μπορούμε να αξιοποιήσουμε τα οφέλη της τεχνολογίας και ταυτόχρονα να βελτιώσουμε και να επανεφεύρουμε τις δημοκρατίες μας («Digital Technologies and the stakes for representative democracy», Συνέδριο από το Ίδρυμα της Βουλής για τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία, απόσπασμα παρουσίασης από τον Α. Σκέρτσο).




Η αναψηλάφηση της 100ης επετείου της Μικρασιατικής Καταστροφής ως άσκηση συλλογικής κριτικής αυτογνωσίας

Η σημερινή συγκυρία και ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιουργεί μια αίσθηση μόνιμης κρίσης και φαίνεται να παραμερίζεται ο αναγκαίος ιστορικός προβληματισμός. Αναμφίβολα, η Μικρασιατική Καταστροφή είναι δυσάρεστο θέμα και αποτελεί το πιο οδυνηρό συλλογικό τραύμα στην ελληνική εθνική μνήμη και αφορά μια στρατιωτική, πολιτική και ιδεολογική ήττα. 
Ο ξεριζωμός από τα παράλια και το εσωτερικό της Μικράς Ασίας περίπου 1.300.000 ορθόδοξων ελλήνων που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα μετρώντας ανθρώπινες και υλικές απώλειες αποτελεί την πρώτη πηγή εσωστρέφειας.
Η δεύτερη σημαντική πηγή εσωστρέφειας αποτελεί η επιρροή του Εθνικού Διχασμού σε σύγχρονες πολιτικές ταυτότητες με δεδομένο ότι πυροδοτεί το ζήτημα των ευθυνών βενιζελικών και αντιβενιζελικών.
Η διεύρυνση των γνώσεών μας για τη Μικρασιατική Εκστρατεία αφενός μέσω δημοσιεύσεων αρκετών νέων μελετών και αφετέρου με τη διοργάνωση δεκάδων συνεδρίων, ημερίδων, τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ και ραδιοφωνικών εκπομπών μας δίνει μια ευκαιρία ενός κριτικού αναστοχασμού και μιας ρεαλιστικότερης αποτύπωσης των αιτιών της καταστροφής.
Η βιβλιογραφική παραγωγή και οι συνεδριακές συζητήσεις αφορούν κυρίως τρεις βασικές θεματικές. Η πρώτη αναφέρεται στη ζωή των προσφύγων, η δεύτερη στη λήψη αποφάσεων από πολιτικούς παράγοντες και η τρίτη μαρτυρίες από το μέτωπο. Τα πορίσματα των ερευνών μπορεί να χρησιμεύσουν ως αφετηρία για την κριτική κατανόηση των περιόδων πριν και μετά την ιστορική τομή του 1922. Επιπρόσθετα, οι έρευνες καταδεικνύουν την εξαιρετική δυσκολία του εγχειρήματος να στεφθεί με επιτυχία.
Στην πρώτη κατηγορία για τους πρόσφυγες ο Βλάσης Αγτζίδης στο βιβλίο " Πόντος, μια ιστορία από τον Μικρασιατικό Βορρά'' (εκδόσεις: Παπαδόπουλος), αποτυπώνει την ιστορία των Ποντίων από το Τανζιμάτ τον 19ο αιώνα μέχρι το τέλος του Πόντου, αναφερόμενος εκτενώς στη γενοκτονία. (Κ. Μπότσιου 11/2/22, ΒΗΜΑ, Νέες Εποχές).
Τα πορίσματα πολλών ερευνών συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι το εγχείρημα της Μικρασιατικής Εκστρατείας ήταν αρκετά δύσκολο να στεφθεί με επιτυχία. Τα στρατιωτικά, τα οικονομικά, τα διπλωματικά, αλλά και τα γεγραφικά δεδομένα ήταν τέτοια, ώστε να δημιουργούν σχεδόν ανυπέρβλητα εμπόδια για την ευόδωση των ελληνικών στόχων στη Μικρά Ασία. 
Αναμφίβολα, όλες οι ενδείξεις υπήρξαν επιβαρυντικές, όπως για παράδειγμα το αποτέλεσμα της ήττας του Ελευθερίου Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, την άνοδο των αντιβενιζελικών στην εξουσία και την επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄στο θρόνο του. 
Η μελέτη του βιβλίου (Venizelos, The making of a Greek Statesman, 1864-1914, p. Hurst), του ιστορικού και διπλωμάτη Michael Smith, ζωντανεύει με τρόπους συναρπαστικής αφήγησης την προσωπικότητα του Ελευθερίου Βενιζέλου. Έχοντας ζήσει ως πρέσβης του Η.Β. στην Αθήνα, γράφει για τον Βενιζέλο με κριτική οικειότητα, αναζητώντας πίσω από την πολιτική προσωπικότητα τον ανθρώπινο Βενιζέλο. Θεωρεί πως είχε ικανότητες πολύ σημαντικές για έναν ηγέτη. Βασικό προτέρημά του ήταν η πολτική ευφυϊα του και οι ιδιαίτερες διανοητικές του ικανότητες, οι οποίες συνδυαζόταν με μια απαράμιλλη ικανότητα για δράση, ακόμη και εν μέσω πολύ δύσκολων περιστάσεων. Επιπλέον, ασκούσε μεγάλη γοητεία σε ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης και ήατν εξαιρετικός συζητητής, με ικανότητα πειθούς που δύσκολα συναγωνίζονταν οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Ο Βενιζέλος, επεδίωκε την αύξηση των εδαφών της Ελλάδας και ακόμη ήθελε να φέρει την Ελλάδα πιο κοντά στη Δ.Ευρώπη, κοντά στα αναπτυγμένα κράτη. Ωστόσο, όπως απεδείχθη, το ρευστό πολιτικό σκηνικό, βυθισμένο στη δηλητηριώδη ατμόσφαιρα του Εθνικού Διχασμού δεν βοηθούσαν στην επίτευξη των στόχων όπως τους οραματιζόταν. 
Επιπρόσθετα, η αποστασιοποίηση της Γαλλίας και της Ιταλίας από τη Συνθήκη των Σεβρών και η πολλαπλή ενίσχυση που η νεοσύστατη Σοβιετική Ρωσία στους κεμαλικούς, ενίσχυσε την αποφασιστικότητα του τουρκικού πληθυσμού της Ανατολίας να αναπτύξει, υπό την καθοδήγηση του Μουσταφά Κεμάλ, ισχυρότατη αντίσταση απέναντι στις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες από το Μάϊο του 1919 είχαν αποβιβαστεί στη Μ. Ασία.
Το ελληνικό προγεφύρωμα στην Ιωνία ήταν σχεδόν αδύνατο να διατηρηθεί με δεδομένο ότι οι Κεμαλικοί, σε αγαστή συνεργασία με τους μπολσεβίκους, διαμέλισαν το αρμενικό κράτος κι έτσι στέρησαν από την Ελλάδα έναν στρατηγικό εταίρο.
Ακόμη, οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν αποδέχονταν την ύπαρξη της ελληνικής κυριαρχίας στην ασιατική πλευρά των Δαρδανελίων και αυτό προδιέγραφε την απώλεια της Ανατολικής Θράκης.
Δυστυχώς, έναν αιώνα μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή, πολλά από από τα πάθη του Εθνικού Διχασμού εξακολουθούν να αναπαράγονται, όπως για παράδειγμα οι αντιπαραθέσεις για τους υπαίτιους της καταστροφής και τη δίκη των έξι να λειτουργούν σαν παραμορφωτικός καθρέπτης στο τραύμα του Διχασμού.
Το επίκαιρο δίδαγμα από τη μελέτη της μικρασιατικής επιχείρησης είναι ότι  η επίτευξη μείζονων στόχων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εξαρτάται από το συνδυασμό δύο παραγόντων: Την ύπαρξη επαρκών εθνικών δυνάμεων και την εξασφάλιση ισχυρών συμμαχιών.


ΗΜΕΡΑ ΤΙΜΗΣ για το ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ των ΕΒΡΑΙΩΝ

 

https://www.youtube.com/watch?v=2GzFcAglYvg

 

https://www.youtube.com/watch?v=7-wgeU6Snag

 

https://www.youtube.com/watch?v=Bnk1VE8GtV4

 

Η επικράτηση της ναζιστικής ιδεολογίας

Στη διάρκεια του μεσοπολέμου και κυρίως κατά τη δεκαετία του 1930, η διεθνής κοινότητα και οι λαοί της Ευρώπης, είχαν ακόμη ανοιχτές τις «πληγές» που προέκυψαν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914 – 1918), ενώ παράλληλα αντιμετώπιζαν κοινωνικές αναταραχές και οικονομική κρίση. Έτσι ελάχιστοι από τους λαούς και τους ηγέτες ασχολήθηκαν με τα όσα δραματικά διαδραματίζονταν στη Γερμανία. Απρόθυμοι να εμπλακούν σ΄ ένα νέο πόλεμο, δεν διέβλεψαν τον κίνδυνο από την πορεία αναρρίχησης του Χίτλερ στην εξουσία.

Ήδη από το 1925, ο Χίτλερ, στο βιβλίο του «Ο Αγών μου», είχε ξεκάθαρα εκθέσει την ιδεολογία και τη ρατσιστική του πολιτική. Μεταξύ των ρατσιστικών αναφορών του σε διαφόρους λαούς, ο Χίτλερ εξέφρασε ιδιαίτερη πολεμική για τους Εβραίους, που τους θεωρούσε φυλετικά κατώτερους απέναντι στην υπεροχή της «Άριας» γερμανικής φυλής, «υπανθρώπους» (Untermenschen), υπεύθυνους για την κρίση όχι μόνον της Γερμανίας αλλά και για τις συμφορές όλου του κόσμου. 

Η αρχή του διωγμού των Εβραίων – Ο δρόμος προς το Ολοκαύτωμα

Με την αναγόρευση του Χίτλερ σε Καγκελάριο, στις 30 Ιανουαρίου 1933, ο ρατσισμός και ιδιαίτερα ο αντισημιτισμός καθιερώθηκαν ως δόγματα του Γερμανικού Κράτους. Από τον Απρίλιο του 1933 ξεκίνησε μία κλιμακούμενη σειρά αντι-εβραϊκών μέτρων κοινωνικού αποκλεισμού, στέρησης στοιχειωδών ανθρωπίνων και δημοκρατικών δικαιωμάτων, κατάσχεσης περιουσιών, διώξεων και ωμής βίας. Το φασιστικό πνεύμα του καθεστώτος οδήγησε, επίσης, στο δημόσιο κάψιμο βιβλίων (επιστημονικών, λογοτεχνικών) με σκοπό, όπως υποστήριζαν οι Ναζί, την «κάθαρση της γερμανικής κουλτούρας από επικίνδυνες ιδέες». Τη νύχτα της 10ης Μαΐου 1933 κάηκαν δεκάδες χιλιάδες βιβλία σε 30 γερμανικές πόλεις.   Από τον Σεπτέμβριο του 1935, με τη θέσπιση των «Νόμων της Νυρεμβέργης», που αποσκοπούσαν στη διατήρηση της «καθαρότητας» της Άριας φυλής, τα αντιεβραϊκά μέτρα εντάθηκαν ακόμη περισσότερο και οι Εβραίοι απώλεσαν κάθε πολιτικό και κοινωνικό δικαίωμα. Το 1938 η συνεχιζόμενη αντιεβραϊκή προπαγάνδα –άριστα ορχηστρωμένη από τον αρμόδιο υπουργό Προπαγάνδας του Ράιχ Γιόζεφ Γκέμπελς- οδήγησε στη «Νύχτα των Κρυστάλλων» (Kristallnacht). Το βράδυ της 9ης προς τη 10η Νοεμβρίου 1938 ξέσπασαν σε όλη την επικράτεια του Ράιχ επιθέσεις κατά εβραϊκών συνοικιών, οικογενειών, επιχειρήσεων, συναγωγών από μέλη της ναζιστικής νεολαίας και των SS, με την ανοχή της αστυνομίας. Ο τραγικός απολογισμός (91 Εβραίοι νεκροί, 267 κατεστραμμένες συναγωγές, 7.500 λεηλατημένες επιχειρήσεις), χαρακτηρίστηκε από το ναζιστικό καθεστώς ως “αιματηρή εκδίκηση των Γερμανών κατά των Εβραίων”.

Παράλληλα, πρέπει να σημειωθεί ότι σε εφαρμογή του δόγματος της “καθαρότητας” της Άριας φυλής, από το 1939 ξεκίνησαν ειδικά προγράμματα ευθανασίας (με την ονομασία Τ-4), ακόμη και μέσα στη Γερμανία, όπου θανατώνονταν, από Ναζί γιατρούς, άνθρωποι διανοητικά καθυστερημένοι, ανάπηροι και λοιπές κατηγορίες ατόμων με ειδικές ανάγκες. Επίσης, διώχθηκαν και οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ομάδες ατόμων όπως οι Ρομ και οι ομοφυλόφιλοι.

Ολοκαύτωμα: το σχέδιο εξόντωσης των Εβραίων

Η «επίλυση του εβραϊκού ζητήματος» μετεξελίχθηκε, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από τον Αδόλφο Χίτλερ και τους Ναζί (το Εθνικοσοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα), στο άριστα μεθοδευμένο πρόγραμμα της «Τελικής Λύσης», που ισοδυναμούσε με τη φυσική εξόντωση όλων των Εβραίων, καθώς και όλων των τεκμηρίων (αρχείων, συναγωγών, κτιρίων, κ.ά.), που σηματοδοτούσαν την παρουσία τους στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.

Με τον όρο «Ολοκαύτωμα», ελληνική λέξη που καθιερώθηκε διεθνώς μέσω της αγγλικής γλώσσας, εννοούμε την εφαρμογή του προγράμματος της «Τελικής Λύσης  που κορυφώθηκε με τα στρατόπεδα μαζικής εξόντωσης, αφανίζοντας καταληκτικά 6 εκατομμύρια Εβραίους της Ευρώπης στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η επικράτηση της ναζιστικής ιδεολογίας

Στη διάρκεια του μεσοπολέμου και κυρίως κατά τη δεκαετία του 1930, η διεθνής κοινότητα και οι λαοί της Ευρώπης, είχαν ακόμη ανοιχτές τις «πληγές» που προέκυψαν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914 – 1918), ενώ παράλληλα αντιμετώπιζαν κοινωνικές αναταραχές και οικονομική κρίση. Έτσι ελάχιστοι από τους λαούς και τους ηγέτες ασχολήθηκαν με τα όσα δραματικά διαδραματίζονταν στη Γερμανία. Απρόθυμοι να εμπλακούν σ΄ ένα νέο πόλεμο, δεν διέβλεψαν τον κίνδυνο από την πορεία αναρρίχησης του Χίτλερ στην εξουσία.

Ήδη από το 1925, ο Χίτλερ, στο βιβλίο του «Ο Αγών μου», είχε ξεκάθαρα εκθέσει την ιδεολογία και τη ρατσιστική του πολιτική. Μεταξύ των ρατσιστικών αναφορών του σε διαφόρους λαούς, ο Χίτλερ εξέφρασε ιδιαίτερη πολεμική για τους Εβραίους, που τους θεωρούσε φυλετικά κατώτερους απέναντι στην υπεροχή της «Άριας» γερμανικής φυλής, «υπανθρώπους» (Untermenschen), υπεύθυνους για την κρίση όχι μόνον της Γερμανίας αλλά και για τις συμφορές όλου του κόσμου. 

Η αρχή του διωγμού των Εβραίων – Ο δρόμος προς το Ολοκαύτωμα

Με την αναγόρευση του Χίτλερ σε Καγκελάριο, στις 30 Ιανουαρίου 1933, ο ρατσισμός και ιδιαίτερα ο αντισημιτισμός καθιερώθηκαν ως δόγματα του Γερμανικού Κράτους. Από τον Απρίλιο του 1933 ξεκίνησε μία κλιμακούμενη σειρά αντι-εβραϊκών μέτρων κοινωνικού αποκλεισμού, στέρησης στοιχειωδών ανθρωπίνων και δημοκρατικών δικαιωμάτων, κατάσχεσης περιουσιών, διώξεων και ωμής βίας. Το φασιστικό πνεύμα του καθεστώτος οδήγησε, επίσης, στο δημόσιο κάψιμο βιβλίων (επιστημονικών, λογοτεχνικών) με σκοπό, όπως υποστήριζαν οι Ναζί, την «κάθαρση της γερμανικής κουλτούρας από επικίνδυνες ιδέες». Τη νύχτα της 10ης Μαΐου 1933 κάηκαν δεκάδες χιλιάδες βιβλία σε 30 γερμανικές πόλεις.   Από τον Σεπτέμβριο του 1935, με τη θέσπιση των «Νόμων της Νυρεμβέργης», που αποσκοπούσαν στη διατήρηση της «καθαρότητας» της Άριας φυλής, τα αντιεβραϊκά μέτρα εντάθηκαν ακόμη περισσότερο και οι Εβραίοι απώλεσαν κάθε πολιτικό και κοινωνικό δικαίωμα. Το 1938 η συνεχιζόμενη αντιεβραϊκή προπαγάνδα –άριστα ορχηστρωμένη από τον αρμόδιο υπουργό Προπαγάνδας του Ράιχ Γιόζεφ Γκέμπελς- οδήγησε στη «Νύχτα των Κρυστάλλων» (Kristallnacht). Το βράδυ της 9ης προς τη 10η Νοεμβρίου 1938 ξέσπασαν σε όλη την επικράτεια του Ράιχ επιθέσεις κατά εβραϊκών συνοικιών, οικογενειών, επιχειρήσεων, συναγωγών από μέλη της ναζιστικής νεολαίας και των SS, με την ανοχή της αστυνομίας. Ο τραγικός απολογισμός (91 Εβραίοι νεκροί, 267 κατεστραμμένες συναγωγές, 7.500 λεηλατημένες επιχειρήσεις), χαρακτηρίστηκε από το ναζιστικό καθεστώς ως “αιματηρή εκδίκηση των Γερμανών κατά των Εβραίων”.

Παράλληλα, πρέπει να σημειωθεί ότι σε εφαρμογή του δόγματος της “καθαρότητας” της Άριας φυλής, από το 1939 ξεκίνησαν ειδικά προγράμματα ευθανασίας (με την ονομασία Τ-4), ακόμη και μέσα στη Γερμανία, όπου θανατώνονταν, από Ναζί γιατρούς, άνθρωποι διανοητικά καθυστερημένοι, ανάπηροι και λοιπές κατηγορίες ατόμων με ειδικές ανάγκες. Επίσης, διώχθηκαν και οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ομάδες ατόμων όπως οι Ρομ και οι ομοφυλόφιλοι.

Ολοκαύτωμα: το σχέδιο εξόντωσης των Εβραίων

Η «επίλυση του εβραϊκού ζητήματος» μετεξελίχθηκε, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από τον Αδόλφο Χίτλερ και τους Ναζί (το Εθνικοσοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα), στο άριστα μεθοδευμένο πρόγραμμα της «Τελικής Λύσης», που ισοδυναμούσε με τη φυσική εξόντωση όλων των Εβραίων, καθώς και όλων των τεκμηρίων (αρχείων, συναγωγών, κτιρίων, κ.ά.), που σηματοδοτούσαν την παρουσία τους στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.

Η μοναδικότητα του Ολοκαυτώματος

Το Ολοκαύτωμα των Εβραίων είναι το μεγαλύτερο έγκλημα του 20ού αιώνα και το μεγαλύτερο ομαδικό στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η θλιβερή μοναδικότητά του στην ιστορία δεν προέρχεται μόνον από τον μεγάλο αριθμό των θυμάτων που αφανίστηκαν κατά την πραγμάτωση μιας παράφρονος «φυλετικής» ιδεολογίας. Το Ολοκαύτωμα δεν έχει προηγούμενο στην παγκόσμια ιστορία ως προς τη σύλληψη της ιδέας, την προμελέτη, τη μέθοδο, την εκτέλεση. Η εξόντωση των Εβραίων δεν ήταν απλά μια σειρά από έκτροπα και βιαιοπραγίες, δεν ήταν ένας ξαφνικός διωγμός ή πογκρόμ, δεν είχε πολιτικά αίτια, δεν αφορούσε εδαφικές διεκδικήσεις. Η «Τελική Λύση» ήταν ένα σχέδιο πλήρως οργανωμένο, που εφαρμόστηκε με βάση τον ψυχρό υπολογισμό κατά τις διαταγές ενός επίσημου κράτους και από τα μέλη ενός λαού που αυτοανακηρύχθηκε το «καθαρότερο φυλετικά» έθνος στην ιστορία του πολιτισμού.

Το κεφάλαιο αυτό σκοπό έχει να εξηγήσει τι ήταν το Ολοκαύτωμα, πώς καταστρώθηκε, πώς εξελίχθηκε και πώς κατέληξε, μέσα στη δίνη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στον αφανισμό εκατομμυρίων ανθρώπων για μόνο το λόγο της θρησκείας τους.

Ιστορική διαδρομή της κλιμάκωσης του Ολοκαυτώματος

Τον Σεπτέμβριο του 1939, με την εισβολή του Γερμανικού Στρατού στην Πολωνία, (και αφού είχαν προηγηθεί η προσάρτηση της Αυστρίας, η αυθαίρετη κατάληψη της Σουδητίας και στη συνέχεια της Τσεχίας), άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, που κήρυξαν η Αγγλία και η Γαλλία στη Γερμανία. Μέχρι το 1941 η Γερμανία είχε καταλάβει όλη σχεδόν την Ευρώπη και είχε ανοίξει το Σοβιετικό Μέτωπο.

Ο Πόλεμος έδωσε στους Ναζί την ευκαιρία που επιζητούσαν και οι κατακτημένες χώρες της Ευρώπης προσέφεραν το κατάλληλο πεδίο δράσης για την εξόντωση των Εβραίων. Όπως φαίνεται παρακάτω όλες οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή του σχεδίου της «Τελικής Λύσης» είχαν οργανωθεί στην εντέλεια:

        Καταγραφή εβραϊκών κοινοτήτων και λεηλασία περιουσιών: Το ξεκίνημα του σχεδίου εξόντωσης απαιτούσε αρχικά την αναλυτική καταγραφή των Εβραϊκών Κοινοτήτων της Ευρώπης (προσωπικοτήτων, ιδρυμάτων, επιχειρήσεων, περιουσιών). Το έργο αυτό ανέλαβε, από το 1940, το «Κομάντο Ρόζενμπεργκ», το οποίο οφείλει το όνομά του στον θεωρητικό του ναζισμού, Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, επικεφαλής του Γραφείου Εξωτερικής Πολιτικής του Ναζιστικού Κόμματος, από το 1933, ιδρυτή του Ινστιτούτου για τη Διερεύνηση του Εβραϊκού Ζητήματος, από το 1939 και υπουργού των Κατεχομένων Ανατολικών Περιοχών του Ράιχ, από το 1941. Οι ομάδες του «Κομάντο Ρόζενμπεργκ», εισβάλλοντας σε εβραϊκά σπίτια, Συναγωγές, βιβλιοθήκες, τράπεζες, καταστήματα, προέβησαν στη συστηματική λεηλασία και αρπαγή έργων Τέχνης, αρχαιολογικών θησαυρών, λατρευτικών αντικειμένων, ιερών βιβλίων, σπάνιων χειρογράφων και περιουσιών, τα οποία έστελναν στη Γερμανία.

       Το κίτρινο Αστέρι του Δαυίδ: Με ειδικό Διάταγμα, όλοι οι Εβραίοι του Ράιχ και των κατακτημένων χωρών, άνω των έξι ετών, υποχρεώθηκαν να φέρουν στο πέτο τους, ως διακριτικό, το Αστέρι του Δαυίδ, συγκεκριμένων διαστάσεων και συγκεκριμένου κίτρινου χρώματος. Το ίδιο Διάταγμα τους απαγόρευε και την μετακίνηση από τον τόπο διαμονής τους.

       Διώξεις, συλλήψεις, ίδρυση γκέτοοι Εβραίοι στοιβάζονταν σε συγκεκριμένες περιφραγμένες και φρουρούμενες περιοχές (τα γκέτο), που λειτουργούσαν ως διακομιστικοί σταθμοί. Από εκεί ξεκινούσαν οι σταδιακές αποστολές προς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. (π.χ., το 1940 στην Πολωνία: γκέτο Λοτζ σφραγίζεται με 230.000 Εβραίους, γκέτο Βαρσοβίας σφραγίζεται με 400.000 Εβραίους, Κρακοβίας με 70.000. Το 1941 και 1942 σφραγίζονται τα γκέτο της Λιθουανίας, Ουκρανίας, Λευκορωσίας, Τσεχοσλοβακίας. Το 1943 σφραγίζονται τα γκέτο της Θεσσαλονίκης).

         Πογκρόμ και μαζικές εκτελέσεις Εβραίων, από ειδικά τάγματα των SS, με τη συνεργασία τοπικών οργανώσεων και κυβερνήσεων, συχνά μπροστά σε λάκκους που τα ίδια τα θύματα υποχρεώνονταν προηγουμένως να σκάψουν (π.χ., Γιασί Ρουμανίας, 29 & 30.6.1941: 10.000 Εβραίοι, Κόβνο Λιθουανίας, 25.7. & 28.10.41: 12.800 Εβραίοι, Λβοβ Ουκρανίας, 3.6.41 & 25.7.41: 6.000 Εβραίοι, Κάμενετς-Ποντόλσκ Ουκρανίας, 27 & 28.8.41: 23.000 Εβραίοι, Μπάμπι Γιαρ Κίεβο, Ουκρανίας 29.9.41: 33.771 Εβραίοι, Οδησσός Ουκρανίας, 23.10.41: 39.000, Ρίγα Λετονίας, 30.11.41: 20.000, Κριμέα ΕΣΣΔ, από Οκτώρβιο ΄41 – Απρίλιο ΄42: 60.000, Μπιαλιστόκ Δυτ. Λευκορωσίας, Νοέμβριος 1942: 170.000). Για την πραγματοποίηση αυτού του είδους των «ειδικών επιχειρήσεων», το Γενικό Αρχηγείο του Γερμανικού Στρατού, στις αρχές του 1941, ίδρυσε τα «Τάγματα Εφόδου» (Einsatzgruppen) των Ειδικών Υπηρεσιών Ασφάλειας SS. Από την Άνοιξη του 1941 προέβησαν σε εκτελέσεις που μέχρι το 1943 ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο θύματα.

         Θανάτωση σε θαλάμους αερίων αρχικά με εξάτμιση μονοξειδίου του άνθρακα ή και υδροκυακινού οξέως (π.χ., Άουσβιτς, Τρεμπλίνκα, Σόμπιμπορ), και θανάτωση σε κινητές μονάδες εξόντωσης με αέρια, δηλ., σε φορτηγά αυτοκίνητα που μετακινούνταν στην ύπαιθρο και σφραγίζονταν ερμητικά, στα οποία διοχετευόταν μονοξείδιο του άνθρακα. (π.χ., Χελμνό-Λοτζ Πολωνίας, 1941, Ρίγα Λετονίας 1942, Σαζμίστ Γιουγκοσλαβίας 1942).

                    Εκτοπισμοί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. 

Οι Εβραίοι στοιβάζονταν σε εμπορικά τρένα και με περιοδικές, κλιμακούμενες αποστολές, εκτοπίζονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η όλη επιχείρηση «σκούπα», που εκτελείται τακτικά και σταδιακά μέχρι και το 1944, «εκκαθαρίζει» τα γκέτο και «εξαφανίζει» ολοκληρωτικά από τις ευρωπαϊκές πόλεις τον εβραϊκό πληθυσμό (Judenrein). Οι εκτοπισμοί αναπτύσσονται ως εξής (χρονολογικά): 1941: αρχή μεταφοράς Εβραίων Γερμανίας, 1942: Εβραίοι Λουμπλίνου (Αν. Πολωνία), Σλοβακίας, Γαλλίας, Πολωνίας, Κροατίας, Νορβηγίας, 1943: Εβραίοι Ελλάδας, Βελγίου, Ιταλίας, Αυστρίας, 1944: Εβραίοι Ουγγαρίας και Ελλάδας.

Από το 1942 το σχέδιο εξόντωσης των Εβραίων μπαίνει σε εντατικότερους ρυθμούς. Τα «Τάγματα Εφόδου» των SS, που πραγματοποιούσαν τις μαζικές εκτελέσεις στα μετόπισθεν του Ανατολικού Μετώπου, κρίθηκαν αναποτελεσματικά και ασύμφορα (παρ΄ ότι η επιχειρησιακή τους δράση συνεχίστηκε), ενώ η «άμεση επαφή» των εκτελεστών με τα θύματα επηρέαζε ψυχολογικά τους Γερμανούς στρατιώτες. Έτσι αναζητήθηκαν και άλλες, νέες και αποτελεσματικότερες, μέθοδοι εξόντωσης.

Τον Ιανουάριο του 1942, υψηλόβαθμοι αξιωματικοί των SS, αξιωματούχοι υπουργείων και του Ναζιστικού κόμματος συναντήθηκαν στο Βανζέ (προάστιο του Βερολίνου) και μεθόδευσαν τις λεπτομέρειες της «Τελικής Λύσης», οργανώνοντας την εξολόθρευση 11 εκατομμυρίων Εβραίων της Ευρώπης. Η σύσκεψη έγινε υπό τον Ράινχαρντ Χάινριχ, υπεύθυνο του Κεντρικού Γραφείου Ασφάλειας του Ράιχ (RSHA). Παρών ήταν και ο Αντολφ Αϊχμαν, αρμόδιος για τα “εβραϊκά ζητήματα” στο RSHA. (Ο Α. Αϊχμαν συνελήφθη μεταπολεμικά, δικάστηκε το 1961 στο Ισραήλ, καταδικάστηκε για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εκτελέστηκε. Στη δίκη του κατέθεσε και για τη σύσκεψη του Βανζέ).

Στρατόπεδα συγκέντρωσης / εξόντωσης

Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για να εξυπηρετήσουν τις απαιτήσεις της «Τελικής Λύσης», με τη βοήθεια ειδικών τεχνικών, αυξάνονταν συνεχώς σε αριθμό και εξελίσσονταν κατά κατηγορίες: στα στρατόπεδα πολιτικών κρατουμένων, τα οποία λειτουργούσαν ήδη από το 1933 (Νταχάου, Μπούχενβαλντ, Ζάκσενχαουζεν), προστέθηκαν εκατοντάδες άλλα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας (π.χ., Ντόρα Νορντχάουζεν - εργοστάσιο όπλων, Νόιενγκαμ – εργοστάσιο κατασκευής τούβλων, Γρος Ρόζεν – λατομείο, Γκούσεν – λατομείο, Μαουτχάουζεν - λατομείο), στη Γερμανία και τις κατακτημένες περιοχές (μέχρι και τη Βόρειο Αφρική όπου μεταξύ 1941 και 1942 λειτουργούσαν 14 στρατόπεδα εργασίας, στην Αλγερία και το Μαρόκο, για την κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής διέλευσης της Σαχάρας).

Αργότερα σε ορισμένα στρατόπεδα προστέθηκαν οι θάλαμοι αερίων, και στη συνέχεια τα κρεματόρια, καθιστώντας τα αποκλειστικά στρατόπεδα μαζικής εξόντωσης (Άουσβιτς, Μπιρκενάου, Μαϊντάνεκ, Τρεμπλίνκα, Μπέλζεκ, Σόμπιμπορ).

Η λειτουργία των στρατοπέδων θανάτου ξεκίνησε το 1941 και κορυφώθηκε το 1943 - 1944. Αρχικά στους θαλάμους αεριών οι Ναζί χρησιμοποιούσαν το μονοξείδιο του άνθρακα και τα πτώματα θάβονταν ή καίγονταν σε εξωτερικό χώρο, σε λάκκους. 

Στη συνέχεια το αέριο ZyklonB αντικατέστησε το μονοξείδιο του άνθρακα. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά, δοκιμαστικά, στο Άουσβιτς τον Σεπτέμβριο του 1941, και ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό. Εύκολο στη χρήση και τη μεταφορά ενώ παράλληλα μείωνε το χρόνο θανάτωσης των θυμάτων, ιδιότητες χρήσιμες για τους Ναζί, που καθιέρωσαν και γενίκευσαν τη χρήση του Zyklon B στα στρατόπεδα εξόντωσης.

Με τη συνεχή αύξηση του αριθμού των πτωμάτων οι Ναζί χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που προέκυπταν από τη νέα αυτή κατάσταση. Οι ομαδικοί τάφοι σε ανοιχτό χώρο ήταν δυσλειτουργικοί (προκαλούσαν δυσοσμία, υπήρχαν κίνδυνοι μετάδοσης λοιμώξεων, μόλυνσης του νερού από το υπέδαφος), επίσης, η καύση σε λάκκους κρίθηκε χρονοβόρα. Το πρόβλημα επιλύθηκε με την κατασκευή των κρεματορίων για την άμεση αποτέφρωση των νεκρών. Η λύση ήταν ιδιοφυής, δεν δημιουργούσε οικολογικά προβλήματα και εγγυόταν τη μυστικότητα που οι Ναζί ήθελαν να διατηρήσουν. Από τα μέσα Μαρτίου έως τις αρχές Απριλίου του 1943 τρεις θάλαμοι αερίων και αντίστοιχα τρία κρεματόρια είχαν ξεκινήσει τη λειτουργία τους στο Άουσβιτς (το στρατόπεδο που θα χαρακτηριστεί μεταπολεμικά από την ιστορία ως σύμβολο του Ολοκαυτώματος), αυξάνοντας εντυπωσιακά την «παραγωγή» θανάτου και την αποκομιδή πτωμάτων. Μέχρι τον Ιούνιο είχε προστεθεί μία ακόμη μονάδα θαλάμου αερίων / κρεματορίου στο Άουσβιτς. Και οι τέσσερις μονάδες θανάτου μαζί εξόντωναν ημερησίως 4.756 πτώματα που γρήγορα μετατρέπονταν σε στάχτη. Το καλοκαίρι του 1944 λειτουργούσαν έξι πλήρεις μονάδες θαλάμων / κρεματορίων, η ημερήσια καταστροφή πτωμάτων ξεπερνούσε τις 9.000, τα κρεματόρια δεν επαρκούσαν και η καύση επεκτάθηκε σε λάκκους στον υπαίθριο χώρο του στρατοπέδου.

Η λειτουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης και εξόντωσης ήταν σε όλα τα επίπεδα οργανωμένη. Οι εκτοπισμένοι έφταναν με τρένα και ακολουθούσαν, με τάξη και ταχύτητα, τη διαδικασία διαλογής. Οι επιλεγμένοι για το θάνατο (ηλικιωμένοι, άρρωστοι, παιδιά), έφταναν στους θαλάμους αερίων σε τρεις ώρες από την άφιξή τους. Οι νεώτεροι θα προσέφεραν εργασία σε καταναγκαστικά έργα και εργοστάσια μέχρι το θάνατό τους, είτε από κακουχίες είτε στους θαλάμους αερίων -όταν πια θα κρίνονταν αδύναμοι για εργασία και θα αντικαθίσταντο από τους νεοαφιχθέντες.

Με την άφιξή τους στα στρατόπεδα οι Εβραίοι σφραγίζονταν ανεξίτηλα μ΄ έναν αριθμό στο βραχίονα που θα αποτελούσε πλέον το όνομά τους. Με ξυρισμένα κεφάλια, με την μπλε-γκρι ριγωτή στολή, με το κίτρινο αστέρι του Δαυίδ στο πέτο ως διακριτικό, στοιβάζονταν σε πέτρινες παράγκες, με ξύλινους πάγκους-κρεβάτια. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινούσαν μια νέα «ζωή», μακριά από τα μάτια του υπόλοιπου κόσμου, για την απανθρωπιά της οποίας η ανθρωπότητα θα μάθαινε μετά τη λήξη του Πολέμου. Με την εισαγωγή τους στα στρατόπεδα, οι όμηροι ουσιαστικά ξεκινούσαν μια πορεία προς το θάνατο, στη διάρκεια της οποίας θα εργάζονταν από τις 5 πρωί σε λατομεία, εργοτάξια, σιδηροδρομικές γραμμές, δημόσια έργα, με μόνη τροφή μια σούπα από πατάτες.

Οι Ναζί τίποτα δεν άφηναν στην τύχη και τίποτα ανεκμετάλλευτο: τα προσωπικά αντικείμενα των ομήρων ταξινομούνταν και διοχετεύονταν κατά είδος σύμφωνα με τις ανάγκες των Γερμανών: χρυσά δόντια και τιμαλφή, μεταλλικά αντικείμενα (σκελετοί γυαλιών, ξυραφάκια) που λιώνονταν, ρουχισμός, μαλλιά των ξυρισμένων κεφαλιών που χρησιμοποιούνταν στη νηματουργία, η ίδια η στάχτη των πτωμάτων που γινόταν λίπασμα και το λίπος πρώτη ύλη για σαπούνι κ.ά.

Τα στρατόπεδα θεωρούνταν πλέον «τμήμα της εθνικής οικονομίας του Ράιχ». Η βαρειά βιομηχανία εκδήλωσε μεγάλο ενδιαφέρον για τους ομήρους των στρατοπέδων, που αποτελούσαν ένα αδιάκοπα ανανεούμενο, φτηνό και αναλώσιμο εργατικό δυναμικό.

Οι όμηροι γίνονταν εργάτες αλλά και ανθρώπινα πειραματόζωα για την επιστημονική ιατρική έρευνα και τη φαρμακοβιομηχανία. (Γνωστά είναι τα ιατρικά πειράματα σε δίδυμα αδέλφια, οι χειρουργικές επεμβάσεις στείρωσης των γυναικών και ευνουχισμού των ανδρών). Οι ανείπωτες κακουχίες στα στρατόπεδα και τα καταναγκαστικά έργα ήταν επίσης προγραμματισμένο τμήμα του σχεδίου εξόντωσης. Οι ακατάλληλοι για εργασία θανατώνονταν στην επόμενη διαδικασία διαλογής (Selektion) και νέοι θα έπαιρναν τη θέση τους.

Οι θάλαμοι αερίων και τα κρεματόρια λειτουργούσαν εντατικά μέχρι το τέλος Νοεμβρίου του 1944. Αμέσως μετά, οι ίδιοι οι Γερμανοί διέταξαν την καταστροφή των κρεματορίων σε μία προσπάθεια να εξαφανίσουν κάθε ίχνος και αποδεικτικό στοιχείο του μεγέθους του εγκλήματός τους. Για τον ίδιο λόγο οι Γερμανοί εκκένωσαν τα στρατόπεδα, καθώς οι Σύμμαχοι (απόβαση στη Νορμανδία 6 Ιουνίου 1944) και οι Σοβιετικοί (από τα ανατολικά) προχωρούσαν. Οι σκελετωμένοι όμηροι, λίγες χιλιάδες επιζήσαντες, υπό την απειλή των όπλων των Ναζί, από το Νοέμβριο του 1944 μέχρι τον Ιανουάριο του 1945, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα στρατόπεδα, πεζοί, σε ατελείωτες πορείες (που οι ιστορικοί αργότερα ονόμασαν «πορείες θανάτου»), μέσα στα χιόνια της πολωνικής υπαίθρου, όπου οι περισσότεροι άφησαν την τελευταία τους πνοή.

Τα στρατόπεδα εξόντωσης (αναφέρονται ενδεικτικά: Μαϊντάνεκ 350.000 νεκροί, Σέλμνο 300.000, Σόμπιμπορ 200.000, Μπέλζεκ 550.000, Τρεμπλίνκα 750.000, Άουσβιτς-Μπιρκενάου 1.500.000), αποτέλεσαν μια μοναδική εγκληματική καινοτομία που ανήκει ολοκληρωτικά στο ναζιστικό καθεστώς και τα διαφοροποιεί από κάθε άλλο ιστορικό προηγούμενο, γράφοντας τη μελανότερη σελίδα της ιστορίας της ανθρωπότητας.


ΜΕΣΑΝΑΤΟΛΙΚΟ – Το άλυτο ζήτημα ενός αιώνα

Ιστορικά δεδομένα: Το κομβικό 1948

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Βρετανία, εξαιτίας των οικονομικών της προβλημάτων, εξέφρασε την πρόθεσή της να αποσυρθεί από την Παλαιστίνη. Το παλαιστινιακό τέθηκε ως ζήτημα στον ΟΗΕ, Ειδική Επιτροπή του οποίου ενέκρινε στις 29 Νοεμβρίου του 1947 ένα σχέδιο διχοτόμησης που παραχωρούσε το 56,47% της Παλαιστίνης σε ένα εβραϊκό κράτος και το 43,53% σε ένα αραβικό κράτος. Οι Εβραίοι αποδέχτηκαν την απόφαση με ενθουσιασμό, ενώ οι Άραβες την απέρριψαν, γιατί τη θεώρησαν πολιτικά μη λειτουργική, νομικά παράνομη και ηθικά απαράδεκτη με τα επιχειρήματα ότι ο ΟΗΕ δεν είναι το αρμόδιο όργανο, για να αποφασίσει για διχοτόμηση μιας περιοχής και ακόμη ότι οι κάτοικοι της Παλαιστίνης ποτέ δε ρωτήθηκαν. Ανήμερα της λήξης της βρετανικής Εντολής στην Παλαιστίνη, στις 14 Μαΐου 1948, οι Εβραίου ανακήρυξαν την ίδρυση ιουδαϊκού κράτους με το όνομα Μεντινάθ Γιζραέλ (Κράτος του Ισραήλ).

Ωστόσο, οι συγκρούσεις επί του πεδίου ανέδειξαν την στρατιωτική υπεροχή του Ισραήλ ως νεοπαγούς κράτους πλέον. Η διεθνής φάση του πολέμου άρχισε στις 15 Μαΐου 1948, την επομένη δηλαδή της ανακήρυξης του κράτους του Ισραήλ, το οποία αντιμετώπισε τη συνδυασμένη επίθεση της Αιγύπτου, του Ιράκ και της Συρίας. Η κοινή αραβική επίθεση αντιμετωπίστηκε από το Ισραήλ, καθώς τα αραβικά κράτη διέθεταν περιορισμένους πόρους και τεχνογνωσία. Ο συνασπισμός του διακατεχόταν επίσης από αντιφατικές επιδιώξεις μεταξύ των μερών του. Το αποτέλεσμα, με τη σύναψη της ανακωχής το Φεβρουάριο του 1949, ήταν η κατοχή, από την πλευρά των Εβραίων, του 78% του Παλαιστινιακού εδάφους. Επιπρόσθετα, το θεμελιώδες γεγονός ήταν η ματαίωση της ίδρυσης ενός Παλαιστινιακού κράτους.

Η απόρριψη της αρχής της ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ εκ μέρους των Αράβων εδραιώθηκε ως πολιτική θέση μη επιδεχόμενης μεταβολής, μετά τη λήξη των πολέμων 1967 και 1973. Όταν η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και ο Αραφάτ αποδέχτηκαν απρόθυμα την αρχή αυτή, είδαν την επιρροή τους να μειώνεται υπέρ της φονταμενταλιστικής Χαμάς. Ωστόσο, οι προσπάθειες ισχυρών και ευφυών ηγετών, όπως ο Γιτζάκ Ράμπιν, να προωθήσουν την ιδέα της συνύπαρξης δύο κρατών, σήμαινε την απώλεια της ζωής των εμπνευστών αυτής της πολιτικής και τη συνέχεια του φαύλου κύκλου της βίας, που τροφοδότησε η τελευταία επίθεση της Χαμάς. 

Η σφαγή της 7ης Οκτωβρίου, αναμφίβολα, έχει διαβρώσει τις πολιτικές επιλογές, οι οποίες τροφοδοτούσαν μια συγκρατημένη αισιοδοξία, ότι δηλαδή η αραβο-ισραηλινή διένεξη θα μπορούσε να απεγκλωβιστεί από το θεμελιώδες εμπόδιο, το λεγόμενο «Παλαιστινιακό». Όταν ξεκίνησε ο σχεδιασμός και κατόπιν η διαπραγμάτευση για τις «Συμφωνίες του Αβραάμ», όλοι οι εμπλεκόμενοι συνέκλιναν σε μια παραδοχή, η οποία στον πυρήνα της ήταν καταδικασμένη στην παραγωγή βιώσιμου συμβιβασμού για την επίλυση του Παλαιστινιακού. Στο πλέον εμβληματικό και επώδυνο παράδειγμα, ο Γιτζάκ Ράμπιν εξελέγη με μια πλατφόρμα προώθησης της ειρηνευτικής διαδικασίας. Υπέγραψε το 1993 τις ιστορικές συμφωνίες του Όσλο με τους Παλαιστίνους και τη Συνθήκη Ειρήνης με την Ιορδανία. Δυστυχώς, το Νοέμβριο του 1995 δολοφονήθηκε από έναν εξτρεμιστή.

Οι Αραβοϊσραηλινοί Πόλεμοι, η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, ο ισραηλινός εποικισμός στα κατεχόμενα από το 1967 εδάφη, η ανάδυση του πολιτικού ισλάμ, οι Συμφωνίες του Όσλο και η κατάρρευσή τους, η σταδιακή εξομάλυνση  των σχέσεων αραβικών κρατών και Ισραήλ, η πρώτη και δεύτερη Ιντιφάντα, η επικράτηση των αντιτιθέμενων στη λογική «γη αντί ειρήνης» στην ισραηλινή πολιτική σκηνή, η ενδοπαλαιστινιακή διαίρεση μεταξύ της κοσμικής Φατάχ και της ισλαμιστικής Χαμάς, είναι μερικοί σταθμοί σε μια αιματηρή διαδοχή.

Αναμφίβολα, η πρόσφατη βάναυση επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ ενεργοποιεί αφενός έναν νέο κύκλο βίας και αφετέρου δημιουργεί αρνητικές παγκόσμιες συνέπειες σε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο. Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και του πολέμου δεν είναι μια απλή κατάσταση που παρακολουθούμε αμέτοχοι. Είναι βαρύτατες προσβολές κατά της ανθρώπινης ζωής και της αξίας του ανθρώπου. Αυτή είναι μια θεμελιώδης υποχρέωση της διεθνούς κοινότητας.


                   Η κοινωνική Ευρώπη στην εποχή του κορωνοϊού

Εφόσον οι πολίτες της Ευρώπης θεωρούν ότι είναι συνιδιοκτήτες ενός κοινού αγαθού που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε τα θεσμικά όργανά της οφείλουν να αποδείξουν στην πράξη ότι επικεντρώνονται μετά την πανδημία στην ανοικοδόμηση της Ευρώπης και θέτουν τα θεμέλια για ένα νέο αύριο, που ενώνει τις κοινωνίες και ενισχύει τη δημοκρατία. Φαίνεται πως η Ευρώπη, μετά τους κλυδωνισμούς, μπορεί να επιστρέψει ισχυρότερη, μέσω συλλογικής δράσης και βαθύτερης αλληλεγγύης από την προηγούμενη κρίση και να αφήσει ανοιχτό τον ορίζοντα της ελπίδας για μια Ευρωπαϊκή Ένωση λιγότερο εθνική, πιο δημοκρατική και πιο αλληλέγγυα.   
Οι αποφάσεις του Eurogroup αναφορικά με τη χρηματοδότηση των κρατών-μελών με 540 δις. ευρώ (για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας) αποτελούν ένα σημαντικό, αλλά ανεπαρκές βήμα για την ανάπτυξη και εφαρμογή μιας κοινωνικής ευρωπαϊκής πολιτικής. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως απαιτείται μια στρατηγική «που θα κάνει ό,τι χρειαστεί», λαμβάνοντας υπόψη πως  τα προβλήματα της υγείας των πολιτών και τα κοινωνικά προβλήματα που έχουν προκύψει είναι στενά συνδεδεμένα με τα οικονομικά θέματα και αποτελούν ένα ενιαίο σύμπλεγμα. Είναι για αυτό επιβεβλημένη μια κοινή προσπάθεια, ώστε να ελεγχθούν οι αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας.
Ο γάλλος φιλόσοφος  Μπερνάρ Ανρί Λεβί σε μια πρόσφατη συνέντευξή του τόνισε πως «ευτυχώς που υπάρχει η Ευρώπη και η τεράστια οικονομική στήριξη που προέρχεται από ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα». Η πρόοδος εξάλλου προς μια κοινωνική Ευρώπη ανήκει στους στόχους της Ένωσης και άρα η υλοποίηση της βελτίωσης των κοινωνικών συνθηκών με την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού είναι μέσα στα προγραμματικά της καθήκοντα. Επιπρόσθετα, η υιοθέτηση του «ευρωπαϊκού πυλώνα των κοινωνικών δικαιωμάτων», θέτει ως στόχους όπως τη βελτίωση της κατάρτισης και της δια βίου μάθησης, την ισότητα των δύο φύλων, την ενεργό στήριξη της απασχόλησης, τη χορήγηση αποδοχών. Ακόμη, η εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς πεδίου διαβίωσης, το υγιεινό και ασφαλές εργασιακό περιβάλλον, η φροντίδα των παιδιών, η στήριξη σε περίπτωση ανεργίας, η υγειονομική περίθαλψη, η χορήγηση σύνταξης σε κάθε ηλικιωμένο άτομο, η φροντίδα των ατόμων με αναπηρία, η πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες για μια κανονική ζωή, αποτελούν δεσμεύσεις για την ευημερία των πολιτών της Ευρώπης.
Η εφαρμογή νέας ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής προϋποθέτει μια γενικότερη αλλαγή προτεραιοτήτων, με έμφαση στην εξασφάλιση περισσότερων πόρων. Ωστόσο, τα κράτη-μέλη, συνήθως, αντιτίθενται στην αύξηση των χρηματοδοτήσεων για κοινωνικές δαπάνες και έτσι το μέλλον της κοινωνικής πολιτικής της Ένωσης διαφαίνεται αβέβαιο. 
Η αντιμετώπιση της κρίσης επαναφέρει τη θεμελιώδη διακήρυξη, αναφορικά με την πραγματοποίηση της υπόσχεσης που δόθηκε κατά την ίδρυση της Ένωσης για να υπάρξει ίση αντιμετώπιση όλων των πολιτών κατά την πρόοδο των συνθηκών ζωής και εργασίας. Η νέα πρόεδρος της Επιτροπής Φον ντερ Λάιεν αναφέρει πως «είναι καιρός να συμβιβάσουμε το κοινωνικό με την αγορά», ώστε η κοινωνική Ευρώπη να γίνει αισθητή πραγματικότητα και να ενισχύσει την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Αναμφίβολα, η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την υπέρβαση της κρίσης αποτελεί πρόταση ιστορικής σημασίας, η οποία φαίνεται πως θα είναι έτοιμη στη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας του Συμβουλίου της Ε.Ε.,το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως υπερεθνικός θεσμός δίνει την κρίσιμη ώρα την απαιτούμενη ώθηση στην ενοποιητική διαδικασία και παραμερίζει τον κίνδυνο αποδιάρθρωσης. Το πρόγραμμα ανάκαμψης των 720 δισ. Ευρώ κινείται περισσότερο στη λογική των επιδοτήσεων και λιγότερο στη λογική των δανείων.
Συνεπώς, η πανδημία του κορωνοϊού επιβεβαιώνει ότι το κεϊνσιανό κράτος και οι δημόσιες πολιτικές παραμένουν το μόνο ασφαλές καταφύγιο της κοινωνίας. Για παράδειγμα, η γερμανική κυβέρνηση αναλαμβάνει το ρόλο του εγγυητή ρευστότητας έσχατης καταφυγής σε σχέση με τις επιχειρήσεις της, προκειμένου να αποτρέψει τη μετεξέλιξη της βραχυπρόθεσμα μειωμένης ζήτησης σε μακροχρόνια ύφεση και χρηματοπιστωτική κρίση. Ωστόσο, οι ήδη ασκούμενες πολιτικές δημοσιονομικής επέκτασης σε εθνικό επίπεδο, χωρίς συντονισμένη δημοσιονομική επέκταση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα συμβάλλουν στην ενίσχυση των ανισορροπιών εντός της ευρωζώνης. Εάν οι οικονομίες των χωρών του Νότου οδηγηθούν σε χρεοκοπία, οι συνέπειες θα είναι δυσβάστακτες για τις χώρες του Βορρά, τόσο λόγω των ζημιών που θα υποστεί το χαρτοφυλάκιό τους (ομόλογα, επενδύσεις, τραπεζικές οφειλές κ.λπ.), όσο και διότι θα χάσουν την πιο ισχυρή πηγή ζήτησης για τις εκροές των οικονομιών τους. Επομένως, η αντιμετώπιση της κρίσης για το καλό όλων απαιτεί διεθνή συνεργασία, συντονισμό και αλληλεγγύη.
Συνεπώς, εφόσον θεωρούμε πως οι συμμετρικές κρίσεις χρειάζονται συμμετρικές απαντήσεις, τότε η έκδοση ευρωομολόγου, χωρίς τις μνημονιακές αιρεσιμότητες του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας,  φαίνεται πως μπορεί να αποτρέψει τη διεύρυνση των δημοσιονομικών ανισορροπιών Βορρά- Νότου και να ενισχύσει τη δημοσιονομική εμβάθυνση και τη σταθερότητα της ευρωζώνης. 
Η σημερινή κρίση αποδεικνύεται πολιτικά κρισιμότερη, γιατί πλήττει δυσανάλογα και μεγάλες οικονομίες, όπως η ιταλική, η ισπανική και η γαλλική. Φαίνεται πως η Ε.Ε. για ένα χρονικό διάστημα θα είναι φτωχότερη, επιρρεπής στην Κίρκη του λαϊκισμού και της υπονόμευσης των αξιών της. Οφείλουμε να συστρατευτούμε για να διατηρήσουμε την ασφάλεια, την ειρήνη, τη φιλελεύθερη δημοκρατία, το κοινωνικό κράτος και ό,τι κληρονομήσαμε από τη γενιά του Β'.Π.Πολέμου. 
Συνεπώς, η συντονισμένη δράση είναι η μόνη επιλογή σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Η παγκοσμιοποίηση χρειάζεται θεσμική και κανονιστική εμπλαισίωση και την ανάλογη πολιτική ηγεσία. Απαιτείται δημιουργική σκέψη και ευελιξία ενεργειών από την πλευρά των ηγεσιών, προκειμένου να δοθεί στους ευρωπαίους πολίτες μια αίσθηση εμπιστοσύνης και ικανοποίησης. Είναι ανάγκη τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. να επενδύσουν στην αποτροπή της αποδιάρθρωσης του κοινωνικού και πολιτικού ιστού, προκειμένου να περιθωριοποιήσουν τις αντιευρωπαϊκές και πολιτικά ακραίες φωνές που έχουν καλλιεργηθεί τα τελευταία είκοσι χρόνια και αποτελούν απειλή για μια νέα καθολική αποδιάρθρωση πανευρωπαϊκής κλίμακας.
Είναι γεγονός πως η πανδημία του COVID-19 επέφερε σημαντική διάρρηξη της εφοδιαστικής αλυσίδας και κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου. Ωστόσο, η απόφαση αφενός του Ομοσπονδιακού Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, η οποία αμφισβητεί, ουσιαστικά, τη νομιμότητα του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και αφετέρου η άρνηση των ''Βορείων'' να συναινέσουν στην έκδοση κάποιας μορφής "ευρωομολόγου'', προκαλούν κατακόρυφη άνοδο του ευρωσκεπτικισμού, κυρίως, σε χώρες του Νότου. Όμως, η πολυδιάστατη κρίση της πανδημίας καθιστά ορισμένες χώρες της Ε.Ε. περισσότερο ευάλωτες, οι οποίες, δυστυχώς, εξακολουθούν να επιβαρύνονται με προβλήματα της προηγούμενης κρίσης και διαθέτουν συγκριτικά μικρότερη δημοσιονομική ευελιξία, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση που έπεται. 
Αναμφίβολα, η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ένα Ταμείο Οικονομικής Ανάπτυξης, ύψους 750 δισ. Ευρώ, δημιουργεί βάσιμες ελπίδες για μια ουσιαστική αντιμετώπιση της κρίσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι φανερό πως η στάση και οι πρωτοβουλίες της Γερμανίας, κυρίως, αλλά και της Γαλλίας (Μέρκελ και Μακρόν- η μεταρρυθμιστική πρότασή του είναι διακηρυγμένη από καιρό), αποτελούν απάντηση στο δομικό πρόβλημα της ένωσης, το οποίο έγκειται στην απουσία κοινών δημοσιονομικών μηχανισμών και στη δημιουργία ασύμμετρων αποτελεσμάτων σε συμμετρικά εξωτερικά σοκ, τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ενός κατακερματισμένου ευρωπαϊκού οικονομικού πεδίου τα επόμενα χρόνια. 
Στο πλαίσιο αυτό, η δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Υπουργείου Ανάπτυξης, το οποίο θα εποπτεύει τις δράσεις του Ταμείου Ανασυγκρότησης σε κάθε κράτος, θα μπορούσε να διασφαλίσει τη μετάβαση στη νέα βιομηχανική επανάσταση και στην περιβαλλοντική οικονομία του 21ου αιώνα και με στόχο την ενίσχυση της εργασίας, όπως απαιτεί το μέλλον. 
Φαίνεται, όπως έχει αποδειχθεί αρκετές φορές και στο παρελθόν, η Ε.Ε. θα προχωρήσει αναπόφευκτα στην αέναη ενωτική της πορεία, σαν τον ποδηλάτη που πρέπει να κινείται συνεχώς για να μην πέσει, μέσα από συγκρούσεις και συμβιβασμούς και με γνώμονα την ουσιαστική αναζήτηση του περιεχομένου μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής προοδευτικής ταυτότητας.  
Ως Ευρωπαίος πολίτης, αφοσιωμένος στην ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, συνεχίζω να ελπίζω ότι τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. θα πάρουν τα διδάγματά τους και θα αντιδράσουν με μεγαλύτερη τόλμη, προκειμένου να αποτρέψουν ένα φαύλο κύκλο χρεοκοπιών και πτωχεύσεων και κυρίως, να ενισχύσουν  τις προϋποθέσεις για τη διατήρηση της ικανότητάς της να συνδιαμορφώνει την παγκόσμια ατζέντα.  

                           Η κρίση και οι ρωγμές  από την πανδημία του 2020
Η αίσθηση ότι οι κρίσεις στον 21ο αιώνα έπεσαν μαζί, πολλές και βαριές (μια γεωπολιτική, σε συνέχεια του χτυπήματος στους Δίδυμους Πύργους, μια οικονομική, με το κραχ του 2009-2010 και την παρατεταμένη ύφεση και τώρα μια μείζονα υγειονομική που είναι μαζί και γεωπολιτική και οικονομική) είναι παρούσα και επίμονη. Η πυκνότητα, η σοβαρότητα και το αλληλένδετο αυτών των εξελίξεων ασφαλώς κάτι δείχνουν, σε μια στιγμή μάλιστα της ανθρώπινης Ιστορίας που υποτίθεται ότι θα ήταν αφιερωμένη στην πρόοδο, τη συνεργασία και την επιδίωξη πιο μοιρασμένης ευημερίας.
 Η πανδημία του 2020 βρήκε τον κόσμο σε ρήξη με τη φύση, εύθραυστο, ανασφαλή και χωρίς σθεναρούς ηγέτες. Αναμφίβολα, οι ρωγμές είναι πιο εμφανείς και πιο καθοριστικές από τους συνεκτικούς ιστούς. Φαίνεται πως η πανδημία ήρθε για να κλονίσει τα θεμέλια ενός κόσμου, που βρίσκεται χωρίς πυξίδα ιδεών και αξιών και ως μεγεθυντικός φακός να αναδείξει τις σάπιες κλωστές του και να σχετικοποιείσει τα επιτεύγμά του. Με μια παγκόσμια οικονομία που μπήκε ήδη σε μια βαθιά και άγνωστης διάρκειας ύφεση, με τον κοινωνικό αόρατο φόβο να ενσταλάζεται δίπλα στην πολιτική και γεωπολιτική αστάθεια, με τη δημοκρατία να υποχωρεί κι άλλο μπροστά στο προσωρινό «δίκαιο της ανάγκης», που κάποιοι θα επιχειρήσουν να μετατρέψουν σε μόνιμο «δίκαιο της ισχύος», είναι φανερό ότι δεν αρκεί να κάνουμε υπομονή για να επανέλθουμε στην πρότερη κατάσταση.
 Επιπρόσθετα, οι ειδικοί εκτιμούν  πως στην παρούσα κρίση χάθηκε κρίσιμος χρόνος, που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για ένα πρόγραμμα ελέγχου και περιορισμού της πανδημίας και ουσιαστικά εξανεμίστηκε στον κατάλληλο χωροχρόνο η ευκαιρία για διεθνή συνεργασία. Η ανθρωπότητα δεν θα πετύχει να νικήσει την πανδημία χωρίς κάποιο βαθμό διεθνούς συνεργασίας. Αυτό απαιτεί ανταλλαγή πληροφοριών, ανάπτυξη και παραγωγή θεραπειών και εμβολίων, προετοιμασία, κατασκευή και διανομή ιατρικών προμηθειών και εξοπλισμού.
 Η έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας, λόγω των έντονων διαφωνιών σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο παγκοσμίως, γιγαντώνει το πρόβλημα. Κατά συνέπεια, μόνο εάν ορίσουμε το εθνικό μας συμφέρον με ευρύτερα κριτήρια, θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους.  Αυτή η κρίση απαιτεί άλλης ποιότητας εθνική και παγκόσμια διακυβέρνηση, άλλη ισορροπία οικονομίας – ανθρώπου – περιβάλλοντος, άλλα εργαλεία ανάπτυξης, άλλη σχέση δημόσιου – ιδιωτικού, άλλες αποφάσεις και σταθμίσεις. Είναι ανάγκη να επανασχεδιάσουμε τα κανάλια της παγκοσμιοποίησης, τα συστήματα υγείας, τον ρόλο της έρευνας και της πρόληψης, τους τρόπους στήριξης της παραγωγικότητας, τη φύση και τις συνθήκες εργασίας, τη λειτουργία των υπερεθνικών μηχανισμών, τη σχέση αυταρχισμού και εξουσίας.
 Η πανδημία δημιουργεί συνθήκες συστημικής αβεβαιότητας και δοκιμάζει τα πολιτικά συστήματα, τη συνοχή των κοινωνιών, τη Δημοκρατία και τους ηγέτες.  Ωστόσο, αναδεικνύεται η υπεροχή της Δημοκρατίας μέσα από τον καθημερινό αγώνα της επιστήμης, της ανθρωπιάς και της αυτοσυνειδησίας και γίνεται φανερή η αντίθεση του επικίνδυνου ηγέτη που χαρακτηρίζεται από ανικανότητα και απανθρωπιά. Οι εχθροί της ανοιχτής κοινωνίας παίρνουν νέα ώθηση συγκεντρώνοντας εξουσίες, φαλκιδεύοντας ανεξάρτητους θεσμούς, όπως ο τύπος και η δικαιοσύνη και έτσι μετατρέπουν υποκείμενες αδυναμίες σε σπείρες ανεξέλεγκτης περιδίνησης.
 Από την άλλη πλευρά, όμως, η κρίση φαίνεται να απελευθερώνει αντανακλαστικά αυτοπροστασίας και να κινητοποιεί δράσεις συλλογικής χειραφέτησης που ποτέ δεν υποψιαζόμασταν. Το σημαντικό δίδαγμα που παίρνει ο κόσμος από αυτή την πανδημία αφορά αναμφίβολα το κοινό μας μέλλον. Τα παγκόσμια προβλήματα απαιτούν παγκόσμιες λύσεις, είτε αφορούν το ενδημικό πρόβλημα της παγκόσμιας φτώχειας και της έλλειψης τροφίμων, είτε την αυξανόμενη πρόκληση της κλιματικής αλλαγής. Η ανθρωπότητα, εξάλλου, δεν συνδέεται μόνο με κοινές αξίες και κοινωνικούς δεσμούς, αλλά συνδεόμαστε και βιολογικά μέσα από ένα δίκτυο μικροβίων με στενή εξάρτηση της υγείας του ενός με την υγεία των υπολοίπων. Συνεπώς, αντίστοιχη πρέπει να είναι και η απάντησή μας.
Αναφορικά με τη χώρα μας είναι σημαντικό να υπάρξει μια έντιμη πολιτική συμφωνία ότι δηλαδή δεν παίζουμε με τον ζωτικό πυρήνα του κράτους και με τη συνειδητοποίηση όλου του πολιτικού συστήματος, πως το ρουσφέτι το πληρώνεις ακριβά την ώρα της κρίσης. Φαίνεται πως μπορούμε ως λαός να πετύχουμε σημαντικά πράγματα, αρκεί να μας εμπνέει η ηγεσία, να υπάρχουν καθαροί κανόνες για όλους και να ηγούνται οι καλύτεροι σε κρίσιμους τομείς.
Επιπρόσθετα, οι κρίσεις δρουν ως ιστορικοί επιταχυντές, καθιστώντας το μέλλον, παρόν.
Τις τελευταίες εβδομάδες, πολλαπλά νέα ψηφιακά εργαλεία αναπτύχθηκαν και προσφέρθηκαν στους πολίτες της χώρας, όπως νέες ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες, ψηφιακή λειτουργία της κυβέρνησης, τηλεργασία, τηλεκπαίδευση, άυλη συνταγογράφηση. Όλες αυτές οι αλλαγές οφείλονται στη σκληρή προσπάθεια και εργασία υπαλλήλων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, της ερευνητικής κοινότητας και των νεοφυών επιχειρήσεων πληροφορικής που εργάζονται με πίστη, ενθουσιασμό και σχέδιο. Ο χρόνος που εξοικονομούν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις από τα νέα αυτά εργαλεία μεταφράζεται σε χρήματα που δεν δαπανούν αλλά και σε χρήματα που κερδίζουν, καθώς τον ίδιο χρόνο μπορούν να τον αφιερώσουν σε παραγωγικές δραστηριότητες. Ωστόσο, κάθε τεχνολογική επιλογή έχει και δεδομένες πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Επιπρόσθετα, τα νέα τεχνολογικά εργαλεία φαίνεται να ενισχύουν την εμπιστοσύνη και την πεποίθηση των πολιτών, αναφορικά με την αποτελεσματικότητα του κράτους σε καθεστώς μεγάλης κρίσης.
Επιπρόσθετα, η αξιοποίηση του ευρωπαϊκού προγράμματος απασχόλησης SURE, των αναπτυξιακών νόμων και των χρηματοδοτικών προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Αναπτύξεως και ακόμη η ενίσχυση της υγιούς επιχειρηματικότητας και της κοινωνικής συνοχής, δημιουργούν για τη χώρα τις προϋποθέσεις για ένα νέο μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης. 
Ωστόσο, η επιστροφή στην κανονικότητα διαρκώς αναβάλλεται. Οδεύουμε στο τέλος του χειμώνα 2021 και αρκετοί κλάδοι στο χώρο των υπηρεσιών κρατούνται σε μόνιμη υπολειτουργία ή και πλήρη καταστολή και η ύφεση συνεχίζεται ακάθεκτη με μια σειρά από δυσβάστακτες συνέπειες. Προφανές αποτέλεσμα, η διόγκωση του δημόσιου χρέους, το οποίο στην Ευρωζώνη έφτασε το 100% του ΑΕΠ και στην Ελλάδα ξεπέρασε το 200% και έχει δυναμική για ακόμα ψηλότερα. Επιπρόσθετα, τόσο η Ελλάδα όσο και όλες σχεδόν οι χώρες της Ευρωζώνης, έχουν και ένα βουνό ιδιωτικού χρέους να αντιμετωπίσουν τα επόμενα χρόνια (μέσος όρος 152% του ΑΕΠ). Είναι φανερό, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις πολλών κορυφαίων οικονομολόγων, πως το επόμενο χρονικό διάστημα  θα ενταθούν οι πιέσεις να διατεθούν όλο και περισσότερα κεφάλια του Ταμείου Ανάκαμψης σε αποζημιώσεις και ενισχύσεις. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα οι μεν επιχειρήσεις να ξεπληρώσουν μέρος από τα χρέη τους, το δε κράτος να μαζέψει έσοδα για να πληρώσει και αυτό το χρέος του προς τους πιστωτές και ιδιώτες. Μεταξύ αυτών θα είναι και η Ε.Κ.Τ. που σήμερα διακρατεί μεγάλα ποσά ομολόγων από τις επαναγορές των προηγουμένων ετών με το πρόγραμμα πιστωτικής χαλάρωσης. Σύμφωνα με την άποψη του κ. Ν. Χριστοδουλάκη (πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο), εάν αφεθεί αυτό να συμβεί, τα περισσότερα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης θα επιστέψουν στην Ε.Κ.Τ., αντί να πάνε για παραγωγικές επενδύσεις για να στηρίξουν τον μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής οικονομίας και κάθε κράτους χωριστά. Επειδή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει στην κατοχή της άνω του 20% των κρατικών ομολόγων των χωρών της Ευρωζώνης, θα μπορούσε πάραυτα να τα μετατρέψει σε διηνεκή ομόλογα μηδενικού επιτοκίου και έτσι ο ισολογισμός της δεν θα υποστεί καμία απολύτως ονομαστική ζημιά. 
Καθώς η αφειδώς δημιουργούμενη από την Ε.Κ.Τ. νέα νομισματική κυκλοφορία πραγματοποιείται μέσω της αγοράς ομολόγων, αυτή δεν εισέρχεται κατ'ευθείαν στο οικονομικό κύκλωμα, αλλά διοχετεύεται κατ'αρχάς στον χρηματιστικό τομέα. Σύμφωνα με τον κ. Κ. Γάτσιο (καθηγητής, πρώην πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημιού Αθηνών), αυτή η πρακτική σε αντίθεση με την '' καθαρή νομισματοποίηση'', διογκώνει αφύσικα τις χρηματιστηριακές τιμές, κάνει τους πλούσιους εισοδηματίες πλουσιότερους (παρά το ότι δεν παράγουν κάτι), δημιουργεί πληθωρισμό στην αγορά ακινήτων και διαστέφει τον μηχανισμό κινήτρων που στηρίζουν τη λειτουργία της οικονομίας, εθίζοντας επιχειρήσεις και ιδιώτες στο "εύκολο χρήμα'' των μηδενικών επιτοκίων. Παράλληλα, αυξάνει το χρέος ήδη υπερχρεωμένων χωρών μετακυλώντας το πρόβλημά τους σε μεταγενέστερες χρονικά περιόδους στις οποίες, πιθανότατα, η ανακύκλωση του χρέους δεν θα είναι εφικτή λόγω πληθωρισμού και υψηλών επιτοκίων. Είναι βέβαιο πως το χρέος που επισωρεύεται χωρίς να μπορεί να μπορεί να δημιουργήσει ροή εισοδήματος για την αποπληρωμή του θα φέρει, κάποια στιγμή την Ευρωζώνη μπροστά στο πρόβλημα που αντιμετώπισε με την Ελλάδα το 2010 και για να το ξεπεράσει θα χρειαστεί πιο ευφάνταστες και ριζοσπαστικές λύσεις. Όμως η πανδημία μέσα από την καταστροφική επέλασή της δημιουργεί νέες ευκαιρίες και φαίνεται πως οι πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία είναι μία από αυτές. Η τοποθέτηση του Μάριο Ντράγκι στο τιμόνι της γειτονικής χώρας (ως πρόεδρος της ΕΚΤ με το γνωστό ''whatever it takes'' έσωσε το ευρώ), μπορεί να αποτελέσει τον καταλύτη της επιτάχυνσης αποφάσεων προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης ενοποίησης χωρίς αποκλεισμούς. Είναι φανερό πως η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Απρίλιο του 2020 ήταν ιστορική, λαμβάνοντας υπόψη ότι είχαμε έγκριση πακέτων 540 δισ. ευρώ για τη στήριξη των ευρωπαϊκών οικονομιών, όπως και η δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 390 δισ. ευρώ σε μεταβιβαστικές πληρωμές και 360 δισ. σε δανειοδοτήσεις. Η Ελλάδα θα λάβει περίπου 70 δισ. εκ των οποίων 38 δισ. από τον MFF (Multiannual Financial Framework) και 32 δισ. από το NGEU (Next Generation EU).
Εθνικό ζητούμενο και η μεγαλύτερη ίσως πρόκληση είναι η εξασφάλιση, αφενός δημοσιονομικής σταθερότητας και αφετέρου, βιωσιμότητας του χρέους. Ωστόσο, καμιά φιλόδοξη οικονομική πολιτική δεν μπορεί να θεμελιωθεί στα ερείπια ενός διαρρηγμένου κοινωνικού ιστού. Το νέο πρότυπο είναι σημαντικό να βασίζεται στην ποιοτική εξωστρέφεια, στην ανταγωνιστικότητα προϊόντων και υπηρεσιών με υψηλή προστιθέμενη αξία. Οι επιταχυνές αυτής της νέου τύπου ανάπτυξης θα είναι τα διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα με επιλογές κλάδων από τον αγροδιατροφικό τομέα, ''premium'' καταναλωτικά προϊόντα τοπικής προέλευσης, προϊόντα και υπηρεσίες προηγμένης τεχνολογικής καινοτομίας και διαφοροποίησης, με ισχυρό ψηφιακό αποτύπωμα, ικανά να αναμετρηθούν με άλλα αντίστοιχα ανταγωνιστικά τους στις ξένες αγορές. Μόνο αυτή η διέξοδος θα ανοίξει νέες αγορές, θα δημιουργήσει ευκαιρίες έξυπνης επιχειρηματικότητας και θα προσφέρει πλούτο στην οικονομία και  ευημερία στην κοινωνία. Αναμφίβολα, ένα σημαντικό κεφάλαιο στη νέα εποχή αποτελεί και η τεχνητή νοημοσύνη που αναμένεται να φέρει βασικές αλλαγές τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Ιδιαίτερα στο δημόσιο τομέα θα προκαλέσει επαναστατικές αλλαγές ως προς τη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών και την οριστική απάλειψη χρονοβόρων εργασιών.
Ένα νέο πρότυπο οικονομίας αρχίζει πλέον να ανατέλλει, φέρνοντας επαναστατικές αλλαγές στην οικονομική προσέγγιση, ανατρέποντας οικονομικά μοντέλα αιώνων. Για παράδειγμα, πηγές της υπεραξίας, της προστιθέμενης αξίας στο παραγόμενο προϊόν δεν θεωρείται πλέον η διαδικασία και η χρονική διάρκεια παραγωγής, ούτε και η συμμετοχή των συντελεστών παραγωγής, έστω και αν αυτοί λειτούργησαν με όρους αυξημένης παραγωγικότητας. Το άυλο στοιχείο, το ευφυές, το δημιουργικό (επινόηση ενός αλγορίθμου, ενός νέου λογισμικού, μιας έξυπνης εφαρμογής κ.ά.) ''παίρνει'' τώρα τη θέση της προστιθέμενης αξίας που αντανακλά στο κόστος του προϊόντος. Δηλαδή με τη χρήση αυτοματοποιημένων μεθόδων και της ρομποτικής, κάθε επαναλαμβανόμενη παραγωγή (εκτός της πρώτης φοράς) θα κοστίζει λιγότερο. Επίσης, η αξία μιας χρήσιμης πληροφορίας αξίζει πολύ περισσότερο αν αυτή η πληροφορία θα οδηγήσει στον σχεδιασμό π.χ. τεχνολογικού προϊόντος με ιδιαίτερα αναταγωνιστικά χαρακτηριστικά που το καθιστούν μοναδικό και με δεδομένο ότι σήμερα περισσότεροι έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε αυτήν. Ωστόσο, το προνόμιο της επεξεργασίας αυτής της πληροφορίας για άντληση χρήσιμων στοιχείων που θα βοηθήσουν στον σχεδιασμό ενός προϊόντος ή υπηρεσίας, ανήκει σε αυτούς που διαθέτουν εξειδικευμένη γνώση και προωθημένη τεχνοκρατική αντίληψη. Συνεπώς, ο εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης και η συνεργασία μεταξύ των πανεπιστημίων και των καινοτόμων επιχειρήσεων νέας γενιάς αποτελεί βασική προϋπόθεση στην ανάπτυξη της χώρας. Καθώς φέτος γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821, έχουμε μια μοναδική ευκαιρία να αποτελέσουμε μέρος της ομάδας κρατών που πρωτοπορούν στη νέα ψηφιακή οικονομία. 
Αναμφίβολα, η προσαρμογή της Ελλάδας στη σύγχρονη εποχή, μέσω της αξιοποίηση των πραγματικών δυνατοτήτων της, παρέχει ευκαιρίες βελτίωσης της κοινωνικής πολιτικής της. Βασική προύπόθεση, όμως, αποτελεί η εξασφάλιση πολιτικών και κοινωνικών συναινέσεων, η οποία αποτυπώνεται στην πράξη μέσω της δημιουργικής συνεργασίας του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και θέτει ως κύριο στόχο μια στρατηγική ανάκαμψης, εναρμονισμένη με τις διεθνείς εξελίξεις και συγχρονισμένης με την κεντρική ευρωπαϊκή πολιτική, όπως αυτή διαγράφεται. 


1. Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ: (Σκέψεις και προβληματισμοί στο πλαίσιο της διαβούλευσης πολιτών για το μέλλον της Ευρώπης)

https://www.slideshare.net/slideshow/embed_code/key/hclzaOQD2FQ5Te


2. Η Ευρώπη, η Ελλάδα και η πολιτική απάντηση σε έναν πολυπολικό κόσμο

https://www.slideshare.net/nkostis/ss-24377426


3. Το νόημα της 28 Οκτωβρίου 1940

https://www.slideshare.net/nkostis/28-1940-8130984

4. Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ και ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ στην Ε.Ε. σε περίοδο ΥΦΕΣΗΣ




5. Ποιοτική έρευνα με θέμα τις βραβευμένες, ευρωπαϊκές συνεργατικές δράσεις eTwinning από σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στην Περιφέρεια της Ηπείρου.


ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η παρούσα ερευνητική εργασία έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των απόψεων και των στάσεων των εκπαιδευτικών που υλοποίησαν βραβευθέντα έργα eTwinning με εθνική και ευρωπαϊκή ετικέτα ποιότητας στην Εκπαιδευτική Περιφέρεια Ηπείρου. Η έρευνα επικεντρώθηκε στην ανάδειξη των καινοτόμων στοιχείων που καθιστούν τα συνεργατικά έργα eTwinning αποτελεσματικά και καταδεικνύουν τα θετικά αποτελέσματα για όλους τους συμμετέχοντες της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Επιπλέον, η εργασία διερευνά το βαθμό βιωσιμότητας και μεταφερσιμότητας των εκπαιδευτικών καινοτομιών στα σχολεία, καθώς και το βαθμό δυσκολίας της επεκτασιμότητας στις εκπαιδευτικές πρακτικές των σχολείων, καθώς διαφαίνεται ο σημαντικός ρόλος των συνεργατικών δράσεων eTwinning στην υποστήριξη σύγχρονων παιδαγωγικών μεθόδων.
Η παρούσα έρευνα επέκτεινε ένα παλαιότερο εννοιολογικό πλαίσιο, που αποτέλεσε τη βάση για την ανάλυση και απεικόνιση των διαστάσεων των συνεργατικών δράσεων. Επιλέχτηκε η μέθοδος της ποιοτικής έρευνας και ως ερευνητικό εργαλείο η συνέντευξη σε βάθος, χρησιμοποιώντας ένα δείγμα δέκα εκπαιδευτικών που συμμετείχαν σε βραβευμένα έργα eTwinning στην Περιφέρεια Ηπείρου.
Τα ερευνητικά δεδομένα προήλθαν από τα προσωπικά βιώματα των εκπαιδευτικών που συμμετείχαν στην έρευνα και ανέδειξαν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των βραβευμένων έργων eTwinning και τους παράγοντες που συμβάλλουν στην επεκτασιμότητα των δράσεων στην εκπαιδευτική πρακτική των σχολείων.


ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ: εκπαιδευτικές καινοτομίες,βραβευμένα ευρωπαϊκά προγράμματα, eTwinning, βιωσιμότητα, μεταφερσιμότητα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η έρευνα βασίζεται στην παραδοχή ότι η μελέτη των βραβευμένων συνεργατικών δράσεων eTwinning μπορεί να αναδείξει παράγοντες που είναι σημαντικοί σε σχέση με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των έργων, καθώς και θέματα βιωσιμότητας και μεταφερσιμότητας των καινοτόμων μεθοδολογιών και πρακτικών σε ένα ευρύτερο εκπαιδευτικό πλαίσιο.
 Η εκπαιδευτική καινοτομία αποτελεί ένα σύνθετο πεδίο δράσης και αφορά κυρίως καινοτόμες παιδαγωγικές προσεγγίσεις και καινοτόμες χρήσεις εκπαιδευτικών ή τεχνολογικών μέσων (Fullan, 2010).
 Σύμφωνα με τον Elisson (2009), η εκπαιδευτική καινοτομία συνιστά κάθε δυναμική αλλαγή που προσθέτει αξία στις πολύπλοκες διεργασίες της εκπαίδευσης και οδηγεί σε μετρήσιμα εκπαιδευτικά αποτελέσματα και διακρίνεται  στη διδακτική καινοτομία (instructional innovation) και στη διοικητική καινοτομία (administrative innovation). Η διδακτική καινοτομία αναφέρεται κυρίως σε νέες μεθοδολογίες και παιδαγωγικές στρατηγικές, στο μετασχηματισμό των προγραμμάτων σπουδών, την αξιολόγηση των μαθητών και ακόμη τη δημιουργική συνεργατικότητα των εκπαιδευτικών. Από την άλλη πλευρά, η διοικητική καινοτομία αφορά το μετασχηματισμό των οργανωτικών μοντέλων και των διοικητικών δομών του σχολείου, την επαγγελματική ανάπτυξη και εκπαίδευση των εκπαιδευτικών και ακόμη θέματα δομών παροχής κινήτρων και πολιτικών εργασίας.
Οι Coburn (2003) και KirklandSutch (2009) έδωσαν έμφαση στην ανάγκη μια εκπαιδευτική μια καινοτομία να διαδοθεί ευρύτερα. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούνται απαραίτητες δύο θεμελιώδεις ιδιότητες: α) βιωσιμότητα (sustainability) που αφορά τη δυνατότητα των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων να διατηρήσουν μια εκπαιδευτική καινοτομία σε βάθος χρόνου και β) μεταφερσιμότητα (transferability) που αναφέρεται στη δυνατότητα εφαρμογής και αξιοποίησης μιας καινοτομίας από διαφορετικούς εκπαιδευτικούς και σε διαφορετικά εκπαιδευτικά πλαίσια ή συνθήκες.
Τα καινοτόμα εκπαιδευτικά προγράμματα μπορεί να παρουσιάζουν μια αναδόμηση του Αναλυτικού Προγράμματος και να μετασχηματίζουν σε ένα βαθμό το κρυφό Αναλυτικό Πρόγραμμα, ωστόσο για να είναι αποτελεσματικά, σε σχέση με την επεκτασιμότητα (scalability), (Coburn, 2003) αυτών των προγραμμάτων στις εκπαιδευτικές μονάδες, είναι ανάγκη να μετασχηματιστεί η κουλτούρα του σχολείου Hargreaves (2003). Η έννοια της επεκτασιμότητας (scalability) των εκπαιδευτικών καινοτομιών αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα στην επιτυχημένη εφαρμογή τους, γιατί σύμφωνα με την Coburn (2003) συναρτάται από τις  αλληλοεξαρτώμενες έννοιες της έκτασης, της διάχυσης και της μετατόπισης
Η έκταση αναφέρεται σε σημαντικές αλλαγές των μαθησιακών και διδακτικών πρακτικών στην τάξη αλλά και γενικότερα στην αλλαγή των αντιλήψεων των εκπαιδευτικών και των παιδαγωγικών αρχών που εκδηλώνονται στους κύκλους της εκπαιδευτικής κοινότητας και θέτουν ζητήματα κατανόησης και πειθούς αναφορικά με την αναγκαιότητα και τη σημασία αυτών των προγραμμάτων, ώστε να διαχειριστούν κατάλληλα και αποτελεσματικά τις νέες, δομικού χαρακτήρα αλλαγές.
Η διάχυση αναφέρεται στη διάχυση της καινοτομίας σε μεγάλο αριθμό μαθητών, εκπαιδευτικών, σχολείων ή άλλων ενδιαφερόμενων (π.χ. διευθυντές σχολικών μονάδων, σχολικοί σύμβουλοι, διευθυντές εκπαίδευσης κ.λπ.).
Η έννοια της μετατόπισης αναφέρεται στη μεταφορά της γνώσης και της κυριότητας μιας εκπαιδευτικής καινοτομίας από εξωτερικούς παράγοντες στη σχολική μονάδα. Πρόκειται για τις εσωτερικές διαδικασίες που επιτρέπουν στους μαθητές, στους εκπαιδευτικούς και στα σχολεία να κατανοήσουν, να εμβαθύνουν, να υιοθετήσουν και να εφαρμόζουν συστηματικά μια καινοτόμο πρακτική σε παιδαγωγικό, τεχνολογικό και οργανωτικό επίπεδο.
Στο ταχύτατα μεταβαλλόμενο πλαίσιο, που χαρακτηρίζει τη σημερινή εποχή, η βιωσιμότητα της εκπαιδευτικής καινοτομίας και η μεταφερσιμότητα των καινοτόμων εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε ένα ευρύτερο εκπαιδευτικό πλαίσιο αποτελούν κορυφαία προτεραιότητα για τα εκπαιδευτικά συστήματα στην Ευρώπη και σε όλον τον κόσμο (European Commisssion, 2010 ; Fullan, 2010).
Το ενδιαφέρον των ερευνητών τα τελευταία χρόνια έχει κατευθυνθεί προς τα καινοτόμα προγράμματα αδελφοποίησης, κινητικότητας και σχολικών συμπράξεων και ειδικότερα στις επιδράσεις αυτών των προγραμμάτων στους εκπαιδευτικούς, στους μαθητές και στα εμπλεκόμενα σχολεία (KearneyGras-Velazqez, 2015).
Επιπρόσθετα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης οι νέες πολιτικές, οικονομικές, πολιτισμικές και κοινωνικές συνθήκες οδηγούν το παλιό δασκαλοκεντρικό σχολείο στη βελτίωση επιτυχημένων παραδοσιακών πρακτικών και στην ανάδειξη νέων παιδαγωγικών προσεγγίσεων, νέων εκπαιδευτικών μέσων και περιβαλλόντων, νέων αντικειμένων, καινοτόμων εκπαιδευτικών εμπειριών, προσαρμοσμένων στη σημερινή πραγματικότητα του 21ου αιώνα και κυρίως στις πραγματικές ανάγκες των μαθητών (Fullan, 2013c).
Ειδικότερα, το eTwinning αποτελεί ένα θεσμοθετημένο συνεργατικό δίκτυο όπου η εκπαιδευτική κοινότητα συνεργάζεται εξ αποστάσεως «σύγχρονα» και «ασύγχρονα» με την αξιοποίηση της διαδικτυακής τεχνολογίας για την διενέργεια ενός κοινού έργου με χαρακτηριστικά σχεδίου εργασίας (project) (Crawley et al., 2010).
Σύμφωνα με την άποψη του Ευρωπαίου Επιτρόπου για την εκπαίδευση, τον πολιτισμό, τη νεολαία και τον αθλητισμό, Tibor Navracsics (Cassells et al., 2016) το καινοτόμο πρόγραμμα eTwinning ενισχύει το πνεύμα της Διακήρυξης του Παρισιού που υιοθετήθηκε από τους Υπουργούς Παιδείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης το Μάρτιο του 2015, με τη δέσμευση να προαχθεί η ποικιλότητα του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, η εκπαίδευση χωρίς ανισότητες, η κριτική σκέψη, ο ψηφιακός γραμματισμός, η άρση των διακρίσεων καθώς και ο διαπολιτισμικός διάλογος.
Η βιβλιογραφική επισκόπηση σχετικά με τις συνεργατικές εκπαιδευτικές καινοτομίες και ειδικότερα με τις ευρωπαϊκές σχολικές συμπράξεις αναδεικνύει δύο μεγάλες κατηγορίες παραγόντων: α) εσωτερικούς παράγοντες, οι οποίοι αφορούν κυρίως στους ρόλους των εκπαιδευτικών, των σχολείων και των κυβερνητικών φορέων της εκπαίδευσης και β) εξωτερικούς παράγοντες, που καθορίζουν τη σχέση της εκπαίδευσης και του ευρύτερου πολιτικού, κοινωνικού και ευρωπαϊκού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται.
Ο σχεδιασμός της έρευνας βασίστηκε στο θεωρητικό-εννοιολογικό πλαίσιο, το οποίο έχει προταθεί από τους Κυριακώδη και Τζιμογιάννη (2015) και οδήγησε στην ανάπτυξη του σχήματος ανάλυσης των διαστάσεων των βραβευμένων δράσεων eTwinning. Το παραπάνω θεωρητικό πλαίσιο, σε συνδυασμό με τα ευρήματα της βιβλιογραφικής επισκόπησης, κατεύθυνε το σχεδιασμό της παρούσας έρευνας, η οποία φιλοδοξεί να αναδείξει και να αποτυπώσει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με:
·          Τα καινοτόμα χαρακτηριστικά των συνεργατικών δράσεων eTwinning που εφαρμόστηκαν στην πράξη.
·          Τις ευρύτερες συνέπειες των εκπαιδευτικών καινοτομιών eTwinning για τους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς και τις σχολικές μονάδες που συμμετείχαν.
·          Τις αποτελεσματικές πολιτικές και πρακτικές, οι οποίες προωθούν τη βιωσιμότητα και τη μεταφερσιμότητα των εκπαιδευτικών καινοτομιών eTwinning, αλλά και ευρύτερα των συνεργατικών ευρωπαϊκών προγραμμάτων στην εκπαιδευτική κοινότητα.
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ (δείγμα – διαδικασία)
Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν δέκα εκπαιδευτικοί που υλοποίησαν τα βραβευμένα έργα eTwinning με εθνική και ευρωπαϊκή ετικέτα ποιότητας, όπως καταγράφονται στην επίσημη ιστοσελίδα eTwinning.net για τη χρονική περίοδο 01-09-2010 έως 31-08-2016 σε σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στην Εκπαιδευτική Περιφέρεια Ηπείρου (ανακτήθηκε στις 30-10-2018 από:htpp://www.etwinning.net).
Η επιλογή των βραβευμένων έργων eTwinning με εθνική και ευρωπαϊκή ετικέτα ποιότητας θεωρούμε ότι πληροί τα κριτήρια της καινοτομίας μέσω της ηλεκτρονικής συνεργατικής δικτύωσης σχολείων σε παιδαγωγικό, τεχνολογικό και οργανωτικό επίπεδο. Επιπρόσθετα, η ανάδειξη ποιοτικών στοιχείων των βραβευμένων έργων eTwinning στην περιφέρεια Ηπείρου προσφέρει τη δυνατότητα προσεγγίσεων, οι οποίες αναδεικνύουν τη διαλεκτική σχέση εκπαιδευτικών, μαθητών και σχολείου σε ένα ευρύτερο εκπαιδευτικό και κοινωνικό πλαίσιο και μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην ποιοτική εξέλιξη της εκπαίδευσης και της κοινωνίας.
Στην παρούσα ερευνητική μελέτη υιοθετήθηκε μια προσαρμογή του μοντέλου C.I.P.P. που χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία στη διαμορφωτική και στην τελική αξιολόγηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων (Jimoyiannis et al., 2007) και στην έρευνα των Κυριακώδη και Τζιμογιάννη (2015), με στόχο την καταγραφή πληροφοριών για συγκεκριμένες πτυχές υλοποίησης κάθε έργου, μέσω ημιδομημένων συνεντεύξεων με τους υπεύθυνους συντονιστές-εκπαιδευτικούς κάθε έργου.
Το μοντέλο C.I.P.P. δίνει έμφαση στους παράγοντες σχεδιασμού και υλοποίησης έργων (Stufflebeam, 2007) και οι κύριες συνιστώσες του μοντέλου, όπως δηλώνει και το ακρωνύμιο, αφορούν τέσσερις άξονες παραγόντων: context (πλαίσιο), inputs (είσοδοι), processes (διαδικασίες), products (αποτελέσματα-προϊόντα). Στην προσαρμογή του μοντέλου θεωρήσαμε σκόπιμο να προσθέσουμε και δύο άλλες διαστάσεις, οι οποίες σχετίζονται με τις έννοιες της βιωσιμότητας και της μεταφερσιμότητας των καινοτόμων έργων στα σχολεία. Στόχος μας ήταν να αναδειχτούν οι απόψεις και τα νοήματα που δίνουν σε αυτά οι συμμετέχοντες εκπαιδευτικοί.
Μέσα από τη συγκεκριμένη έρευνα επιχειρήθηκε η περιγραφή των ευρημάτων με στόχο οι αναγνώστες να ταξιδέψουν στις εμπειρίες και τον κόσμο των συμμετεχόντων εκπαιδευτικών, όπου μπορούν να τις αντιπαραβάλουν με τις δικές τους εμπειρίες και ακόμη με αυτές που έχουν μελετήσει από άλλες ποιοτικές έρευνες.

ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Από τη ανάλυση των αποτελεσμάτων της έρευνας προέκυψε ότι τα βραβευμένα καινοτόμα συνεργατικά έργα eTwinning που μελετήσαμε είχαν θετική επίδραση στους συμμετέχοντες μαθητές και μαθήτριες, τους εμπλεκόμενους εκπαιδευτικούς και τα σχολεία. Οι απόψεις των εκπαιδευτικών έδειξαν ότι όλες οι καινοτόμες δράσεις είχαν μεγάλο ενδιαφέρον για τους μαθητές και όλοι είχαν μια ενεργητική συμμετοχή μέσα στις κοινότητες μάθησης. Τα αποτελέσματα  επιβεβαιώνουν  ευρήματα των Crawley et al. (2010) και Kearney ( 2016).  
Η ανάλυση των απαντήσεων των εκπαιδευτικών που υλοποίησαν επιτυχημένες συνεργατικές δράσεις eTwinning σε Λύκεια, αναδεικνύει ως σημαντικό στοιχείο τη σύνδεση του γνωστικού περιεχομένου του προγράμματος με τις πραγματικές ανάγκες και τις ζωές των μαθητών και αυτό έχει ως συνέπεια η μάθηση να αποκτά ένα βαθύτερο νόημα γι’ αυτούς. Τα ευρήματα των Kampylis και Berki (2014) και  Kearney και Gras-Velazquez (2015) συμφωνούν με τα παραπάνω αποτελέσματα.
Ωστόσο, τα οφέλη και η αποτελεσματικότητα των καινοτόμων συνεργατικών δράσεων eTwinning δεν έχουν αντίκρισμα σε μεγάλο αριθμό μαθητών Λυκείου και το ιδιαίτερο γνώρισμα των βραβευμένων συνεργατικών προγραμμάτων αποτελεί το γεγονός ότι δεν εμπλέκουν μαθητές από διαφορετικές τάξεις.
Είναι φανερό πως η δομή του Λυκείου στη σημερινή εκπαιδευτική πραγματικότητα δε δημιουργεί τον απαραίτητο ζωτικό χώρο και χρόνο για καινοτόμα ευρωπαϊκά συνεργατικά έργα και αυτό έχει ως συνέπεια την έλλειψη ευνοϊκών συνθηκών ως προς την εφαρμογή καινοτόμων μεθοδολογιών και πρακτικών στην εκπαιδευτική πρακτική.
Όσον αφορά τα βραβευθέντα συνεργατικά έργα eTwinning, που υλοποιήθηκαν από μαθητές Γυμνασίου σε συνεργασία με τους υπεύθυνους εκπαιδευτικούς των προγραμμάτων και των συνεργατών ομοτίμων εταίρων, αναδεικνύεται ως κοινός παρονομαστής στόχων η ενίσχυση της ομαδοσυνεργατικότητας, η δημιουργικότητα και η καινοτομία, η ενίσχυση της γλωσσικής  και της διαπολιτισμικής ικανότητας, η ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων, η ψηφιακή ικανότητα και ο πληροφοριακός γραμματισμός, η διάχυση καλών πρακτικών μέσω της δικτύωσης eTwinning και της χρήσης του ιστού 2.0 στην πλατφόρμα Twinspace, η διαδικτυακή συνύπαρξη μέσω κανόνων ορθών συμπεριφορών, το άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία και βεβαίως, η ενίσχυση της ευρωπαϊκής διάστασης στην εκπαίδευση. Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαιώνουν ευρήματα των ερευνητών Bocconi et al.,(2012).
Επίσης, η ανάλυση καταδεικνύει πως κοινό χαρακτηριστικό των δράσεων αποτελεί το γεγονός ότι όλοι οι εκπαιδευτικοί συνέδεσαν το συνεργατικό πρόγραμμα eTwinning με το πρόγραμμα σπουδών του σχολείου. Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαιώνουν ευρήματα των ερευνητών Kampylis et al. (2013).
 Είναι φανερό πως η ανανέωση της σχολικής γνώσης με την καινοτόμα προσέγγιση νέων θεματικών ενοτήτων μέσα από τις συνεργατικές δράσεις, ενισχύει την αυτονομία των εκπαιδευτικών στο ρόλο τους ως διευκολυντές και συνδιαμορφωτές της γνώσης και αναδεικνύουν το μαθητή σε πρωταγωνιστή των διδακτικών και μαθησιακών διεργασιών. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνονται από τα ευρήματα των Fullan (2013c), Kearney (2016).
 Όσον αφορά τους παράγοντες που ενίσχυσαν την αποτελεσματικότητα της συνεργατικής δικτύωσης καταδεικνύεται η παιδαγωγική χρήση των τεχνολογικών εργαλείων web2.0 και παράλληλα η διαμόρφωση κλίματος δημιουργικής συνεργατικότητας μεταξύ των μελών της δικτύωσης. Καθοριστικός ο ρόλος του συντονιστή της δικτύωσης, ιδιαίτερα όταν απαιτείται να συντονίσει μεγάλο αριθμό σχολείων και μελών της συνεργατικής δικτύωσης. Αποτελέσματα που έχουν επιβεβαιωθεί από τους ερευνητές Ellison (2009) και Harris et.al.,(2009).
 Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των μαθητών, όλοι οι εκπαιδευτικοί συμφωνούν πως τα καινοτόμα συνεργατικά προγράμματα δίνουν την ευκαιρία στους μαθητές μέσω του ενδιαφέροντος και της περιέργειας που εκφράζουν στην αρχή των δράσεων, να ανακαλύψουν τη χαρά της μάθησης, να εκφράσουν τη δημιουργικότητά τους και ακόμη να ενισχύσουν την κριτική τους σκέψη. Όμως, όλοι οι μαθητές μπορεί να είναι δημιουργικοί και να εξελίξουν το δυναμικό τους και τα ταλέντα τους μέσα από τις καινοτόμες παιδαγωγικές πρακτικές και ως εκ τούτου σύμφωνα με τη βιβλιογραφία και τις έρευνες μπορεί αυτό να καλλιεργηθεί ή και να ανασταλεί στο πλαίσιο της εκπαίδευσης. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τα ευρήματα των ερευνητών Fullan (2013c), Kampylis et al., (2012)..
Επιπρόσθετα, όλοι οι συμμετέχοντες εκπαιδευτικοί συμφωνούν πως οι συνεργατικές δράσεις δημιούργησαν το κατάλληλο παιδαγωγικό πλαίσιο για να αναπτυχθεί η δημιουργική αλληλεπίδραση μεταξύ μαθητών από διαφορετικά εκπαιδευτικά και πολιτιστικά περιβάλλοντα και ακόμη οι μαθητές πέτυχαν αυθεντικές εμπειρίες μάθησης. Επίσης, η ανάλυση ανέδειξε το σημαντικό στοιχείο της ομότιμης μάθησης και αξιολόγησης μέσα από τη δημιουργία αυθεντικού κλίματος στην τάξη αλλά και στην πλατφόρμα Twinspace, όπου αναδεικνύονται τα σημαντικά οφέλη του «κριτικού φίλου». Τα αποτελέσματα μας έχουν επιβεβαιωθεί από τους ερευνητές Gouseti (2013) και Cassells et al., (2016).
Αναδεικνύεται, επίσης, η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης των μαθητών και αυτό το οποίο έχει ενδιαφέρον είναι η αλλαγή στάσης ως προς τη μάθηση, ιδιαίτερα εκείνων που είναι αδιάφοροι στην τάξη, εκφράζουν συχνά παραβατικές συμπεριφορές και έχουν χαμηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις.
  Από την άλλη πλευρά η εμπλοκή των εκπαιδευτικών με τις συνεργατικές δράσεις αποτελεί συνάρτηση πολλών παραγόντων. Είναι φανερό πως τα συνεργατικά έργα eTwinning δημιουργούν τις προϋποθέσεις για δημιουργική αλληλεπίδραση και εξωστρέφεια, επειδή μειώνουν το αίσθημα της επαγγελματικής απομόνωσης. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τα ευρήματα των ερευνητών Velea (2011); Σουβατζόγλου  (2014) ; Εμβαλωτής και  Ζευγίτης (2015).
Ωστόσο, απαιτούν ικανότητες στην παιδαγωγική αξιοποίηση των Τ.Π.Ε. και ακόμη στη γλώσσα επικοινωνίας, η οποία στα περισσότερα έργα είναι τα αγγλικά. Από την ανάλυση προκύπτει πως οι εκπαιδευτικοί που εμπλέκονται με καινοτόμα συνεργατικά έργα έχουν αναπτυγμένο το εσωτερικό κίνητρο της προσφοράς, την ανάπτυξη θετικής στάσης στον εργασιακό χώρο και επιδεικνύουν χαρακτηριστικά διαρκούς διάθεσης για επαγγελματική ποιοτική ανέλιξη. Επιπλέον, έχουν αυτοπεποίθηση όσον αφορά την αποτελεσματική διαπολιτισμική επικοινωνία και επιθυμούν την ποιοτική αναβάθμιση του σχολείου. Αποτελέσματα που επιβεβαιώνονται από τους ερευνητές Σπυροπούλου κ.ά., (2007) ; Δεμερτζή (2009). 
 Από την άλλη πλευρά μέσα στην εκπαιδευτική κοινότητα έχουμε αρκετούς εκπαιδευτικούς οι οποίοι δεν εμπλέκονται σε αυτές τις συνεργατικές δράσεις και η ανάλυση των απαντήσεων των συμμετεχόντων εκπαιδευτικών σε αυτά τα έργα έχει τη σημασία της αναφορικά με τα θέματα της βιωσιμότητας και της μεταφερσιμότητας των καινοτόμων δράσεων.
 Φαίνεται πως το έλλειμμα τεχνολογικών γνώσεων σε συνδυασμό με το έλλειμμα στις γλωσσικές και κοινωνιογλωσσικές δεξιότητες λόγου, ενισχύουν το φόβο της αποτυχίας και αυτή η ομάδα των εκπαιδευτικών δεν επιδεικνύει καμία διάθεση συνεργασίας. Ορισμένοι εκπαιδευτικοί εμμένουν συνειδητά στον παραδοσιακό τρόπο διδασκαλίας και αντιμετωπίζουν τους καινοτόμους εκπαιδευτικούς με καχυποψία και αρνητισμό. Ακόμη, δεν πιστεύουν στην παιδαγωγική αξία αυτών των προγραμμάτων και δε δείχνουν ενδιαφέρον στη δια βίου μάθηση. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τα ευρήματα των Vuorikari et al. (2011) και Jimoyiannis και  Gravani (2011).
 Ωστόσο, οι συμμετέχοντες εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι η εμπλοκή των περισσοτέρων εκπαιδευτικών αποτελεί συνάρτηση της κουλτούρας δημιουργικής συνεργασίας που έχει δομηθεί στο σχολείο και ακόμη της πολιτικής και της στρατηγικής που έχει υιοθετήσει το σχολείο για τα καινοτόμα συνεργατικά έργα. Οι  περισσότεροι εκπαιδευτικοί θεωρούν πως δεν έχει δομηθεί στο ελληνικό σχολείο κουλτούρα συνεργασίας και αμοιβαίας μάθησης και αυτό αποτελεί τροχοπέδη στην επεκτασιμότητα αυτών των προγραμμάτων. Η ανάλυση ανέδειξε πως αρκετά βραβευμένα έργα ήταν αποτέλεσμα ατομικών προσπαθειών και πρωτοβουλιών.  Αποτελέσματα που επιβεβαιώνουν τα ευρήματα των  Σουβατζόγλου (2014) και Κυριακώδη και  Τζιμογιάννης (2015).
Φαίνεται πως οι συνεργατικές δικτυώσεις σε ένα κοινό έργο αποτελούν για ένα σημαντικό μέρος των συμμετεχόντων εκπαιδευτικών μόνο ατομικό επίτευγμα και δεν επιτρέπουν τη δόμηση κουλτούρας κοινής δημιουργίας και προσφοράς για το κοινό καλό. Αυτό έχει ως συνέπεια τη δυσκολία δημιουργίας των απαραίτητων ευνοϊκών παραγόντων και συνθηκών, ώστε τα καινοτόμα συνεργατικά ευρωπαϊκά έργα να εξελιχθούν ποιοτικά και να επιστρέψουν στο εκπαιδευτικό πλαίσιο που έχουν αναδειχθεί.
Επιπρόσθετα, όλοι οι συμμετέχοντες εκπαιδευτικοί είχαν στη διάθεσή τους το Σχολικό Εργαστήριο Πληροφορικής και Εφαρμογών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και γενικότερα δήλωσαν την ύπαρξη και καλή λειτουργία υποδομών υπολογιστικών και δικτυακών τεχνολογιών και θεωρούν πως αυτός είναι σημαντικός παράγοντας στις ποιοτικές συνεργατικές δικτυώσεις. Αποτελέσματα που επιβεβαιώνονται από τους ερευνητές Zhao et al. (2002) και Gouseti (2013).
Όμως ο ρόλος του διευθυντή της εκπαιδευτικής μονάδας, που δημιουργεί όραμα για ποιοτικό σχολείο και είναι υποστηρικτικός και ενθαρρυντικός στους καινοτόμους εκπαιδευτικούς, φαίνεται πως είναι καταλυτικός, αναφορικά με την επεκτασιμότητα των καινοτόμων συνεργατικών προγραμμάτων. Ο ρόλος του διευθυντή είναι σημαντικός, επίσης, στη συμβολή της οικοδόμησης κλίματος συνεργασίας μεταξύ των μελών του συλλόγου διδασκόντων και γενικότερα στην ένταξη των καινοτόμων δράσεων στην πολιτική του σχολείου (Kirkland και  Sutch, 2009).
Τα αποτελέσματα της έρευνας συμφωνούν με ευρήματα άλλων ερευνών, οι οποίες αναδεικνύουν τους σημαντικούς παράγοντες της σχολικής κουλτούρας, της εκπαιδευτικής ηγεσίας και της δημιουργικής συνεργατικότητας μεταξύ των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας, αναφορικά με τη βιωσιμότητα και τη μεταφερσιμότητα αυτών των καινοτόμων εκπαιδευτικών πρακτικών (Kirkland και  Sutch, 2009 και  Bocconi et al., 2012a).
Επιπρόσθετα, εκφράζεται η άποψη πως τα χαρακτηριστικά των συνεργαστικών δράσεων, όπως εφαρμόζονται στην πράξη ενισχύουν τις δημοκρατικές δομές του σχολείου και συμβάλλουν στη διαμόρφωση μαθητών με χαρακτηριστικά ενεργού πολίτη που μαθαίνει να συνεργάζεται και υιοθετεί στην πράξη δημοκρατικές αξίες. Απόψεις που ενισχύονται από τα ευρήματα της Χατζηπαναγιώτου (2006).
Αρκετοί εκπαιδευτικοί θεωρούν πολύ σημαντικό το ρόλο του καθοδηγητή των προγραμμάτων στο σχολείο, ο οποίος ως μέντορας με τις γνώσεις και την εμπειρία θα ενισχύει  τους εκπαιδευτικούς που επιθυμούν να υλοποιήσουν συνεργατικά έργα eTwinning. Ακόμη, προτείνουν την ηλεκτρονική δικτύωση των συμμετεχόντων εκπαιδευτικών και την παρουσίαση των καινοτόμων προγραμμάτων στη θεματική εβδομάδα.
Ωστόσο, κάθε σχολείο έχει μοναδικά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και συνεπώς είναι βασικό να δημιουργηθεί ένα δίκτυο εκπαιδευτικών με γνώση και ενθουσιασμό για τα καινοτόμα προγράμματα, οι οποίοι θα αναπτύσσουν καθημερινά τη δημιουργική αλληλεπίδραση και την αμοιβαία μάθηση.
 Αναμφίβολα, η ανάδειξη των καινοτόμων μεθοδολογικών προσεγγίσεων μέσω των δράσεων eTwinning είναι η πιο αποτελεσματική μέθοδος για τη βιωσιμότητα και τη μεταφερσιμότητα των συνεργατικών προγραμμάτων στα σχολεία, με στόχο την ενίσχυση της ποιοτικής δημόσιας εκπαίδευσης και προς όφελος, τελικά, όλων των μαθητών.
Ενδεικτικά παραθέτονται απόψεις από τους συμμετέχοντες εκπαιδευτικούς στα βραβευθέντα έργα eTwinning.
Σ1: «....πιστεύω στις ουσιαστικές ομάδες εργασιών και τη δικτύωση των σχολείων.»
Σ9: «...ακόμη το αναλυτικό πρόγραμμα ενισχύεται μέσα από αυτά τα καινοτόμα προγράμματα και έτσι ενισχύεται το κίνητρο της μάθησης των μαθητών και κυρίως η δημιουργική, κριτική τους σκέψη.»
Σ6: «Η Ευρώπη μέσω eTwinning ήρθε στην τάξη μας, άνοιξαν οι πόρτες και εμείς βγήκαμε από αυτή τη στενότητα της τάξης»
Σ2: «… Νιώθεις ιδιαίτερα ικανοποιημένος σε αυτές τις μέρες της οικονομικής κρίσης… σηκώνεις τη σημαία της χώρας σου στην Ευρώπη και αυτό είναι πολύ ενθαρρυντικό.»
Σ5: «Εμείς στο σχολείο έχουμε δημιουργήσει ένα δίκτυο εκπαιδευτικών που ενδιαφέρονται για τις καινοτόμες δράσεις και μέσω σεμιναρίων κάνουμε διαμοίραση αυτής της γνώσης και της εμπειρίας»
Σ3:«… είναι οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί του σχολείου, οι οποίοι πιστεύουν στα θετικά αποτελέσματα αυτών των ευρωπαϊκών συνεργατικών δράσεων και θέλουν να τα συνεχίζουν.»
     Σ4. «...Επιθυμούσα, αλλά δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να συνεργαστούν οι συνάδελφοι. Αυτό είναι ένα μόνιμο πρόβλημα που αντιμετωπίζω και φέτος.»
     Σ7. «… ο εκπαιδευτικός χρειάζεται να αφιερώσει χρόνο για την επιτυχία αυτών των προγραμμάτων.»
Σ8.  «… ακόμα και η Περιφερειακή Διεύθυνση να θελήσει να το επιβάλλει με κάποιον τρόπο, εάν ο ίδιος ο εκπαιδευτικός δεν έχει τη θέληση, την όρεξη να το υλοποιήσει, δεν πρόκειται να έχει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.»
     Σ9. «Επίσης, ένα άλλο πρόβλημα που έχουμε, είναι ότι φοβόμαστε την κριτική του άλλου, διότι είναι κάποιος έξω από το εκπαιδευτικό μας σύστημα και δεν θέλουμε τη γνώμη του γι’ αυτό που έχουμε κάνει. Η έννοια του κριτικού φίλου,  είναι τελείως άγνωστη για την Ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα.»
    Σ10. «… αντιμετώπισα εχθρότητα, η οποία εκφράζονταν ανοιχτά στις συνεδριάσεις του συλλόγου διδασκόντων από συναδέλφους, οι οποίοι μου έλεγαν ότι δημιουργώ προβλήματα στην ομαλή λειτουργία του σχολείου, ότι φέρνω τα παιδιά στο σχολείο το σαββατοκύριακο και έτσι τα παιδιά δεν προλαβαίνουν να διαβάσουν.
    Σ1:«Η βιωσιμότητα και η διάχυση θέλουν τη σύσταση ομάδων. Είναι σημαντικό να ενώσουμε τις δυνάμεις μας…»
Συμπερασματικά, η παρούσα εργασία επιχείρησε να φωτίσει πτυχές των βραβευμένων καινοτόμων συνεργατικών έργων eTwinning μέσα από την ερμηνεία των λεχθέντων των συμμετεχόντων εκπαιδευτικών σε βραβευμένα έργα στην Περιφέρεια της Ηπείρου.
Επιπρόσθετα, επιχείρησε να αναδείξει τη σημασία της ενίσχυσης της «από κάτω προς τα πάνω» (bottom-up) διαδικασίας που συντελεί στην ποιοτική αλλαγή του δημόσιου σχολείου που υλοποιεί καινοτόμα προγράμματα. Επίσης, αναδεικνύει το βαθμό δυσκολίας της επεκτασιμότητας των εκπαιδευτικών καινοτομιών στα σχολεία, καθώς διαφαίνεται ο σημαντικός ρόλος των ευρωπαϊκών συνεργατικών δράσεων eTwinning στην υποστήριξη σύγχρονων παιδαγωγικών μεθόδων.
Οι περιορισμοί της έρευνας σχετίζονται με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της και το δείγμα των εκπαιδευτικών που δε μας επιτρέπουν γενίκευση των συμπερασμάτων. Ωστόσο, η έρευνα ανέδειξε πτυχές και παραμέτρους του εκπαιδευτικού φαινομένου, οι οποίες είναι σημαντικές και αξίζουν να διερευνηθούν σε βάθος.
 Τα ευρήματα αυτά μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην έρευνα ως μελέτη περίπτωσης του Πρότυπου Γυμνασίου Ζωσιμαίας Σχολής, με δεδομένο ότι στο σχολείο αυτό η καινοτομία παρουσιάζει χαρακτηριστικά βιωσιμότητας και μεταφερσιμότητας, καθώς και του 2ου Διαπολιτισμικού Σχολείου Ιωαννίνων, που διαφαίνονται ικανοποιητικές συνθήκες επεκτασιμότητας των συνεργατικών ευρωπαϊκών δράσεων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα είχε μια μελλοντική έρευνα σχετικά με τις απόψεις των συμμετεχόντων μαθητών στα έργα αυτά, καθώς και η συγκριτική ανάλυση σε σχέση με τις απόψεις των εκπαιδευτικών.
 Επιπρόσθετα, η μελέτη των αντιλήψεων και των απόψεων των διευθυντών των σχολικών μονάδων, που υλοποιούν πετυχημένα προγράμματα eΤwinning, μπορεί να φωτίσει πτυχές που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα και τη μεταφερσιμότητα των δράσεων στο κύριο πρόγραμμα σπουδών του σχολείου. Ακόμη, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η μελέτη των απόψεων των εκπαιδευτικών που δε συμμετείχαν στα καινοτόμα προγράμματα, τα οποία υλοποιήθηκαν στο σχολείο τους.
Τέλος, το θεωρητικό πλαίσιο και το σχήμα ανάλυσης της παρούσας εργασίας θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για το σχεδιασμό ποσοτικών ερευνών σε εθνικό επίπεδο, για τη μελέτη των απόψεων εκπαιδευτικών, συμμετεχόντων μαθητών και στελεχών της διοίκησης με στόχο τη γενίκευση των αποτελεσμάτων και την ενίσχυση του εκπαιδευτικού αποτελέσματος στην ευρύτερη εκπαιδευτική κοινότητα.
Είναι φανερό πως οι σχολικές συνεργασίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο διαμορφώνουν ένα γόνιμο περιβάλλον στο πεδίο της εκπαίδευσης και έχουν σημαντική συμβολή στη σφυρηλάτηση μιας ανοικτής, δημοκρατικής, χειραφετημένης και διαπολιτισμικής κοινωνίας ενεργών πολιτών του κόσμου.
 Σε ένα κόσμο που χαρακτηρίζεται από ρευστότητα και αβεβαιότητα, η ανάπτυξη ικανοτήτων και η άσκηση δεξιοτήτων ζωής των μαθητών μέσω της δυναμικής των σχολικών συνεργατικών δικτυώσεων φαίνεται πως ενισχύει τη συνοχή της ομάδας στη βάση της συνεργασίας, της αμφίδρομης επικοινωνίας, της όσμωσης ανθρωπιστικών αξιακών κωδίκων και του σεβασμού της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας.
Η συμβολή των ευρωπαϊκών συνεργατικών δράσεων στη συγκρότηση πολιτών σε πολιτική κοινότητα που ενστερνίζονται δημοκρατικές αξίες ενισχύει την ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία, η οποία λειτουργεί καλύτερα στη βάση του ανταγωνισμού που δραστηριοποιεί, της συνεργασίας που ενισχύει και της αλληλεγγύης που ενώνει.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bocconi, S., Kampylis, P. & Punie, Y. (2012a). Creative Classrooms: a systemic
approach for mainstreaming ICT-enabled innovation for learning in Europe. In
Information Technology and Open Source: Applications for Education, Innovation, and Sustainability
(pp. 104-120). Springer Berlin Heidelberg.
Cassells, D., Gilleran, A., Morvan, C., Scimeca, S. (2016) Developing active citizenship through eTwinning. as reperted by eTwinners. Central Support Service of eTwinning-European Schoolnet, Brussels.
Coburn, C. E. (2003). Rethinking scale: Moving beyond numbers to deep and lasting change. Educational Researcher, 32(6), 3-12.
Crawley, C., Gerhard, P., Gilleran, A. & Joyce, A. (2010): eTwinning 2.0 Building the community for schools in Europe. European Schoolnet.
Ellison, S. (2009). Hard-wired for innovation? Comparing two policy paths toward innovative schooling. International Education, 39 (1), 30-48.
European Commission (2010). Europe 2020: a strategy for smart, sustainable and inclusive growth. Brussels.
Fullan, M. (2010). All Systems Go: the change imperative for whole system reform .Thousand Oaks, CA, Corwin.
Fullan, M. (2013c). The new pedagogy: Students and teachers as learning partners. Learning Landscapes, 6 (2), 23-29.
Gouseti, A. (2013). “Old Wine in Even Newer Bottles”: the uneasy relationship between web 2.0 technologies and European school collaboration. European Journal of Education, 48 (4), 570-585.
 Harris, A. (2009). Big change question: does politics help or hinder education change? Journal of Educational Change, 10 (1), 63-67
Hargreaves, D. (2003). Education epidemic: Transforming secondary schools through innovation networks. London: Demos. Hargreaves, D. (1984) Improving Secondary Schools, ILEA, london.
Hargreaves, A. & Shirley, D. (2009). The fourth way: The inspiring future for educational change. Thousand Oaks, California: Corwin.
Jimoyiannis A., Stansfield M., Connolly T., Cartelli A., Magalhães H., Toland J., Meiszner A. & Maillet K. (2007). PBP-VC Evaluation Strategy. Technical Report, Project “Promoting Best Practice in Virtual Campuses”, eLearning Programme, EACEA, EU.
Jimoyiannis, A. & Gravani, M. (2011). Exploring Adult Digital Literacy Using Learners' and Educators' Perceptions and Experiences: The Case of the Second Chance Schools in Greece. Educational Technology & Society, 14 (1), 217-227.
Kampylis, P., Bocconi, S., & Punie, Y. (2012). Fostering innovative pedagogical practices through online networks: the case of eTwinning. Proceedings of the SQM / INSPIRE 2012
Kampylis, P., Law, N., Punie, Y., Bocconi, S., Brecko, B., Han, S., …& Miyake, N. (2013). ICT-enabled innovation for learning in Europe and Asia. Exploring conditions for sustainability, scalability and impact at system level. JRC Scientific and Policy Reports. Joint Reseaech Center.
Kampylis, P. & Berki, E. (2014). Nurturing Creative Thinking. Educational Practices Series-25. UNESCO International Bureau of Education.
Kearney, C. (2016). Monitoring eTwinning Practice: A pilot activity guiding teachers’ competence development. Central Support Service of eTwinning-European Schoolnet, Brussels.
Kearney, C. & Gras-Velazquez, A. (2015). eTwinning Ten Years On: Impact on teachers’ practice, skills and professional development opportunities,as reperted by eTwinners. Central Support Service of eTwinning-European Schoolnet, Brussels.
Kirkland, K. & Sutch D. (2009). Overcoming the barriers to educational innovation: A literature review. Bristol: Futurelab
Stufflebeam, D. L. (2007). CIPP model for evaluation checklist (2nd edition). Retrieved 30 November 2016, from https://www.wmich.edu/sites/default/files/attachments/u350/2014/cippchecklist_mar07.pdf Paperpresented at the 2003 Annual Conference of the Oregon Program Evaluators Network (OPEN), March 10th 2003. Portland, Oregon.
Velea, S. (2011). ICT in education: responsible use or a fashionable practice. The ipact of eTwinning action on the education process. In ICVL. Proceedings of the 6th International Conference on Virtual Learning. Bucharest: University of Bucharest Publishing House.
Vuorikari R., Gilleran A. & Scimeca S. (2011). Growing beyond Innovators – ICT-Based School Collaboration in eTwinning. European Schoolnet.
Zhao, Y., Pugh, K., Sheldon, S. and Byers J. (2002). Conditions for classroom technology innovations. Teachers College Record, 104: 482–515.
        Δεμερτζή, Κ. (2009). Η δυναμική των προαιρετικών προγραμμάτων και οι χαμένες ευκαιρίες. Στο: Γ. Μπαγάκης και Κ.Δεμερτζή (επιμ.) Ένα χρόνο μετά την εφαρμογή των νέων αναλυτικών προγραμμάτων. Τι άλλαξε;Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη
Εμβαλωτής, Α. & Ζευγίτης Θ. (2015). Ευρωπαϊκά Προγράμματα Κινητικότητας και η Συμβολή τους στη διαμόρφωση «Ευρωπαϊκής Ταυτότητας» στους Συμμετέχοντες Εκπαιδευτικούς: Η περίπτωση των Σχολικών Συμπράξεων του Προγράμματος Comenius. Περιοδικό «Επιστήμες της Αγωγής», Πανεπιστήμιο Κρήτης, 1, 36-66
Κυριακώδη, Δ. &  Τζιμογιάννης Α. (2015). Οι εκπαιδευτικές καινοτομίες στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση: Μελέτη των βραβευμένων έργων της δράσης «Θεσμός Αριστείας και Ανάδειξη Καλών Πρακτικών». Θέματα Επιστημών και Τεχνολογίας στην Εκπαίδευση, 8 (3), 123-151.
Σπυροπούλου, Δ., Βαβουράκη, Α., Κούτρα, X., Αουκά, Ε. & Μπούρας Σ. (2007)
Καινοτόμα προγράμματα στην εκπαίδευση. Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών
Θεμάτων
, 13, 69-83.
       Σουβατζόγλου Β. (2014). Το eTwinning ως Κοινότητα Πρακτικής και η συμβολή του στην επαγγελαμτική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών. Διπλωματική Εργασία, Πρόγραμμα Σπουδών: Εκπαίδευση Ενηλίκων, Ε.Α.Π.: Πάτρα.
                Χατζηπαναγιώτου, Π. (2006). Δίκτυα έρευνας και συνεργασίας: Ο ρόλος τους στην ευρωπαϊκή και ελληνική εκπαιδευτική πολιτική. Πρακτικά ημερίδας θεματικού δικτύου έρευνας. Ζητήματα διοίκησης εκπαιδευτικών μονάδων. Πραγματικότητα, έρευνα, εφαρμογές. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.



Έρευνα για την ελληνική μειονότητα στην Τουρκία (Ιούνιος 2011)

Η έννοια της μειονότητας

Το φαινόμενο των μειονοτήτων είναι, αναμφίβολα, πολυδιάστατο και ως εκ τούτου είναι αδύνατο να διερευνηθεί από μια και αποκλειστική πλευρά καθώς δεν είναι ούτε ενιαίο ούτε μοναδικό. Κατά συνέπεια, κάθε μειονότητα έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες και τα δικά της γνωρίσματα.

Καταρχήν, η συγκρότηση  πλειονότητας ή μειονότητας ορίζεται από τη σχέση των κοινωνικών φορέων της αλληλεπίδρασης. (Παπαστάμου & Mιουνί, 2001). Συνεπώς, αυτό που καθορίζει τη θέση μιας μειονότητας είναι  η συμπεριφορά, ο τρόπος, δηλαδή,  με τον οποίο τα μέλη της ομάδας αντιλαμβάνονται τα όριά της και ακόμη ο τρόπος της διαπραγμάτευσης  των στοιχείων της ταυτότητας τους σε σχέση με τις  άλλες ομάδες με τις οποίες έρχονται σε επαφή.

Επίσης, το φαινόμενο των μειονοτήτων δεν συναρτάται μόνο με το εθνικό κράτος κι ούτε απαντάται ιστορικά μέσα στη διάρκεια της επικράτησης αυτού του πολιτικού τρόπου οργάνωσης του κοινωνικού βίου. Ακόμη, το ζήτημα των μειονοτήτων αποκτά ειδικές διαστάσεις από τη στιγμή που τα υποδείγματα ζωής και οι προτιμήσεις της πλειονότητας μέσα σε έναν κοινωνικό οργανισμό εμπλουτίζονται με την πολιτική επιβολή. Από τη στιγμή που η κοινωνία μετασχηματίζεται με ορατό τρόπο σε πολιτικό μηχανισμό με εξουσία και εντολή, επιβάλει επιλογές, που η ίδια η εξουσία αυθαίρετα ενστερνίζεται ή που αποτελούν τη συναίνεση των προτιμήσεων των κοινωνικών υποστηρικτικών ομάδων. (Ροζάκης, 1997, σ.15).

Επιπρόσθετα, η μειονότητα, σύμφωνα με τον Merton (1987), μέσα στην ιστορία του κοινωνικού συστήματος στην οποία ανήκει, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ενεργός μειονότητα από τη σταθερότητα που τη διέπει στη διαφορά της. Η σταθερότητα αυτή χαρακτηρίζει, κυρίως, την οργάνωση ενός  περιεχομένου που γίνεται σαφές στο κοινωνικό πεδίο και στο οποίο η σταθερότητα της συμπεριφοράς της μειονότητας δηλώνεται με τη διεκδίκηση της εξασφάλισης της αναγνώρισης (ως προς το περιεχόμενο) των θέσεών της.

Οι Kiesler και Pallack (1975), έδειξαν ότι οι σχέσεις μεταξύ «εξουσίας» και μειονότητας είναι καθαρά ανταγωνιστικές και ακόμη ότι οι σχέσεις κοινωνικής επιρροής χαρακτηρίζουν κυρίως τους δεσμούς που εγκαθιδρύονται ανάμεσα στη μειονότητα και τον πληθυσμό. Ωστόσο, η σταθερότητα της συμπεριφοράς είναι βέβαια αναγκαία, όχι όμως και ικανή συνθήκη για την κατανόηση της κοινωνικής επιρροής (Kelley, 1967). Για να μπορέσει η μειονότητα να ασκήσει την επιρροή της  πρέπει να διαπραγματευτεί αυτή τη σύγκρουση, τόσο με τον πληθυσμό, ο οποίος συμμερίζεται εν μέρει την ιδεολογία που διαδίδουν οι θεσμοί της εξουσίας, όσο και με τη θεσμική εξουσία, χωρίς να αναθεωρεί τις βασικές αρχές της σταθερότητας της συμπεριφοράς της (Moscovici & Personnaz, 1980).

Όμως, η συμπεριφορά που διακρίνει τις μειονότητες δεν εξελίσσεται σε ουδέτερο περιβάλλον και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εμφανίζεται είναι καθοριστικές, δεδομένου ότι παράγουν τρόπους αντίληψης, που άλλοτε ευνοούνται και άλλοτε καθορίζονται από τη δυναμική του πλαισίου της εθνικής, ευρωπαϊκής και διεθνοποιημένης πολιτικής συγκυρίας.

Συνεπώς, ο ζωτικός χώρος έκφρασης της μειονότητας μορφοποιείται, κυρίως, ανάλογα με τη συναρτησιακή σχέση των αντιτιθέμενων εθνικών δυνάμεων, αλλά και σε ό, τι δομείται ιδεολογικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, πολιτισμικά σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο θεσμικό επίπεδο.

Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην προστασία των μειονοτήτων

Σε κάθε περίπτωση, το φαινόμενο των μειονοτήτων περνάει σήμερα μια έξαρση και ως εκ τούτου, έχει συγκεντρώσει το ενδιαφέρον της επιστήμης και της πολιτικής. Είναι ορατές οι προσπάθειες που καταβάλλονται στις ευρωπαϊκές χώρες και ιδιαίτερα στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς, να αναζητηθούν νέοι συμβιβασμοί συμβίωσης των πλειοψηφιών με τις «ειδικές» μειοψηφίες, έτσι ώστε να αποτραπούν περιπέτειες ρήξης και ασυνέχειας των πολιτικών οντοτήτων πάνω στις οποίες είχε οικοδομηθεί η Ευρώπη του εικοστού αιώνα. Οι εθνικές μειονότητες βρίσκονται, κατά συνέπεια, στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, λόγω του βαθμού της επικινδυνότητας των αντιδράσεων τους.

Είναι φανερό, επίσης, ότι οι νέοι επιδιωκόμενοι συμβιβασμοί στηρίζονται στη λογική ότι η ικανοποίηση των μειονοτικών διεκδικήσεων, για διατήρηση της ταυτότητάς τους θα μπορούσε να αποτρέψει μαχητικές ροπές για αποκόλληση των τελευταίων από τον εθνικό ιστό, μέσα στον οποίο παραδοσιακά έχουν παραμείνει για πολλά χρόνια. Το αντάλλαγμα, λοιπόν, για τη διεθνή και κρατική προστασία των εθνικών μειονοτήτων είναι η άρση του εικαζόμενου ή εκδηλωμένου αιτήματος απομάκρυνσής τους από την ενιαία πατρίδα, με τη δημιουργία μιας νέας εθνικής στέγης ή με τη συγκόλλησή τους με μια άλλη εθνική στέγη, με την οποία αισθάνονται αλληλεγγύη και συγγένεια (Ροζάκης, 1997, σ.19).

Τα ζητήματα των εθνικών μειονοτήτων βρίσκονται υπό διαρκή αμφισβήτηση και ετεροκαθορισμό. Η ιστορικοκοινωνιολογική κατεύθυνση έρευνας, η οποία καλείται να μας διαφωτίσει στα πραγματολογικά ζητήματα (ποια τα χαρακτηριστικά των εθνικών μειονοτήτων-πληθυσμός, τόποι εγκατάστασης, ιστορία, γλώσσα, τρόποι οργάνωσης και ένταξης σε μια κρατικά οργανωμένη κοινωνία, ποιες οι διεκδικήσεις και οι ανάγκες προστασίας τους), βρίσκεται τις περισσότερες περιπτώσεις δέσμια πολιτικών σκοπιμοτήτων. (Δημούλης, 1997, σ.123).

Όσον αφορά στα μέσα και στην έκταση της προστασίας των εθνικών μειονοτήτων στην Ευρώπη του 20ου αιώνα, μπορούμε να τη διακρίνουμε σε τρείς περιόδους. Η πρώτη περίοδος αναφέρεται στη θέσπιση ειδικού - εξαιρετικού καθεστώτος προστασίας ορισμένων μειονοτήτων με διεθνείς και διακρατικές συμβάσεις στο Μεσοπόλεμο υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών. Η δεύτερη περίοδος, μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην οποία  έχουμε «ουδετεροποίηση» του ζητήματος στα πλαίσια του Ο.Η.Ε. με καθολικές διακηρύξεις δικαιωμάτων που στρέφονται γύρω από την απαγόρευση διακρίσεων. Η τρίτη περίοδος έχει τα χαρακτηριστικά της διεθνοποίησης και εντατικοποίησης της προστασίας των μειονοτήτων ως συλλογικών μορφωμάτων μετά το 1989, με πρωτοβουλία οργανισμών όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και ο Ο.Α.Σ.Ε. (Τσιτσελίκης, 1997, σ.422).

Αναμφίβολα, η δεκαετία του ΄90 σημαδεύεται από ένα αυξημένο ενδιαφέρον των διεθνών οργανισμών, καθώς και μη κυβερνητικών οργανώσεων για την κατάσταση των μειονοτήτων στις περισσότερες περιοχές της Ευρώπης, αλλά και ειδικότερα στα Βαλκάνια, που για ιστορικούς και γεωπολιτικούς λόγους κρίνονται πως είναι από τις πιο εύφλεκτες.

Όμως, σήμερα, το πλέγμα κανόνων προστασίας των μειονοτήτων που διαμορφώνεται στην Ευρώπη, τείνουν να δημιουργήσουν ένα σύνολο πολιτικών δεσμεύσεων και νομικών υποχρεώσεων, που συγκλίνουν στη διαπίστωση, ότι οι μειονότητες πρέπει να  αποτελούν αντικείμενο ανεκτικότητας, αποδοχής και προστασίας (Τσιτσελίκης & Χριστόπουλος, 1997, σ.446).

Ο ρόλος της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (Δ.Α.Σ.Ε.), η οποία μετονομάστηκε σε Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (Ο.Α.Σ.Ε.) το 1995, υπήρξε πολύ σημαντικός για την προστασία των  δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Σύμφωνα με τη Διβάνη (1997, σ.39), ο ρόλος του Ο.Α.Σ.Ε. μπορεί να συνοψισθεί σε τρία σημεία: α) διαμόρφωση και υιοθέτηση δεσμεύσεων, β) εφαρμογή δεσμεύσεων και γ) πρόληψη συγκρούσεων μέσω της έγκαιρης προειδοποίησης. Σύμφωνα με την ίδια συγγραφέα, στον Ο.Α.Σ.Ε. για την προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, συμπεριλαμβανόμενων και αυτών της εκπαίδευσης, κανονικά δεν υιοθετούνται νομικά δεσμευτικοί κανόνες, οι διατάξεις είναι όμως πολιτικά και ηθικά δεσμευτικές. Έτσι, όταν οι δεσμεύσεις υιοθετηθούν με το χαρακτήρα της συναίνεσης, καμία χώρα δεν έχει το περιθώριο να υποστηρίξει ότι οι δεσμεύσεις της επιβλήθηκαν, ούτε νομιμοποιείται να τις παραβιάζει.

Στα πλαίσια του Ο.Α.Σ.Ε. για την προστασία των μειονοτήτων αποφασίστηκαν τα εξής μέτρα: α) Τα μέλη των εθνικών μειονοτήτων δεν θα πρέπει να υφίστανται διακρίσεις και θα πρέπει η πολιτεία να λαμβάνει θετικά μέτρα υπέρ αυτών.

β) Η εθνοτική, πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική ταυτότητα των μειονοτήτων θα πρέπει να προστατεύεται.

γ) Επιτρέπεται στις μειονότητες η χρήση και η εκμάθηση της μητρικής τους γλώσσας, η ενάσκηση των συναφών με τη θρησκεία τους δραστηριοτήτων, η δημιουργία συλλόγων κ.λπ.

δ)Αναγνωρίζεται ότι, το να ανήκει κανείς σε μια εθνική μειονότητα, αποτελεί ζήτημα προσωπικής επιλογής του κάθε ατόμου (Διβάνη, 1997, σ.40).

Επιπρόσθετα, όπως αναφέρει ο Σισιλιάνος (Σισιλιάνος, 1997, σ.110), ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του Ο.Α.Σ.Ε. είναι το κείμενο της συνάντησης της Διάσκεψης της Κοπεγχάγης για την ανθρώπινη διάσταση στις 29 Ιουνίου 1990. Το τέταρτο μέρος του κειμένου της Διάσκεψης αναφέρεται στα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων, τονίζοντας τη σημασία του σεβασμού των δικαιωμάτων των μειονοτήτων ως παράγοντα ειρήνης, δικαιοσύνης, δημοκρατίας και σταθερότητας για τα κράτη μέλη.

Αναμφίβολα, η κύρια προσφορά του Ο.Α.Σ.Ε. είναι ότι κατόρθωσε να εδραιώσει τις φιλελεύθερες απόψεις στα θέματα των μειονοτήτων, καθιστώντας την προστασία των μειονοτήτων και της ταυτότητάς τους αναπόσπαστο και βασικό μέρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της πλουραλιστικής δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.

Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης, ο πρωταρχικός σκοπός του Συμβουλίου είναι η διαφύλαξη της ελευθερίας του ατόμου, της πολιτικής ελευθερίας και της εφαρμογής των νόμων, αρχές οι οποίες αποτελούν τη βάση της πραγματικής δημοκρατίας και οι οποίες αγγίζουν τις ζωές όλων των Ευρωπαίων πολιτών. Όλα τα κράτη-μέλη έχουν αναλάβει την υποχρέωση να καταστήσουν την ελευθερία, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ευημερία του ατόμου βασικές αρχές κυβερνητικής δράσης (Συμβούλιο της Ευρώπης, 2008).

Από τα σημαντικότερα κείμενα του Συμβουλίου της Ευρώπης που αναφέρονται στις μειονότητες είναι η Σύμβαση-πλαίσιο για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων καθώς και ο Ευρωπαϊκός Χάρτης των Περιφερειακών ή Μειονοτικών Γλωσσών (Τσιτσελίκης & Χριστόπουλος, 1997).

Η Σύμβαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης αποτελεί και το πρώτο διεθνές συμβατικό κείμενο περί προστασίας των μειονοτήτων. Σε ό, τι αφορά τον Ευρωπαϊκό Χάρτη των περιφερειακών και μειονοτικών γλωσσών το Συμβούλιο της Ευρώπης το Σεπτέμβριο του 1992 υιοθέτησε τον Χάρτη που αφορά γλώσσες διαφορετικές από την επίσημη γλώσσα του κράτους. Τα συμβαλλόμενα κράτη υποδεικνύουν ποιες είναι αυτές οι γλώσσες και λαμβάνουν αποτελεσματικά μέτρα για τη διατήρηση και την προστασία τους. Η εφαρμογή του Χάρτη θα ελέγχεται από διεθνή Επιτροπή εμπειρογνωμόνων (Ρούκουνας, 1995, σ.301).    

Σε αυτή, λοιπόν, τη θέση, στην οποία δείχνει να καταλήγει το νομικό και πολιτικό οικοδόμημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης για λόγους, κυρίως, ασφάλειας και σταθερότητας, η Τουρκία φαίνεται υποχρεωμένη να προσαρμόσει αντίστοιχα τα θεσμικά της δεδομένα.  

Η έννοια της ελληνικής μειονότητας - Ρωμαίικης κοινότητας στην Τουρκία

Καταρχήν, ο όρος Ρωμιός χρησιμοποιείται σήμερα ως δηλωτικός της εντοπιότητας (Έλληνας της Πόλης), ο οποίος έχει χάσει τις πολιτικές συνδηλώσεις τις οποίες είχε κάποτε και έχει εκπέσει σε έκφραση περισσότερο δηλωτική του τόπου και της κατάστασης: μειονοτικός της Πόλης (Σιγάλας, 2006). Στο επιστημονικό  συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιουνίου έως 2 Ιουλίου 2006 στην Πόλη με τον τίτλο «Συνάντηση στην Πόλη: το παρόν και το μέλλον», οι κοινότητες των Κωνσταντινουπολιτών, Ιμβρίων και Τενεδίων επιθυμούν να αυτοαποκαλούνται σήμερα στη συντριπτική τους πλειοψηφία Ρωμιοί. Είναι το όνομα που προσδιορίζει καλύτερα, από το εσωτερικό του, το σύνολο που υπήρξε το αντικείμενο αυτού του συνεδρίου ως ένα ιστορικό υποκείμενο. Συνεπώς, ο ρωμαίικος πληθυσμός είναι μια συνιστώσα του πληθυσμού της Τουρκίας.

Ωστόσο, ο όρος μειονότητα για τους πληθυσμούς αυτούς εισήχθη επίσημα με τη Συνθήκη της Λωζάννης και στηρίχτηκε στα κριτήρια του συστήματος μιλιέτ (θρησκευτικό κριτήριο). Έτσι οδηγούμαστε το 1923 μέσω διαφόρων πολιτικών σε επίπεδο οικονομίας, παιδείας και προπαγάνδας που στηρίχτηκε από τα Μ.Μ.Ε. στη διάκριση ανάμεσα στον καθαρό Τούρκο και μια σειρά πολιτών, μεταξύ των οποίων και οι Ρωμιοί, που αντιμετωπίστηκαν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, ως αποτέλεσμα, κυρίως, του συνδρόμου της Συνθήκης των Σεβρών (Berktay, 2009, σ.321).

Από την άλλη πλευρά, οι μειονότητες δεν μπορούν να «απελευθερωθούν» από το εγγενές σισύφειο χαρακτηριστικό: όσο αρνούνται να ενσωματωθούν στην πλειονότητα, τόσο εντείνονται τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, αλλά και όσο ενσωματώνονται στην πλειονότητα, τόσο χάνονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους (Γαβρόγλου, 2009, σ.315).

Όμως, αυτό που μπορούμε να πούμε με ευκολία μελετώντας την ιστοριογραφική γραμμή των  ρωμιών είναι η δυναμική όσμωση διαφορετικών πολιτισμών, συνηθειών και αξιών που προσδίδουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην πολιτική τους ύπαρξη.

Είναι φανερό ότι η πλειοψηφία των μελών της ελληνικής  μειονότητας δεν ταυτίζουν την έννοια Ρωμιός με την έννοια Έλληνας (Σιγάλας, 2009, σ.407). Ο πρόεδρος του Συνεδρίου και πρώην Διευθυντής του Ζωγραφείου  Δ. Φραγκόπουλος χρησιμοποιεί τους όρους Πολίτικη Ρωμιοσύνη και Ομογένεια της Πόλης (Φραγκόπουλος, 2009, σ.299).

Είναι φανερό ότι η Ομογένεια της Πόλης επιθυμεί  να συμβάλει  στη μετατροπή της κοινότητας σε ιστορικό και πολιτικό υποκείμενο. Με άλλα λόγια, η Ρωμαίικη κοινότητα επιθυμεί να δώσει τη σχέση της σύγχρονης αντίληψης της ιστορίας με την πολιτική και έτσι να εκφράσει τη θέληση των ίδιων των ανθρώπων της να παρέμβουν στη ροή της και να της δώσουν μορφή.

Συνεπώς, οι ερευνητές και οι εκπρόσωποι της μειονότητας που παρουσιάζουν τις θέσεις τους στα μέσα ενημέρωσης και σε συνέδρια  δεν λειτουργούν  με βάση προκατασκευασμένα ιστοριογραφικά, ιδεολογικά σχήματα και εθνικιστικές εμμονές, αλλά δηλώνουν με έμφαση την πρόθεσή τους να προσεγγίσουν το θέμα της κοινότητας στις πραγματικές σημερινές του  διαστάσεις και έτσι να συμβάλλουν στην οικοδόμηση ενός νέου οράματος για το μέλλον της κοινότητας των Ρωμιών.

Φαίνεται πως οι Ρωμιοί επιθυμούν να παίξουν τον ρόλο τους σε αυτή τη διαδικασία. Επίσης, είναι σαφές ότι η «κοινότητα των Ρωμιών», σήμερα, δεν επιθυμεί να αναλωθεί με το ζήτημα της αφομοίωσης και της σταδιακής ομογενοποίησης μιας πλειάδας ετερόκλητων ως προς τα  κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους πληθυσμών (ορθόδοξοι χριστιανοί από τα Βαλκάνια, αραβόφωνοι ορθόδοξοι από την περιοχή της Αντιόχειας, κά.) και στη διαμόρφωση οποιουδήποτε ονομαστικού ή ιδεολογικού φαινομένου που σχετίζεται με τον εθνικισμό και την προβολή ενός ιδεολογικού πλαισίου του 19ου αιώνα, αλλά να γίνει φορέας μιας άλλης Πολίτικης πολιτικής με χαρακτηριστικά οικουμενικότητας. Η ανασυγκρότηση της μειονότητας των Ρωμιών εκφράζεται στην πράξη μέσω της πολιτικοποίησης από τα όργανά της, τις κοινότητες, την πραγματοποίηση εκλογών και την εκπόνηση προτάσεων και διεκδικήσεων από τα ίδια τα μέλη της. (Σιγάλας, 2009, σ.416).

Επίσης, αξίζει να αναφέρουμε την άποψη του Γιάννη  Κτιστάκι (2010) σε άρθρο στον ημερήσιο τύπο, όπου αναφέρει ότι  η μειονότητα των Ρωμιών προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί με νέους και δυναμικούς ανθρώπους που δεν είναι φοβισμένοι ούτε για τον εαυτό τους, ούτε για τη μειονοτική τους ταυτότητα και η συμπαράσταση στον αγώνα τους είναι μια πράξη δημοκρατίας. Από την άλλη, η μέχρι σήμερα εμπειρία μας δείχνει ότι καμία διεκδίκηση δεν μπορεί να πολιτικοποιηθεί αν δεν εκφραστεί ως αίτημα μιας κοινότητας - είτε η κοινότητα αυτή είναι συνδικαλιστική, ακαδημαϊκή, εθνική ή μειονοτική.

Συμπερασματικά, θεωρούμε, ότι μέσα από την τάση της πολιτικής χειραφέτησης της Ρωμαίικης κοινότητας, η σημερινή χρήση του ονόματος Ρωμιοί αποτελεί το αποτέλεσμα μιας διαπραγμάτευσης ταυτότητας  της κοινότητας που βρίσκεται σε εξέλιξη, τόσο με την τουρκική, όσο και με την ελληνική εθνική κοινότητα. Ως προϊόν της μακρόχρονης πολύμορφης διαπραγμάτευσης της ταυτότητας της μειονότητας με την κρατική ιδεολογία και θεσμική εξουσία, έρχεται το ζητούμενο στο χωροχρόνο και αποκρυσταλλώνεται η επιθυμία να  ζήσουν τα μέλη της μειονότητας ως ισότιμοι πολίτες του κράτους αυτού.


Η πολιτική της μειονότητας των Ρωμιών

Είναι γεγονός ότι η συσσωρευμένη εμπειρική γνώση που οικοδομήθηκε τα τελευταία χρόνια  απελευθέρωσε τους Ρωμιούς από τα δεσμά της ομηρίας τους μέσα στο πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Μέσα στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η μειονότητα των Ρωμιών ήταν όμηρος - ιδιαίτερα από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και έπειτα - της διπλωματικής ισορροπίας των δύο χωρών, η οποία οδηγούσε στην ακραία αποπολιτικοποίηση των μελών της κοινότητας, καθώς η πολιτική ήταν γι αυτούς κάτι που λάμβανε χώρα κάπου μακριά, χωρίς να τους παρέχει καμιά δυνατότητα παρέμβασης στη σχέση τους με την κοινωνία στην οποία ζούσαν.

Ωστόσο, αυτή η πολιτική της μειονότητας μπορούσε να υπάρξει με την άρση των εις βάρος τους διοικητικών εμποδίων, αφενός, και αφετέρου της καλλιέργειας του φόβου, που τους εμπόδιζε  να διεκδικήσουν ως πολιτικά υποκείμενα την άρση αυτών  των εμποδίων. Η εσωστρέφεια και η αδράνεια των Ρωμιών ήταν απόρροια του συλλογικού φόβου και της κινδυνολογίας στο πλαίσιο ατομικών στρατηγικών και θέσεων εξουσίας μέσα στο πολύπλοκο πλέγμα που ορίζει ο μικρόκοσμος της μειονότητας, των εκπροσώπων της, καθώς  και των εκπροσώπων του τουρκικού και του ελληνικού κράτους που έρχονται σε επαφή με αυτήν. (Σιγάλας, 2006).

Από την άλλη πλευρά, η σαφής βελτίωση στο πλαίσιο της διαδικασίας εναρμόνισης της τουρκικής νομοθεσίας με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές του νομοθετικού πλαισίου, που αφορά τις αναγνωρισμένες μειονότητες (η Τουρκία δεν αναγνωρίζει άλλες μειονότητες πέραν των θρησκευτικών, δηλαδή αυτών στις οποίες γίνεται αναφορά στη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923) και η σημαντική αύξηση των μη κυβερνητικών οργανώσεων που ασχολούνται σήμερα στην Τουρκία με τα δίκαια των μειονοτήτων, δημιουργεί ένα κλίμα αλληλεγγύης στο δρόμο της διεκδίκησης της μειονότητας των Ρωμιών. Στη συγκυρία αυτή, η ρωμιοσύνη, ως σημαίνουσα συνιστώσα του πολίτικου πληθυσμού κατά τους προηγούμενους αιώνες, επειδή είναι φορέας της μνημονικής κληρονομιάς, επιθυμεί να εντυπώσει τη σφραγίδα της, κυρίως, στην ταυτότητα της Πόλης.

Έπειτα από τέσσερις δεκαετίες προβληματικών σχέσεων, που σημαδεύτηκαν από γεγονότα τόσο σοβαρά όσο τα Σεπτεμβριανά το 1955, οι μαζικές απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων το 1964, οι εντάσεις που ακολούθησαν την επέμβαση του τουρκικού στρατού στην Κύπρο το 1974, η ξαφνική επιστροφή σε μια πολιτική συμφιλίωσης το 1988 (ιστορική συνάντηση στο Νταβός ανάμεσα στον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Τουργκούτ Οζάλ), η συνδιάσκεψη του Ελσίνκι το Δεκέμβριο του 1999 και οι νέες συνθήκες που δημιουργούνται από τη διαδικασία ενσωμάτωσης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, φαίνεται πως ενισχύονται εκείνοι που πιστεύουν στην επιβίωση της πολίτικης ρωμιοσύνης.

Είναι γεγονός ότι οι αναθεωρήσεις του τουρκικού συντάγματος που ψήφισε το κοινοβούλιο της Άγκυρας το 2001 και το 2004 και οι πολλαπλές εγκύκλιοι που συνόδευσαν τη νομοθετική δραστηριότητα, εκλήφθηκαν ως σημάδια μιας πραγματικής και ειλικρινούς νέας προσέγγισης του μειονοτικού φαινομένου στην Τουρκία.  Ωστόσο, η Τουρκία δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση-Πλαίσιο για τις Εθνικές Μειονότητες του Συμβουλίου της Ευρώπης. (Tριανταφύλλου και Φωτίου, 2010, σ.121). Επιπλέον, ο Γιάννης Κτιστάκις (Καθημερινή, 12-11-2010), υποστήριξε ότι, «Ελλάδα και Τουρκία οφείλουν να κάνουν ένα γενναίο βήμα εμπρός, επικυρώνοντας τη Σύμβαση-πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, το πιο σύγχρονο (1995) και διαδεδομένο (39 ευρωπαϊκά κράτη) κείμενο μειονοτικής προστασίας. Τα άμεσα οφέλη θα είναι πολλά. Πρώτον, η προστασία των μειονοτήτων στην Ελλάδα και στην Τουρκία θα τεθεί υπό την έγκυρη και αξιόπιστη εποπτεία που υπάρχει σήμερα στην Ευρώπη, εκείνη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Δεύτερον, εξαιτίας της ευρωπαϊκής εποπτείας, απονευρώνεται ο όρος της «αμοιβαιότητας». Κάθε κράτος θα εφαρμόζει τα υποδεικνυόμενα από το Συμβούλιο της Ευρώπης μέτρα, χωρίς να μετρά ισάριθμες ενέργειες, αντιδράσεις από το έτερο κράτος. Τέλος, η Σύμβαση-πλαίσιο θα καταστρώσει, κατά τρόπο συνεκτικό, όλες τις πτυχές μίας σύγχρονης μειονοτικής προστασίας, χωρίς τις συσσωρευμένες στρεβλώσεις της Λωζάννης. 

Μακροπρόθεσμα το όφελος θα είναι ακόμη σημαντικότερο διότι, θα εμπεδωθεί  η ισονομία για όλους τους Έλληνες και όλους τους Τούρκους και θα εξαλειφθούν οι επιπόλαιες διπλωματικές εντάσεις του παρόντος. Ακόμη κι ένα από τα δύο κράτη επικυρώσει τη Σύμβαση, η απεμπλοκή από το αναχρονιστικό πλαίσιο μειονοτικής προστασίας της Λωζάννης  θα έχει ουσιαστικά δρομολογηθεί».

Ωστόσο, αξίζει να επισημανθεί, πως όταν η Τουρκία προετοίμαζε την υποψηφιότητά της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο πρόεδρος Τουργκούτ Οζάλ, σε ένα βιβλίο που έκανε αίσθηση, δεν παρέλειψε να τονίσει κι αυτός με έμφαση τις σχέσεις και ανταλλαγές ανάμεσα στις διαφορετικές πολιτισμικές παρουσίες της χώρας (Αναστασιάδου, 2009, σ.248).

Είναι γεγονός ότι η ρωμαίικη πολιτισμική υπόσταση είναι το αποτέλεσμα δύο χιλιετιών διαδοχικών ανταλλαγών, δανείων, συνεισφορών, επαφών και αλληλεπιδράσεων. Στα πιο πρόσφατα στάδια της πορείας αυτής, μια αποφασιστική τομή πραγματοποιήθηκε το 19ο αιώνα, στα πλαίσια των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων και της στερέωσης του νεοϊδρυθέντος Ελληνικού Βασιλείου. Από το 1850 και έπειτα, σε ολόκληρη την αυτοκρατορία και όχι μόνο στην Πόλη, διεξάγεται μια τεράστια επιχείρηση μόρφωσης και εκπαίδευσης των ετερόκλητων ρωμαιορθόδοξων πληθυσμών, που  στοχεύει στη δημιουργία κοινών πολιτιστικών σημείων αναφοράς, με επίκεντρο τα ιδεώδη του αναγεννώμενου ελληνισμού. Η υπαγωγή μέσω της παιδείας ατόμων και ομάδων στον ελληνόφωνο πολιτισμό θα διαμορφώσει μια συμπαγή, ομοιόμορφη και πληθυσμιακά εύρωστη ρωμαιορθόδοξη κοινότητα, που θα αντλεί στο εξής τις πολιτιστικές της αξίες από την αρχαία ελληνική και βυζαντινή κληρονομία. (Αναστασιάδου, 2009, σ.249)

Όμως, από το καλοκαίρι του 1923 με τη Συνθήκη της Λωζάννης, όπου τέθηκαν οι βάσεις του σύγχρονου τουρκικού κράτους-έθνους, έχουμε την επαναφορά του συστήματος των μιλέτ, υπό την πίεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων και παρά τη θέληση της Τουρκίας. Ωστόσο, η ανοικοδόμηση της νέας τουρκικής κοινωνίας με χαρακτηριστικά εθνικής ομοιογένειας και κοινού πολιτισμικού καλουπιού, οδηγεί τις τουρκικές αρχές στην εφαρμογή μιας πολιτικής που στοχεύει, αν όχι στην αφομοίωση των μειονοτικών στοιχείων, τουλάχιστον στη δημιουργία μιας διπλής πολιτισμικής υπαγωγής, τουρκικής και μειονοτικής. (Αkgonul, 2009, σ.260).

Είναι φανερό πως η προνομιακή σχέση της μειονότητας με την  ελληνική πολιτεία, η οποία, μέσω πολυάριθμων συμφωνιών και πρωτοκόλλων που υπέγραψε με την Τουρκία, άρχιζε να παίζει από το 1923 ρόλο προστάτιδας των Ρωμιών της Πόλης,  αναπόφευκτα πολλαπλασίασε τις εξαρτήσεις από την Αθήνα. Στο πλαίσιο αυτό, η κοινότητα δεν γινόταν νοητή ως ιστορικό υποκείμενο, αλλά ως αντικείμενο στο πλαίσιο του διαρκούς ανταγωνισμού μεταξύ των δύο ιστορικών υποκειμένων που αποτελούν το ελληνικό και το τουρκικό έθνος. 

Μέσα στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, οι άνθρωποι που αποτελούσαν τη ρωμαίικη μειονότητα δεν ήταν παρά μόνο τυπικά πολίτες της χώρας στην οποία ζούσαν, ήταν ένα είδος ομήρων, η κατάσταση των οποίων ήταν προσδεμένη σε ένα πολύπλοκο πλέγμα παραγόντων που ήταν σχεδόν παντελώς ξένοι στην πραγματικότητα της καθημερινής τους ζωής. Η ομηρία αυτή στα εντελώς ξένα στο πεδίο εμπειρίας τους δεδομένα της διπλωματικής ισορροπίας των δύο χωρών (ιδιαίτερα από τα μέσα της δεκαετίας και έπειτα), συντελούσε να δημιουργηθεί ένα  αίσθημα αδυναμίας απέναντι στα τεκταινόμενα. Επιπρόσθετα, η ομηρία αυτή οδηγούσε σε μια αλλοτρίωση σε σχέση με την τουρκική κοινωνία, μια σχιζοειδή αντίφαση μεταξύ της εμπειρίας της βιωμένης καθημερινότητας και της νοερής ένταξης σε μια εθνική κοινότητα πέραν της βιωμένης εμπειρίας (Σιγάλας, 2009, σ.414).

Από την άλλη πλευρά, οι διακρίσεις μουσουλμάνων και αλλόθρησκων, οι οποίες ήταν ασυμβίβαστες με την έννοια ενός σύγχρονου δημοκρατικού και κοσμικού κράτους, συνέχιζαν να καθορίζουν την τουρκική και πολιτική ζωή. Κάθε μη μουσουλμάνος αντιμετωπιζόταν με δυσπιστία, η οποία εντάθηκε ιδιαίτερα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τον διαβόητο κεφαλικό φόρο του 1942. Η ανέχεια στην οποία περιέπεσαν πολλοί Κωνσταντινουπολίτες, αποτέλεσμα του κεφαλικού φόρου, αποτελεί αδιαμφισβήτητα εύγλωττο παράδειγμα της οικονομικής αφαίμαξης που υπέστη η ελληνική μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη. (Σαρίογλου, 2011, σ.320).

Ωστόσο, αξίζει να ληφθεί υπόψη, πως στους πρώτους μήνες του Β΄ Παγκοσμίου, προκειμένου η Τουρκία να διασφαλίσει τη γερμανική ευμένεια, υπέγραψε με τους ναζί μια συμφωνία Φιλίας και Εμπορίου στις 18 Ιουνίου 1941. Επηρεασμένη από τις γερμανικές μεθόδους  «εθνοκάθαρσης», η τουρκική κυβέρνηση άρχισε να επιδεικνύει αδυσώπητα σκληρή στάση απέναντι στις μειονότητες. Μάλιστα, τη στιγμή που υπογραφόταν η συμφωνία, επιστρατεύονταν  όλοι οι μη μουσουλμάνοι μεταξύ 18 και 45 ετών και τους οποίους έστειλαν σε ειδικά στρατόπεδα  όπου αποτέλεσαν τα επαίσχυντα «τάγματα εργασίας» (amele taburu) για την κατασκευή του οδικού δικτύου της Μ. Ασίας. Ο σκληρός χειμώνας και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης κόστισαν τη ζωή σε πολλούς από αυτούς τους άνδρες. ( Σαρίογλου, 2011, σ.198). 

Παρόλα αυτά, σύμπασα  η ελληνική κοινότητα δεν έπαψε να αντιστέκεται στον κεμαλικό εθνικισμό, προσπαθώντας να διατηρήσει τη δική της, ιδιαίτερη πολιτιστική και θρησκευτική ταυτότητα.

Όμως, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου  λόγω του προβλήματος της σοβιετικής απειλής,  η τουρκική κυβέρνηση φαίνεται πρόθυμη να γεφυρώσει τις διαφορές της με την Ελλάδα. Μάλιστα, η στάση της Ελλάδας και του ελληνικού τύπου την περίοδο του μεγάλου σεισμού  το καλοκαίρι του 1946 που έπληξε την Τουρκία χαρακτηρίστηκαν από διάθεση για συμφιλίωση.

Ωστόσο, τα Σεπτεμβριανά γεγονότα του 1955 (κυβέρνηση Μεντερές), είχαν ως αποτέλεσμα να εντατικοποιηθεί το μεταναστευτικό ρεύμα των Ελλήνων που εγκατέλειπαν την Πόλη.  Μάλιστα, όσον αφορά τα γεγονότα σύμφωνα με τον βρετανό πρέσβη Στιούαρτ στο Φόρεϊν Όφις (ΦΟ 371/117711/RG1034450), τα γεγονότα είχαν οργανωθεί πολύ καλά, εκ των προτέρων, από την τουρκική κυβέρνηση, έτσι ώστε να συμπέσουν με τη λήξη της Διάσκεψης του Λονδίνου για το Κυπριακό ζήτημα. Επίσης, ο βρετανός διπλωμάτης αναφέρει πως, ούτε η τουρκική αστυνομία ούτε η στρατιωτική φρουρά που βρισκόταν σε υπηρεσία την ώρα των βιαιοπραγιών έκαναν την παραμικρή προσπάθεια να αναχαιτίσουν τις βιαιοπραγίες του όχλου.

Επιπρόσθετα, σε ό,τι αφορά τα Σεπτεμβριανά του 1955, αποκτά ιδιαίτερη σημασία ο λόγος του διπλωμάτη, δάσκαλου και στοχαστή Βύρωνα Θεοδωρόπουλου, ο οποίος το χρόνο εκείνο είχε βρεθεί πρόξενος στην Κωνσταντινούπολη και έζησε τη φρικτή νύχτα της καταστροφής, της λεηλασίας, της φωτιάς που κτύπησε ότι ήταν ελληνικό στην Πόλη. Μάλιστα, γράφει χαρακτηριστικά στα απομνημονεύματά του (Επιστημονικό Κέντρο Ανάλυσης και Σχεδιασμού, 2010), ότι σπίτια, μαγαζιά, σχολεία, ιδρύματα, εκκλησίες, ακόμη και νεκροταφεία είχαν παραδοθεί στον όχλο των καταστροφέων. «Και βλέπω ακόμη», γράφει, «τον έφιππο χωροφύλακα να βοηθάει τον εμπρηστή διαδηλωτή με τον αναμμένο δαυλό να περάσει το παράθυρο του Ζαππείου για να βάλει φωτιά. Με την εμπειρία της νύχτας εκείνης προσπαθούσα και τότε να αναλογιστώ τι εσήμαιναν οι πολλές εκείνες νύχτες της φωτιάς, της λεηλασίας και της σφαγής που πέρασε η Σμύρνη. Σε άλλη κλίμακα η μία νύχτα στην Πόλη, σε άλλη κλίμακα τα μερόνυχτα της αγωνίας, του φόβου και του πόνου στη Σμύρνη. Οι  Κωνσταντινουπολίτες στωικά προσπάθησαν να ξαναρχίσουν μετά την  6η Σεπτεμβρίου 1955 τη ζωή τους, μέχρι τουλάχιστον το 1964, όταν αναγκάστηκαν σχεδόν μαζικά να εκπατριστούν, ενώ για τους Σμυρνιούς εκείνες οι μέρες του Σεπτεμβρίου 1922 ήταν πραγματικά και με όλη τη σημασία της λέξης η καταστροφή. Το τέλος μιας παρουσίας αιώνων».

Αναμφίβολα,  η χαριστική βολή για την κοινότητα των πολιτών και τα ιδρύματά της υπήρξαν οι απελάσεις των ελλήνων πολιτών το 1964. Ενώ το 1957 υπήρχαν 60.489 Έλληνες στην Πόλη, είκοσι χρόνια αργότερα  δεν απέμειναν παρά μόνο 8.800. Σήμερα, μετά βίας μπορεί κανείς να αποκαλέσει «μειονότητα» την ισχνή κοινότητα των Πολιτών, η οποία αποτελείται από 1000 περίπου κατοίκους (Σαρίογλου, 2011, σ.321).

Είναι φανερό ότι τα τελευταία ογδόντα χρόνια, έχουν σχεδόν ξεχαστεί οι Έλληνες της Τουρκίας που ολοένα  λιγοστεύουν. Αναμφίβολα, η ταινία του Πολίτη σκηνοθέτη Τάσου Μπουλμέτη, «Πολίτικη κουζίνα», μας έδωσε την ευκαιρία να καταλάβουμε τους Ρωμιούς της Πόλης και να «γευτούμε»την κουζίνα τους μέσα από την κοσμοπολίτικη ιστορία τους. Η Πολίτικη Κουζίνα είναι πικάντικη. Κι αυτό,  γιατί παλιά η Ιστανμπούλ ήταν μια κοσμόπολη. Άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο φεύγανε από τους τόπους τους και πήγαιναν στην Πόλη για να κυνηγήσουν μια καλύτερη τύχη. Τις ιστορίες του τόπου τους, για να μην τις ξεχάσουν, τις έβαζαν μέσα στο φαγητό τους. Ό, τι κουβάλησαν από τον τόπο τους ήταν δυο δράμια πιπέρι, λίγη ρίγανη, ένα κομμάτι σαφράνι. Οι ιστορίες τους. Και μόλις κατάφεραν να στεριώσουν, τότε πάλι κάτι συνέβαινε και έπρεπε να φύγουν ξανά. Η Πολίτικη κουζίνα είναι πολιτική κουζίνα, γιατί είναι φτιαγμένη από τους ανθρώπους που άφησαν το φαί  τους στη μέση, κάπου αλλού…

Η Κωνσταντινούπολη, η Ιστανμπούλ, η Πόλη, η Πόλη των πόλεων, είναι η πραγματική πατρίδα των Ρωμιών, οι αναμνήσεις τους, τα θεμέλια της ιστορίας τους, η πηγή του πολιτισμού τους, η ταυτότητά τους (Ιlay Όrs, 2009, σ.245).

Όμως, αυτοί που έφυγαν για να ξαναρχίσουν μια νέα ζωή αλλού, με παιδιά, δουλειά, νέο κοινωνικό περίγυρο, έμειναν πιστοί στην ταυτότητά τους. Ακόμη, κράτησαν ζωντανά την επαφή με τη γενέτειρά τους, άλλοτε νοητικά, μέσα από τους μηχανισμούς της μνήμης και άλλοτε με ταξίδια και διαμονή που πύκνωναν κάθε φορά που το πολιτικό κλίμα ανάμεσα στην Αθήνα και την Άγκυρα βελτιωνόταν.  Πολλοί από αυτούς διατήρησαν την τουρκική ιθαγένεια. Ο λόγος αυτής της επιλογής είναι  αυτονόητος, διότι φοβούνται ότι η απώλεια της τουρκικής ιθαγένειας θα μπορούσε να εξελιχτεί, βραχυπρόθεσμα, σε κατάσχεση των περιουσιών τους. 

Επιπρόσθετα, ως Τούρκοι πολίτες μπορούσαν να ελπίζουν σε κάποιο κέρδος προερχόμενο από τα δεσμευμένα τους ακίνητα, αναμένοντας καλύτερες μέρες. Ακόμη, όσοι έχουν συμφέροντα και δεσμούς στην Πόλη, δεν έπαψαν ποτέ να παίρνουν το λεωφορείο ή το αεροπλάνο και να πηγαίνουν, σε τακτά χρονικά διαστήματα, για να βεβαιωθούν ότι το σπίτι τους είναι ακόμη όρθιο ή ότι δεν έχει καταληφθεί από Ανατολίτες, αλλά και να ακουμπήσουν λίγα λουλούδια στον τάφο κάποιου αγαπημένου προσώπου. (Αναστασιάδου&Ντυμόν, 2007, σ.69).

Ωστόσο, εάν επιχειρήσουμε να έχουμε μια ψυχολογική «ενσυναίσθηση» των Πολιτών θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι όλοι τους νιώθουν, ειλικρινά, πολίτες του κράτους στο οποίο ανήκε η γενέτειρά τους. Όμως, παρά τις παραβιάσεις της Συνθήκης της Λωζάννης από τις εκάστοτε κυβερνήσεις στα μειονοτικά ζητήματα, τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία υπέγραψαν μια σειρά από πολυμερείς συμφωνίες, που συντάχθηκαν με σκοπό να διαφυλάξουν γενικότερα τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και ειδικότερα τα δικαιώματα των μειονοτήτων.

Είναι φανερό ότι το Σύμφωνο Υποχρεωτικής Ανταλλαγής του Ελληνικού και του Τουρκικού Πληθυσμού, που υπογράφτηκε στις 30 Ιανουαρίου 1923, μπορεί να θεωρηθεί ως η πιο σημαντική ένδειξη της προσπάθειας να δημιουργηθεί μια ομοιογενής  κοινωνία και ταυτόχρονα να καθοριστεί η ταυτότητα όσων θα ζούσαν στα εδάφη αυτών των δύο κρατών. Eπιπρόσθετα, οι αποφάσεις που υιοθετήθηκαν στη Λωζάννη αποτελούν προϊόν συμβιβασμού αντίθετων ή επάλληλων επιδιώξεων των διαπραγματευτών και παράλληλα, σύμφωνα με το σύγχρονο δίκαιο δικαιωμάτων του ανθρώπου και του δικαίου της εποχής που συντάχτηκε η Σύμβαση, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων (Τσιτσελίκης, 2009, σ.154).

 Όμως, σήμερα, μέσα από την τουρκική υποψηφιότητα στην Ε.Ε., οι Ρωμιοί σπεύδουν να αξιοποιήσουν τις αναγκαίες  τροποποιήσεις του τουρκικού συνταγματικού και νομοθετικού πλαισίου και να δηλώσουν αποφασισμένοι να εξαντλήσουν όλα τα ένδικα έννομα μέσα προκειμένου να υπάρξει επιστροφή των δημευμένων κοινοτικών κτημάτων.

Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι χαρακτηριστικό ότι  τον Οκτώβριο του 2004, η τουρκική κυβέρνηση δεν κατάφερε να εμποδίσει την παραπομπή σε δίκη των πανεπιστημιακών Ιμπραχίμ Κάμπογλου και Μπακσί Οράν, οι οποίοι είχαν δημοσιεύσει μια έκθεση στην οποία υπογράμμιζαν τη σημασία για την Τουρκία της διεύρυνσης των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Η έκθεση αυτή,  που συντάχθηκε στο πλαίσιο μιας επιτροπής των  δικαιωμάτων του ανθρώπου άμεσα εξαρτώμενης από τον πρωθυπουργό, καταγγέλλει τις παραβιάσεις όχι μόνο της Συνθήκης της Λωζάννης, αλλά και των διατάξεων των διαφόρων πακέτων εναρμόνισης που ψηφίστηκαν από το 2002. Παράλληλα, καλεί τις αρχές να πάρουν όλα τα απαραίτητα μέτρα, ώστε η χώρα να ξεκινήσει έναν ειλικρινή πολιτισμικό πλουραλισμό, που θα σέβεται το δικαίωμα στη διαφορά των επιμέρους εθνοτικών ταυτοτήτων (Αναστασιάδου & Ντυμόν, 2007, σ.225).

Παρόλα αυτά, σήμερα, έχουμε  την ελληνική επιχειρηματική παρουσία στην Τουρκία, η οποία αναπτύσσεται στο πλαίσιο της διεθνοποίησης της ελληνικής οικονομίας και συνδέεται με την επέκταση των ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια. Το φαινόμενο αυτό πρέπει να προσεγγιστεί όχι μόνο  με αφαιρετικούς όρους κίνησης κεφαλαίων και καταναγκασμών της παγκόσμιας αγοράς, αλλά και με όρους κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή αναδιάταξης των σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών ομάδων  και ανάδυσης μιας επαγγελματικής μετανάστευσης μεσαίων αστικών στρωμάτων από την Ελλάδα.

 Η ενσωμάτωση των εκπατρισθέντων στελεχών στο τοπικό περιβάλλον παρουσιάζει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Τα στελέχη εργάζονται και ζουν σε χώρους με «διεθνή» χαρακτήρα, που συνδέονται περισσότερο με τα ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα της Τουρκίας (πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι, Δυτικοευρωπαίοι, Αμερικανοί στελέχη και επιχειρηματίες). Τα αγγλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας και η Πόλη περιγράφεται ως ένα κοσμοπολίτικο, πλουραλιστικό, πολιτισμικό  περιβάλλον. Αναμφίβολα, ο αντίκτυπος της αύξησης των ελληνοτουρκικών εμπορικών συναλλαγών και επενδύσεων είναι σημαντικός και συμβολικός συνάμα  για τη μικρή Ρωμαίικη μειονότητα (Χαρδαλιά, 2009, σ.265). 

Έτσι, αν και οι οπαδοί της κατεστημένης τάξης πραγμάτων δεν έχουν ακόμη αποδυναμωθεί, η Τουρκία φαίνεται πως τελικά επιθυμεί να μη χάσει το ραντεβού της με την Ευρώπη. Σε αυτή την προοπτική βασίζεται η ρωμαίικη μειονότητα και παράλληλα η ελληνική επιχειρηματική παρουσία στην Τουρκία μπορεί να θεωρηθεί ως ένα αισιόδοξο προμήνυμα στην εξέλιξη των διμερών σχέσεων (Παπαδόπουλος, 2009, ΕΚΕΜΕ, 38).

Ίμβρος και Τένεδος

Ιδιαίτερα, η Ίμβρος και η Τένεδος, αποτελούν εξαίρεση στο αναφερόμενο σχέδιο εθνικής  ομογενοποίησης, διότι έμειναν εκτός της ανταλλαγής, όπως η Δυτική Θράκη και η Κωνσταντινούπολη.

Η ιστορία της Ίμβρου και της Τενέδου, φανερώνει ένα πρόγραμμα εκτουρκισμού, δεδομένου ότι οι τόποι αυτοί υπέστησαν  ένα συστηματικό πρόγραμμα εποικισμού, μετανάστευσης, απαλλοτρίωσης και μετονομασίας των περιοχών τους.

Συγκεκριμένα, το 1973, το 1984 και το 2000 μεταφέρθηκαν στο νησί της Ίμβρου  έποικοι οι οποίοι ήρθαν, αντίστοιχα, από την περιοχή της Τραπεζούντας, της Ισπάρτα, του Μπουντρούμ και του Τσανάκαλε (Babul, 2009, σ.223).

Σήμερα, στο νησί, βλέπουμε τέσσερα από τα χωριά που προϋπήρχαν να έχουν μετατραπεί από το κράτος της Τουρκίας σε περιοχές εγκατάστασης που ήρθαν από την Ανατολία. Επιπρόσθετα, η απαλλοτρίωση των κτημάτων του γηγενούς  πληθυσμού, που άρχισε το 1964, η εγκατάσταση στον  ίδιο χρόνο του Α΄ Τάγματος του 116ου Συντάγματος Τσανάκαλε, η απαγόρευση της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία που από το 1950 λειτουργούσαν με βάση τη μικτή ελληνοτουρκική εκπαίδευση και η αλλαγή του ονόματος του νησιού από Ίμβρος (Imroz) σε  Gokceada, βάσει μιας απόφασης του 1970, μπορούν να θεωρηθούν ως οι σημαντικότερες στιγμές της διαδικασίας κατά την οποία το κράτος προσδιόριζε τη σημασία που είχε για το τουρκικό κράτος αυτό το νησί  (Βabul, 2009, σ.224) .

Έτσι, στο τέλος αυτής της διαδικασίας ο πληθυσμός του νησιού έχει υποστεί μια δραματική αλλαγή, τόσο λόγω της εγκατάστασης  στα χωριά του πληθυσμού που είχε μεταφερθεί εκεί, όσο και λόγω του ότι οι γηγενείς Ρωμιοί, τρομοκρατημένοι από την πολιτική που εφάρμοζε το τουρκικό κράτος στο νησί, εγκατέλειψαν τον τόπο τους. Στο νησί αυτό, όπου το 1923 ζούσαν 8500 Ρωμιοί, το έτος 2000 το ποσοστό των Ρωμιών προς τους Τούρκους είχε αλλάξει σε 200 προς 8000 (Βabul, 2009, σ.225).

Επίσης, σε ότι αφορά τον ελληνικό πληθυσμό του νησιού της Τενέδου, είχαμε ανάλογες καταστάσεις. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την αρχαιολόγο Καλλέγια (2006), οι έλληνες κάτοικοι το 1920 ήταν 2835, το 1964 περίπου  1750 και το 1990 είχαν απομείνει λιγότεροι από 60, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ηλικιωμένοι. Οι πιο πολλοί έφυγαν για να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, την Αυστραλία, την Αμερική και τη Γαλλία.

Μάλιστα, στις 15 Οκτωβρίου 1936, μετά από διαταγή του Χασίμ Μπέη, δημάρχου της Τενέδου, η χρήση οποιασδήποτε άλλης γλώσσας εκτός από την τουρκική θεωρήθηκε παράνομη. Επιπλέον, οι Τούρκοι άρχισαν να χρησιμοποιούν τα νησιά αυτά ως ανοιχτές φυλακές (Σαρίογλου, 2011, σ.194). Είναι φανερό ότι η θέση των Ελλήνων της Ίμβρου και της Τενέδου ήταν πραγματικά αξιοθρήνητη, καθώς αντιμετώπιζαν προβλήματα επιβίωσης. Ιδιαίτερα, το αδιάλειπτο πρόγραμμα εκτουρκισμού στα νησιά της Ίμβρου και της Τενέδου έγινε πιο εντατικό μετά το τέλος του Β΄ Π. Π. Παρά της Συνθήκης της Λωζάννης, οι τουρκικές αρχές του νησιού κατέσχεσαν πολλές ελληνικές περιουσίες, όπως οι τεράστιες εκτάσεις που ανήκαν στη Μονή της Αγίας Λαύρας (Σαρίογλου, 2011, σ.197).

Ωστόσο, η έκθεση προόδου της Επιτροπής τον Οκτώβριο του 2009 κάνει ειδική μνεία σε απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την εκκλησιαστική περιουσία στην Τένεδο και στο ότι η Τουρκία πρέπει να σέβεται πλήρως τα περιουσιακά δικαιώματα των μη μουσουλμανικών θρησκευτικών κοινοτήτων.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα οι Ίμβριοι και οι Τενέδιοι που έφυγαν από το νησί δεν μπορούσαν να επιστρέψουν, κυρίως, λόγω ανασφάλειας που αισθάνονταν έναντι του τουρκικού κράτους, αλλά ακόμη και της ειδικής άδειας που απαιτούνταν από τις τουρκικές αρχές ως επίσκεψη σε «περιοχή στρατιωτικής ασφαλείας» και έδινε μέχρι το 1993 η Νομαρχία Τσανάκαλε. Είναι γεγονός ότι η κατάργηση της άδειας το 1993 είχε σημαντικό αντίκτυπο στην ελληνική μειονότητα. Όμως, η νέα τοπική διοίκηση της Ίμβρου, η οποία χαρακτήρισε το νησί «τουριστικό παράδεισο» λόγω της φυσικής ομορφιάς και του πολιτιστικού του πλούτου, προσδιόριζε τους Ρωμιούς που επέστρεφαν ως χριστιανούς Ορθοδόξους «επισκέπτες», που έρχονται για να γιορτάσουν το πανηγύρι της Παναγίας στις 15 Αυγούστου και να συμβάλλουν στην τοπική οικονομία. Ακόμη, άξιο αναφοράς αποτελεί η κριτική  των «εκλεκτών» Τούρκων (μορφωμένων και με υψηλό εισόδημα, οι οποίοι αγόρασαν και ανακαίνισαν σπίτια στα χωριά), προς το τουρκικό κράτος και η οποία εστιάζεται στη λανθασμένη πολιτική εποικισμού με το επιχείρημα ότι το νησί γέμισε με «βαρβάρους» από την Ανατολή και οι οποίοι δεν κατανοούν τον πολιτισμό του νησιού και μένουν εκεί ως ξένο σώμα (Βabul, 2009, σ.232).

Σύμφωνα δε με το Νόμο περί Χωρίων της Τουρκικής Δημοκρατίας, καθώς και το Νόμο Κτηματολογίου που άλλαξε το 2000 μετά από πολλές και έντονες συζητήσεις, οι «ξένοι» ιδιώτες που δεν είναι υπήκοοι της Τουρκικής Δημοκρατίας υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς όταν πρόκειται να αποκτήσουν ακίνητα και καλλιεργήσιμα κτήματα εντός των ορίων των χωριών, δεδομένου ότι οι περιοχές αναφέρονται ως «στρατιωτικές περιοχές ειδικής ασφάλειας». Όταν μάλιστα  πρόκειται να αποκτήσουν ακίνητα εντός πόλης, τότε αυτό εξαρτάται από το αν υπάρχει αμοιβαιότητα στο θέμα αυτό μεταξύ της Τουρκίας και του κράτους του οποίου είναι υπήκοοι. Με αυτή την έννοια, το γεγονός ότι οι περισσότεροι Ίμβριοι και Τενέδιοι Ρωμιοί είναι Έλληνες υπήκοοι και άρα δεν μπορούν να είναι νόμιμοι ιδιοκτήτες του σπιτιού των προγόνων τους, τίθεται  ζήτημα  υπηκοότητας και κατά συνέπεια η υπόθεση «ανήκω στο νησί», μπορεί να εκφράζεται με αισθήματα  όπως: «θυμάμαι, αναπολώ, λαχταρώ, γνωρίζω,  αγαπώ», τα οποία, όμως, θεωρούνται άσχετα με το θέμα. Δηλαδή η «υπηκοότητα», η οποία ρυθμίζει μέσω του κράτους τις σχέσεις του ατόμου με τον τόπο καταργώντας τους δεσμούς εντοπιότητας και εκτουρκισμού σε ολόκληρη την Τουρκία, εμφανίζεται ως ζήτημα εφαρμογής της κρατικής κυριαρχίας. 

Συνεπώς, ο λόγος για τον οποίο απορρίπτονται εκ μέρους του κράτους οι διεκδικήσεις των Ρωμιών που βρίσκονται στην Ίμβρο και την Τένεδο είναι το ότι οι Ρωμιοί στα νησιά αυτά είναι αποδεκτοί στο κράτος-έθνος ως οι «άλλοι», λόγω θρησκείας και εθνικής  καταγωγής, μολονότι, ο θεσμός της υπηκοότητας, τυπικά, έχει οργανωθεί ως ανεξάρτητος της θρησκείας και της εθνικής καταγωγής. Η κατάσταση αυτή φανερώνει όσα συμβαίνουν στο αφανές προσκήνιο της λειτουργίας του «κράτους δικαίου» στις διοικητικές πρακτικές της Τουρκικής Δημοκρατίας, η οποία ιδρύθηκε αρνούμενη να αποδεχθεί την κληρονομιά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Αναμφίβολα, τα στατιστικά  στοιχεία μιλούν από μόνα τους. Λόγω του καλλιεργούμενου εχθρικού κλίματος, η ελληνική κοινότητα πραγματοποίησε σταθερή και κατά καιρούς δραματική έξοδο από την Πόλη, την Ίμβρο, την Τένεδο, αλλά και από την υπόλοιπη χώρα. Αναμφίβολα, για τους Τούρκους αποτελεί μια μαύρη υποσημείωση στη σύγχρονη ιστορία τους, που αυτοπροσδιορίζεται ως περίοδος κοινωνικής και πολιτικής μεταμόρφωσης.

Ωστόσο, από την πλευρά της Ε. Ε. και συγκεκριμένα ο Ελβετός βουλευτής του Συμβουλίου της Ευρώπης Αντρέας Γκρός, παρουσίασε  προς έγκριση, στη Μόνιμη Επιτροπή της Συνέλευσης στις 11 Μαρτίου 2011, σχέδιο Ψηφίσματος  για την κατάσταση των «τουρκικής κουλτούρας» κατοίκων της Κω και της Ρόδου. Στο σχέδιο αυτό, που συντάχθηκε ως αντιστάθμισμα στο ψήφισμα που, πριν από τρία χρόνια, ενέκρινε η Συνέλευση του ΣτΕ, για την κατάσταση των Ελλήνων μειονοτικών σε Ίμβρο και Τένεδο, αναγνωρίζεται η ύπαρξη «μουσουλμανικής μειονότητας» στα δύο αυτά ακριτικά νησιά και καλείται η ελληνική κυβέρνηση να ανοίξει τουρκόφωνα σχολεία σε Κω και Ρόδο, να πληρώσει δασκάλους για να διδάξουν τουρκικά στα παιδιά των μουσουλμάνων και να διασφαλίσει μια υπεύθυνη και διαφανή διαχείριση στα ισλαμικά ιδρύματα (Ελευθεροτυπία, 9-3-2011).

Όμως, ο Αντρέας Γκρός παραδέχεται στο σχέδιο ψηφίσματός του ότι αποδείχθηκε γράμμα κενό η αμφιλεγόμενη έκθεσή του πριν από  τρία χρόνια στη Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης που υποτίθεται ότι θα ενίσχυε τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας σε Ίμβρο και Τένεδο. Ο ίδιος «ομολογεί» ότι δεν έχει σημειωθεί καμία πρόοδος για την επανεκχώρηση των απαλλοτριωθέντων ακινήτων ενώ, αντίθετα, μεγάλα κομμάτια της γης τους δίνονται στους Τούρκους. Επιπρόσθετα, παρά τις περί του αντιθέτου τουρκικές δεσμεύσεις, τα έξι σχολεία της ελληνικής μειονότητας της Ίμβρου είναι ακόμη ερείπια ή έχουν νοικιαστεί για εμπορικούς σκοπούς. Τέλος,  σημειώνει, ότι δεν έχουν αποδοθεί, ακόμη, οι περιουσίες των ελληνικών θρησκευτικών ιδρυμάτων που κατασχέθηκαν (Ρούσης, 9/3/2011).

Σήμερα, για να γίνει πραγματικότητα η πολιτική της μειονότητας θα πρέπει τα μέλη της να αισθάνονται ότι η χρήση του συλλογικού φόβου, της αδράνειας, της εσωστρέφειας σε συνάρτηση με το πλέγμα συμφερόντων στο εσωτερικό της αποτελούν αρνητικούς παράγοντες στην επίτευξη του στόχου. Επιπρόσθετα,  οι  απαραίτητες  ποιοτικές διεργασίες εναρμόνισης της τουρκικής νομοθεσίας με τις ευρωπαϊκές  προδιαγραφές φαίνεται πως   δημιουργούν τις προϋποθέσεις  για τη θετική  αλλαγή του πολιτικού γίγνεσθαι της ελληνικής  μειονότητας  στην Τουρκία. 

Ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου

Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, από την ίδρυσή του στα τέλη του 4ου αιώνα,  συνυπήρχε με την κοσμική αυτοκρατορική εξουσία. Οι Οθωμανοί τον 16ο αιώνα δεν παρενέβαιναν στους ιδιαίτερους νόμους και στις παραδόσεις των λαών που κατακτούσαν, αλλά τους διοικούσαν μέσω των κατά τόπους θρησκευτικών ηγετών. Εφόσον δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ ιθαγένειας και θρησκείας ή εκκλησιαστικού και αστικού δικαίου, για τους Οθωμανούς ο Πατριάρχης ήταν ο επικεφαλής του «ελληνικού έθνους» (millet-I Rum)και του παραχωρούσαν σε αντάλλαγμα ακόμα και τα προνόμια που του είχαν στερήσει οι χριστιανοί αυτοκράτορες ( Σαρίογλου, Ε., 2011, σ.108).

Όμως, μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, το Πατριαρχείο ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει τον πολιτικό και διοικητικό χαρακτήρα του και παραμένει εκκλησιαστικός θεσμός που θα αφορά ολόκληρη την ορθοδοξία.

Ακόμη, τα κοινοτικά εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα θα διοικούνται από εκπροσώπους εκλεγμένους από το λαό, σύμφωνα με τους κανονισμούς που αφορούν τις μειονότητες.

Επίσης, η εκλογή του Πατριάρχη θα γίνεται σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες και η σχέση του Πατριαρχείου με το τουρκικό κράτος, όπως δηλώθηκε στο Συνέδριο θα είναι όπως οι σχέσεις της Εκκλησίας της Αγγλίας, της Γαλλίας  και των Η.Π.Α. με το αντίστοιχο κράτος.

Επιπρόσθετα, το Πατριαρχείο αποδέχεται τη δήλωση του Ριζά Νούρ Μπέη, ότι η Τουρκία, ενώ καταργεί όσα προνόμια των κληρικών δεν συνάδουν με το νέο δημοκρατικό καθεστώς, δεν θα παρεμβαίνει στις εκκλησιαστικές αποφάσεις ή σε ζητήματα οργάνωσης της ιεραρχίας. (  Σαρίογλου, Ε., 2011, σ.109).

Έτσι, μετά την ίδρυση της Δημοκρατίας το 1923, η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης είχε ως μοναδικό ορίζοντα την ορθόδοξη κοινότητα της Τουρκίας και παράλληλα, χωρίς να απαρνηθεί την ελληνικότητά της, να καταφέρει να οικοδομήσει μια εικόνα παγκοσμιότητας, παίζοντας το χαρτί του οικουμενισμού. Από αυτή την άποψη, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και η επάνοδος των θρησκευτικών πρακτικών στις χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης δημιούργησαν εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες. Όμως, αυτή η νέα διαδρομή στέφθηκε με επιτυχία και χάρη στην προσωπικότητα του σημερινού Οικουμενικού Πατριάρχη που εκλέχτηκε τον Οκτώβριο του 1991. 

Είναι φανερό ότι τα περισσότερα από τα  κλειδιά της διατήρησης της συλλογικής ρωμαίικης ταυτότητας βρίσκονται στα χέρια της ορθόδοξης Εκκλησίας και ειδικότερα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Βέβαια, για τους Ρωμιούς της Πόλης, ορθοδοξία και ελληνικότητα είναι έννοιες συμπληρωματικές και ακόμη έχουν αποδεχτεί την κληρονομιά της αστικής και κοσμικού πνεύματος τάξης, που από την εποχή των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων είχε πολλαπλασιάσει τις πρωτοβουλίες προς ενίσχυση του συναισθήματος υπαγωγής των Ρωμιών στη μεγάλη οικογένεια του ελληνισμού (Αναστασιάδου & Ντυμόν, 2007).

Ο πατριαρχικός θεσμός βρίσκεται σήμερα στην πρώτη γραμμή του αγώνα για την επιβίωση. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ως ο Πρώτος τη τάξει Επίσκοπος της όλης Ορθοδόξου Εκκλησίας, έχει και κατά τούτο δεδομένας αρμοδιότητας και ευθύνας, ου τας τυχούσας (Α.Θ.Π. Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ.Βαρθολομαίος, 2009,σ.13). Ο λόγος του κ. Βαρθολομαίου στο Συνέδριο ήταν ενωτικός και από την αρχή η τοποθέτηση ήταν, για μια άλλη φορά, υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας σε συνάρτηση ευθέως προς τις δεσμεύσεις και της  υποχρεώσεις της, μεταξύ των οποίων προέχουσα θέση κατέχει η διασφάλιση του απαραβίαστου των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των μειονοτήτων. Επίσης, επισημαίνει, υπό την προοπτική των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων, ούτε ξένοι ή φιλοξενούμενοι είναι οι Ρωμιοί στην Πόλη, ούτε πάροικοι βεβαίως. Ωστόσο, αισθάνεται την ανάγκη με έμφαση να συνομιλήσει με όλους για την αναγκαιότητα της από κοινού οικοδομής του μέλλοντος στο σύνολο των κατοικούντων στην Τουρκία, αλλά ταυτόχρονα και για το κοινό μέλλον ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Από την άλλη πλευρά, η Άγκυρα δεν αναγνωρίζει την οικουμενικότητα του Πατριαρχείου και σε συνέντευξη που παραχώρησε ο Αμπντουλάχ Γκιούλ στο δημοσιογράφο Α.Έλλις (αναφορά σε άρθρο στην εφημερίδα Καθημερινή στις 25-12-2009), υποστήριξε ότι επετράπη στο Πατριαρχείο να παραμείνει στην Τουρκία μόνο για να παρέχει θρησκευτικές και πνευματικές υπηρεσίες στους ορθοδόξους και ελληνικής καταγωγής Τούρκους πολίτες της Κωνσταντινούπολης. Με άλλα λόγια, το να χαρακτηριστεί «οικουμενικό» το ελληνικό ορθόδοξο Πατριαρχείο του Φαναρίου αντιβαίνει στη συνθήκη της Λωζάννης.  

Σε ότι αφορά τη θεολογική Σχολή της Χάλκης τόνισε ότι  διέκοψε τις εργασίες της το 1971 έπειτα από σχετική απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που κάλυπτε όλα τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα στην Τουρκία. Συνεπώς, η νομική απόφαση δεν στόχευε σε αυτή τη συγκεκριμένη σχολή και από την πλευρά της κυβέρνησης αναζητούνται τρόποι για να υπερβούν τα νομικά κωλύματα, ώστε να διασφαλιστεί η επαναλειτουργία της Σχολής μέσα στα όρια του Συντάγματος και του κοσμικού εκπαιδευτικού συστήματος. 

Όμως, μερικά χρόνια αργότερα (Δεκέμβριος 2009), είχαμε τη συγκινητική κραυγή αγωνίας του Οικουμενικού Πατριάρχη στην αμερικανική τηλεόραση και τη δραματική έκκλησή του υπέρ της ελευθερίας του Φαναρίου και της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, επαναφέροντας στο προσκήνιο τις αντίξοες συνθήκες κάτω από τις οποίες αγωνίζεται να επιβιώσει ο κορυφαίος θεσμός της Ορθοδοξίας (Α.Έλλις, Καθημερινή, 25-12-2009). 

Είναι γεγονός ότι η προβολή της συνέντευξης του Οικουμενικού Πατριάρχη από την υψηλής τηλεθέασης ενημερωτική εκπομπή «60 λεπτά»του δικτύου CBS την τελευταία Κυριακή πριν από τα Χριστούγεννα, προκάλεσε το ενδιαφέρον της αμερικανικής κοινής γνώμης, με αποτέλεσμα η παρεμπόδιση της ελευθερίας του Φαναρίου να μην απασχολεί πλέον μόνο την ελληνοαμερικανική κοινότητα, αλλά να καθίσταται μέρος του ευρύτερου πολιτικού διαλόγου. Οι υπεύθυνοι της εκπομπής που είχαν μεταβεί στην Τουρκία και συνάντησαν τον κ. Βαρθολομαίο, δήλωσαν γοητευμένοι από το ήθος, την απλότητα, την ανθρωπιά του, αλλά και συγκλονισμένοι από τις αδικίες που υφίσταται και τις κακουχίες που υπομένει. Σε μια χώρα όπου  η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί ύψιστο ανθρώπινο δικαίωμα και κορυφαίο κεκτημένο, δύσκολα μπορεί να αγνοήσει κανείς την επώδυνη εξομολόγηση του ηγέτη της Ορθοδοξίας ότι αισθάνεται «σταυρωμένος» και «πολίτης δεύτερης κατηγορίας». Ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτή προέρχεται από έναν άνθρωπο χαμηλών τόνων που μιλάει θετικά για τον πρωθυπουργό της Τουρκίας και υποστηρίζει ένθερμα την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας.

Ωστόσο, από την πλευρά της Τουρκίας υπάρχει έντονος προβληματισμός σχετικά με το αυξημένο κύρος του κ. Βαρθολομαίου. Ο Λευκός Οίκος τον περιέγραψε ως « ηγέτη παγκοσμίου βεληνεκούς», εκθειάζοντας τις προσπάθειες του  υπέρ της ειρήνης, της θρησκευτικής ανοχής, της προστασίας του περιβάλλοντος και παράλληλα δήλωσε αλληλέγγυος στον αγώνα του και τον διαβεβαίωσε ότι «είμαστε όλοι μαζί σας», διότι «υπήρξατε πάντα γενναίος , ποτέ από θέση ασφάλειας και έχετε ακούραστα αντιμετωπίσει αυτούς που επιχειρούν να διαβρώσουν την ισχύ της Εκκλησίας». Βεβαίως, η Ουάσιγκτον έχει κάθε λόγο να στηρίζει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, καθώς, η «εναλλακτική λύση» στην κορυφή της Ορθοδοξίας είναι το Πατριαρχείο Μόσχας (Καθημερινή, 17-4-2011).

Επιπρόσθετα, στην πολύπλοκη εξίσωση εμπλέκεται και η Ε.Ε. Η Ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι η προστασία των θρησκευτικών ελευθεριών αποτελεί προϋπόθεση για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, θέση που υιοθετεί πλήρως η Κομισιόν, όλες οι Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ακόμη κι αυτές που υποστηρίζουν ένθερμα την ένταξη της Τουρκίας στην Ένωση.

Ωστόσο, από την πλευρά του τύπου και μάλιστα από τη μεγαλύτερη σε κυκλοφορία φιλοκυβερνητική εφημερίδα της Τουρκίας τη  «Zaman», έχουμε αρκετά άρθρα τα οποία θεωρούν ανεξήγητη την εμμονή της Τουρκίας να παρεμποδίζει τη λειτουργία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τη στιγμή που έχει κάθε λόγο να το προστατεύσει και να προβάλλει διεθνώς την παρουσία του στο έδαφός της. Επιπρόσθετα, εκφράζει την άποψη, πως εάν το έκανε θα διευκόλυνε την ευρωπαϊκή προοπτική της, θα έδινε τέλος στη συνεχή κριτική που δέχεται από τις Η.Π.Α. για το συγκεκριμένο θέμα και θα έδειχνε σε Δύση και Ανατολή ότι είναι μια μουσουλμανική χώρα που σέβεται και τιμά ένα μεγάλο κομμάτι της Χριστιανοσύνης (Καθημερινή, 25-12-2009).  

Είναι αλήθεια ότι η σχέση του τουρκικού κράτους με το Φανάρι υπήρξε πάντα «δύσκολη». Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση του Πατριάρχη Αθηναγόρα (1948-1972), ο οποίος παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε για κατανόηση και τη διεθνή αναγνώριση που απέκτησε το Φανάρι στη διάρκεια της πατριαρχίας του, είδε την ελληνική κοινότητα να υπομένει τους φόνους, τις λεηλασίες και τις καταστροφές του 1955, τις απελάσεις του ΄64 και την απαγόρευση της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης το 1971. Δύο χρόνια μετά το θάνατό του σημειώθηκε και το τελευταίο κύμα μαζικής εξόδου Ρωμιών της Πόλης που ακολούθησε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Όμως, ένα χρόνο αργότερα (Καθημερινή,30-12-2010), το αμερικανικό δίκτυο CNN παρουσιάζει εκτενές αφιέρωμα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την ελληνορθόδοξη κοινότητα. Κεντρικό πρόσωπο στο ρεπορτάζ ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος και το ενδεχόμενο να είναι ο τελευταίος Ορθόδοξος Πατριάρχης στην Τουρκία. Το αφιέρωμα ήταν διάρκειας επτά λεπτών με εικόνες από την Κωνσταντινούπολη και την ελληνική ορθόδοξη κοινότητα που συρρικνώνεται και επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτημα της επιβίωσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου και επίσης την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης που μπορεί να διασφαλίσει την εκπαίδευση των ιεραρχών (ΝΕΤ, Δεκέμβριος 2010). Επίσης, είναι χαρακτηριστικό ότι φιλοξενούνται δηλώσεις της ελληνικής μειονότητας στην Πόλη, μέσα από τις οποίες καταδεικνύεται η σταδιακή αποδυνάμωση του Πατριαρχείου από τις «εθνικιστικές» μεθόδους και νομοθεσίες που υιοθέτησε το Τουρκικό κράτος (φορολογία, ιδιοκτησιακό καθεστώς, υφαρπαγή περιουσίας, κ.ά.) προκειμένου να αποθαρρύνει τους Ρωμιούς της Πόλης για να φύγουν από την Τουρκία. 

Η έκφραση «αναίμακτη κάθαρση», που αναφέρεται στο αφιέρωμα χαρακτηρίζει έντονα την άποψη αυτή, ενώ υπενθυμίζεται ότι η ελληνική κοινότητα έφτασε να αριθμεί σήμερα λιγότερο από 3000 άτομα, όταν πριν από μερικές δεκαετίες αριθμούσε πάνω από 100000 Ρωμιούς (CNNWorld’ς Untold stories).

Ακόμη, λίγες ημέρες ενωρίτερα, στην Ευρωβουλή, στις Βρυξέλλες, οργανώθηκε εκδήλωση με την πρωτοβουλία των ευρωβουλευτών Μαριλένας Κοππά (ΠΑΣΟΚ) και Γ .Κουμουτσάκου (Ν.Δ.) με τίτλο «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, χθές-σήμερα-αύριο» ( Κόσμος του Επενδυτή, 11-12/12/2010). Το θέμα των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας που εξεδιώχθησαν από την Τουρκία, είτε έπειτα από το πογκρόμ του 1955, είτε με αναγκαστικό επαναπατρισμό το 1964, όπως υπογράμμισε η Μ. Κοππά δεν είναι διμερές πρόβλημα. Είναι ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και άρα σχετίζεται με την ικανοποίηση των κριτηρίων της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας. Επίσης, η σχετική έκθεση που αναφέρεται στην πρόοδο της Τουρκίας υπογραμμίζει την ανάγκη «συστημικών  παρεμβάσεων», υπενθύμισε ο κ. Γ.  Κουμουτσάκος. Ακόμη, ο Ν. Αλιβιζάτος (Πανεπιστήμιο Αθηνών) ανέφερε πως ο επιτυχής χειρισμός της υπόθεσης του Ορφανοτροφείου της Πριγκήπου στο Στρασβούργο (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) δείχνει το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν και άλλα ρωμαίικα ιδρύματα, των οποίων οι ιδιοκτησίες καταπατήθηκαν από τις τουρκικές αρχές τις τελευταίες δεκαετίες. 

Ωστόσο, την αυγή της νέας χρονιάς, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της Τουρκίας Μπουλέντ Αρίντς στη συνάντηση που είχε στο Φανάρι (3-1-2011) με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, μέλη της Συνόδου, τον εκπρόσωπο των μειονοτήτων στο Δ.Σ. της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων και προέδρους των κοινοτήτων εξέφρασε την επιθυμία και τη βούληση  της Τουρκικής κυβέρνησης για την ισότιμη αντιμετώπιση όλων των πολιτών. Αναμφίβολα, η κίνηση ήταν συμβολική και η πρώτη κυβερνητικού αξιωματούχου από το 1952 και από την πλευρά του το Οικουμενικό  Πατριαρχείο και γενικότερα η ελληνική μειονότητα εύχεται και ελπίζει ότι η συμβολική αυτή πράξη θα συνοδευτεί από ουσιαστικά βήματα για την επίλυση των προβλημάτων της μειονότητας (Καθημερινή,3-1-11).

Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά τις σχέσεις με το Ισλάμ, η πατριαρχεία αποτελεί αναμφίβολα μια εξαιρετική περίοδο στην ιστορία του πατριαρχικού θεσμού. Ο διάλογος με το επίσημο τουρκικό Ισλάμ συνέβαλε στο να βελτιωθεί αρκετά το κλίμα επικοινωνίας με την τουρκική διοίκηση. Μάλιστα, ο Βαρθολομαίος Α΄ προκάλεσε την έκπληξη της κοινής γνώμης επιδεικνύοντας την  εγκαρδιότητα των σχέσεών του με το Φετουλλάχ Γκιουλέν, έναν πρώην ιμάμη που κατάφερε να πάρει τον έλεγχο της φιλοδυτικής πτέρυγας του κινήματος νουρτζού, μιας από τις πληθωρικές συνιστώσες του τουρκικού ισλαμιστικού γαλαξία. Ο Fethullah Gullen, είναι υπεύθυνος μιας γιγαντιαίας επιχείρησης  με ένα δίκτυο ισλαμικών σχολείων όχι μόνο στην Τουρκία, αλλά και στην Κεντρική Ασία και στα Βαλκάνια και το οποίο επιθυμεί να ιδρύσει ένα άλλο σχολείο στη Θεσσαλονίκη (  Αναστασιάδου & Ντυμόν, 2007, σ.152).

Από την άλλη πλευρά η Άγκυρα, στην επιμονή της να κρατικο-εθνικοποιήσει τη ρωμαιορθόδοξη Εκκλησία (Εκκλησία Παπα-Ευθύμ), όπως έκανε και με το Ισλάμ, παρέβλεψε και υποτίμησε το βάρος της ιστορίας και των παραδόσεων. Παραδόξως, ζητώντας να επιβάλει πάση θυσία την  ιδέα μιας θρησκείας περιχαρακωμένης στα στενά όρια της εθνικής επικράτειας, αυτό που κατάφερε ήταν να συμβάλει αποφασιστικά στην προβολή και το κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, ήταν σε θέση να παίζει το ρόλο του καταπιεσμένου και του θύματος (Macar, 2009, σ.191)

Σήμερα η τουρκική κυβέρνηση εμμένει στην άρνησή της να αναγνωρίσει τον οικουμενικό χαρακτήρα του Πατριαρχείου και συνεχίζει να διακηρύσσει ότι ο θεσμός είναι ανεκτός στην Τουρκία, μόνο εφόσον αρκείται στο ρόλο κηδεμονίας της ορθόδοξης κοινότητας. Όμως, το κύρος του Πατριαρχείου, αλλά και ο φόβος της διεθνούς κατακραυγής αναστέλλουν κάθε πειρασμό πραγματικών κυρώσεων.

Συμπερασματικά, από την πλευρά της Ε.Ε. και ιδιαίτερα του Ε.Δ.Δ.Α. φαίνεται να γίνεται μια προσπάθεια αποκατάστασης των παραβιάσεων που διεπράχθησαν σε βάρος της ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία, αν και αυτές  περιορίζονται προς το παρόν μόνο στο δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Έτσι, δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε ότι το Ε.Δ.Δ.Α. αποφεύγει συστηματικά να αποφανθεί περί παραβίασης του άρθρου 14 της Ε.Σ.Δ.Α., σχετικά με την απαγόρευση των διακρίσεων, ούτε εξετάζει άλλες αιτιάσεις όπως της θρησκευτικής ελευθερίας στην περίπτωση του ιδρύματος του ναού της Τενέδου. 

Ευκταίο είναι στην περίπτωση της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αν ασκηθεί προσφυγή στο Στρασβούργο, να μην παρακαμφθεί το θέμα της παραβίασης της θρησκευτικής ελευθερίας και να μην καλυφθεί από ενδεχόμενες άλλες αιτιάσεις (Άμυνα και Διπλωματία,  Ιανουάριος 2011, σ.33-36).  Έτσι, η ΕΣΔΑ και οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που την ερμηνεύουν βρίσκονται σήμερα στο πίσω μέρος του μυαλού κάθε νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, κάθε κυβερνητικού επιτελείου και κάθε υπουργού όταν αποφασίζουν να νομοθετήσουν σε θέματα που εμπίπτουν άμεσα ή έμμεσα στο ρυθμιστικό πεδίο της Σύμβασης (Αλεβιζάτος, 2010, σ.203). 

Η Θεολογική Σχολή της Χάλκης

Από το 1971, χρονιά κατά την οποία όλα τα ιδιωτικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης της Τουρκίας παύτηκαν  από την τουρκική κυβέρνηση, η Θεολογική Σχολή της Χάλκης δε λειτουργεί, μολονότι έχουν γίνει πολλά διαβήματα στην Άγκυρα για να επιτευχθεί η επαναλειτουργία της, τόσο με πρωτοβουλία του Πατριαρχείου όσο και από διάφορους διεθνείς οργανισμούς.

Είναι φανερό ότι στις πολύπλοκες συζητήσεις της Τουρκίας  με την Ε.Ε., η Άγκυρα ενεργεί όπως θα ενεργούσε κάθε διαπραγματευτής: προσπαθεί να κρατήσει στα χέρια της όσο το δυνατό περισσότερα ατού και δηλώνει διατεθειμένη να κάνει παραχωρήσεις μόνο αν δίδονται ως αντάλλαγμα χειροπιαστές αποδείξεις (Αναστασιάδου & Ντυμόν,  2007, σ.166)

Όμως, η έλλειψη στην Πόλη ιδρύματος ειδικευμένου στην κατάρτιση του ανώτερου κλήρου αποτελεί αναμφίβολα σοβαρό μειονέκτημα. Συνεπώς, αυτό που χρειάζεται το Πατριαρχείο για να επιβιώσει ως θεσμός είναι ένα έμψυχο κεφάλαιο τουρκικής ιθαγένειας, εφόσον αυτή είναι η προϋπόθεση που θέτει η Άγκυρα, για να επιτρέψει στους ορθόδοξους ιεράρχες να ασκήσουν το λειτούργημά τους στην εθνική επικράτεια. Για την ώρα, φαίνεται ότι το κεφάλαιο αυτό είναι ακόμη διαθέσιμο, τουλάχιστον ανάμεσα στους πολυάριθμους Έλληνες καταγόμενους από την Τουρκία που, αν και ζουν  μόνιμα πια στην Ελλάδα, διατήρησαν το τουρκικό τους διαβατήριο (Αναστασιαδου & Ντυμόν, 2007, σ. 169).

Στις 27 Ιανουαρίου 1910, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης ενέκρινε ψήφισμα  σχετικά με τις μειονότητες στην Ελλάδα και στην Τουρκία, με βάση σχετική έκθεση του εισηγητή Michel Hunault. Στο ψήφισμα, έγινε έκκληση στις δύο χώρες να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα των δύο μειονοτήτων  στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και όχι με βάση την αμοιβαιότητα. Ως προς τα θέματα της ελληνικής κοινότητας στην Τουρκία στο ψήφισμα απευθύνθηκε έκκληση προς την Τουρκία να αναγνωρίσει την Οικουμενικότητα του Πατριαρχείου, να θεσμοθετήσει νομικό καθεστώς για το τελευταίο και να επιτρέψει την επαναλειτουργία  της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης (Αμπατζής Α., 2011, σ. 167).

Στις 13 Μαρτίου 2010 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη δημοκρατία, γνωστή και ως Επιτροπή Βενετίας, ενέκρινε «Γνώμη» σχετικά με το «νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Τουρκία και το δικαίωμα του Ορθόδοξου Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης να κάνει χρήση του επιθέτου οικουμενικό». Η σημασία της «Γνώμης» πέραν του γεγονότος ότι η Τουρκία είναι μέλος της Επιτροπής και έχει δείξει ότι λαμβάνει υπόψη τις απόψεις της τελευταίας, ήταν ότι η Επιτροπή διαμόρφωσε την εν λόγω «Γνώμη» μετά από αίτημα της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Πρόσθετη σημασία είχε το γεγονός ότι η Επιτροπή, ως γνωμοδοτικό όργανο θεωρείται το δεύτερο μετά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, θεσμοθετημένο όργανο νομομαθών του Συμβουλίου της Ευρώπης (Αμπατζής Α., 2011, σ. 169).

Στην γνωμοδότησή της η Επιτροπή ανέφερε ότι συνιστούν παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του ανθρώπου, η μη επαναλειτουργία της Σχολής στη Χάλκη, η προσπάθεια παρεμπόδισης της χρήσης του τίτλου «Οικουμενικό» του Πατριαρχείου, η άρνηση της Τουρκία  να μην αναγνωρίσει νομικό καθεστώς στο Πατριαρχείο και η απαίτηση να έχουν τουρκική ιθαγένεια οι κληρικοί του Πατριαρχείου.

Ωστόσο στις 16 Μαρτίου το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με την γνωμοδότηση της Επιτροπής Βενετίας, την οποία χαρακτήρισε «συμβουλευτική» και όχι δεσμευτική και υπογράμμισε ότι η Τουρκία δεν είναι υποχρεωμένη να αναγνωρίσει την οικουμενικότητα του Πατριαρχείου και από την άλλη πλευρά το τουρκικό κράτος δεν παρεμποδίζει  τα δικαίωμα του Πατριαρχείου να χρησιμοποιεί τον εν λόγω τίτλο. 

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την ανακοίνωση στη γνωμοδότηση αναφέρεται ότι προκαλούν ικανοποίηση οι σημαντικές νομοθετικές ρυθμίσεις που πραγματοποιούνται τα τελευταία χρόνια στην Τουρκία για τη βελτίωση της κατάστασης των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων. Ακόμη τονίζεται ότι ή Τουρκία είναι ελεύθερη  να επιλέξει το κατάλληλο για αυτή μοντέλο με τον όρο να είναι πιστή προς την ΕΣΔΑ και ότι έχει σημασία οι νόμοι σχετικά με τα βακούφια και τους συνδέσμους να ερμηνεύονται με τρόπο που να μπορούν να επωφελούνται οι εν λόγω κοινότητες (Αμπατζής Α., 2011, σ. 182-183).

Τα χαρακτηριστικά της ελληνικής μειονοτικής εκπαίδευσης στην Πόλη

Είναι αλήθεια ότι η παιδεία αποτελεί τον καθρέπτη της φθίνουσας πορείας που αδιαλείπτως γνώρισε η ρωμιοσύνη έπειτα από την καταστροφή του 1922. Αποτέλεσμα της ιστορικής συγκυρίας των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 1920, η κοινότητα των Ρωμιών Ορθοδόξων του νεότευκτου τότε τουρκικού έθνους-κράτους και ο μουσουλμανικός πληθυσμός της ελληνικής Θράκης, ως μη ανταλλάξιμοι πληθυσμοί σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάννης, απέκτησαν τα χαρακτηριστικά των μειονοτικών ομάδων, αναγνωρίσιμων από τα αντίστοιχα έθνη- κράτη (Τουρκία και Ελλάδα) (Sarioglou,2004). Αυτή η αμοιβαία αναγνώριση συνέδεσε σε νομικό επίπεδο τους δυο αυτούς πληθυσμούς, των οποίων τα δικαιώματα (θρησκευτικά και εκπαιδευτικά) κατοχυρώνονται μέσα από τις διατάξεις (άρθρα37-45) της εν λόγω Συνθήκης (Alexandris,1983).

Όμως, από την επομένη κιόλας μέρα της Συνθήκης, η Τουρκία αποφάσισε να ακολουθήσει μια αυστηρή πολιτική «αφομοίωσης ή απέλασης» έναντι των μειονοτήτων και αυτό έγινε περισσότερο αντιληπτό στην αντιμετώπιση των μειονοτικών σχολείων και ιδιαίτερα στις πιέσεις που ασκήθηκαν για τη μετατροπή των ελληνικών ιδρυμάτων σε τουρκικά δημόσια σχολεία. Έτσι, υπό την αυστηρή επιτήρηση του τουρκικού Υπουργείου Παιδείας αλλά και της κυβέρνησης της Άγκυρας, το εθνικιστικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα επιβλήθηκε με συστηματικό τρόπο (Σαρίογλου, Ε., 2011, σ.319).

Ως προς το καθεστώς της ελληνικής μειονοτικής εκπαίδευσης στην Πόλη, η ιστορική εξέλιξη από το 1923 έως σήμερα διαμόρφωσε, μέσα από πολιτικές παρεμβάσεις, τις περισσότερες φορές μη δημοκρατικές, ένα ιδιόμορφο νομικό πλαίσιο για το μειονοτικό σύστημα, διττής φύσεως, που διέπεται ταυτόχρονα από τις αρχές του κοινοτισμού (διαχείριση από την ίδια την κοινότητα), αλλά και από τη νομοθεσία, που αφορούν  στην ιδιωτική  εκπαίδευση με την καθιέρωση του θεσμού του Ιδρυτή του σχολείου, που είχε ως στόχο τον έλεγχο των σχολείων αυτών (Μάρκου, 2009, σ.28). Έτσι, το αντιφατικό ως προς τις αρχές του  νομικό καθεστώς, παρεμποδίζει κάθε προσπάθεια αλλαγής που κρίνεται απαραίτητη για την εκπλήρωση του εκπαιδευτικού έργου, που στοχεύει στη διάπλαση της εθνικής ταυτότητας των παιδιών της Ρωμαίικης κοινότητας, αφενός, και  αφετέρου, επιδιώκει την εξασφάλιση πρακτικών δεξιοτήτων που θα διευκολύνουν την ένταξή τους στον επαγγελματικό στίβο.

Έτσι, η εφαρμογή του διπλού νομικού καθεστώτος, αντί να οδηγεί σε μια εύρυθμη λειτουργία των σχολείων, παρεμποδίζει κάθε προσπάθεια αλλαγής που, κάτω από τις σημερινές κοινωνικές, πολιτικές και εκπαιδευτικές συνθήκες, κρίνεται απαραίτητη για την εκπλήρωση του εκπαιδευτικού έργου-στόχου, που είναι η μόρφωση των παιδιών (Φραγκόπουλος, 2009, σ.299).

Αναμφίβολα, η Ομογένεια της Πόλης, όπως όλες οι μειονότητες, αντλεί την ιδιαιτερότητα της ταυτότητάς της από τη θρησκεία, την ιστορία, τον πολιτισμό και τη γλώσσα της. Μάλιστα, σε ότι αφορά τη γλώσσα, το γεγονός ότι το  αναλυτικό σχολικό  πρόγραμμα μοιράζεται σε μαθήματα που διδάσκονται στην ελληνική και στην τουρκική (τουρκική γλώσσα και λογοτεχνία, ιστορία, γεωγραφία, αγωγή του πολίτη) και ο συνακόλουθος διαχωρισμός σε ελληνόφωνο και τουρκόφωνο διδακτικό προσωπικό, δημιουργεί δύο ξεχωριστά κοινωνικά πεδία με μικρή αλληλεπίδραση το ένα στο άλλο (Μάρκου, 2009, σ.25). Ωστόσο, η ισορροπία ανάμεσα στις δύο γλώσσες είναι θεωρητική, δεδομένου ότι οι σημερινοί μαθητές χρησιμοποιούν πιο άνετα την τουρκική παρά την ελληνική. Επιπρόσθετα, η ελληνική γλώσσα  διατηρεί τη θέση της μητρικής γλώσσας, την οποία οι νέοι χρησιμοποιούν στον ιδιωτικό χώρο, αλλά εξελίσσεται σε μια γλώσσα καχεκτική και ανακατεμένη με τουρκικές εκφράσεις  (Αναστασιάδου, 2007). Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι τα περισσότερα από τα μέλη της κοινότητας που κατέχουν σήμερα πανεπιστημιακή θέση στην Τουρκία είναι ειδικευμένα σε τομείς που δεν απαιτούν άριστη γνώση της γλώσσας: Φυσική, μηχανική, μαθηματικά. Όμως, γονείς και εκπαιδευτικοί πιστεύουν ότι οφείλουν να αγωνιστούν κατά της απώλειας της μητρικής γλώσσας, δεδομένου ότι θεωρούν καθήκον να διαφυλάξουν ένα πολύτιμο μέρος της ταυτότητάς τους και παράλληλα να ενισχύσουν την ενδεχόμενη επαγγελματική ενασχόληση στην Ελλάδα.

Αναμφίβολα, ο Κεμαλισμός, συγκερασμένος με τον εθνικισμό, δημιούργησε μια αμιγή τουρκική κουλτούρα, που διαδόθηκε από το κεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα και τα όργανα του κράτους. Στο πλαίσιο εφαρμογής του εθνικισμού,  ασκήθηκαν ισχυρές κοινωνικές και πολιτικές πιέσεις, ώστε όλοι οι πολίτες να μιλούν την τουρκική ως μητρική τους γλώσσα. Για παράδειγμα, το κίνημα «Πολίτη Μίλα Τουρκικά», η απαγόρευση λειτουργίας των μειονοτικών συλλόγων (όπως του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλως), καθώς και η καταστολή του ελληνικού Τύπου στην Τουρκία, αποτελούν μερικά μόνο από τα μέτρα αυτά (Σαρίογλου, Ε., 2011, σ.25). Ο Κεμαλισμός θεωρήθηκε από το τουρκικό κράτος πανάκεια για όλα τα κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά προβλήματα. Αυτό είχε ως συνέπεια να κυριαρχήσει στα τουρκικά σχολεία της ιστορίας, τα ινστιτούτα, τα πνευματικά κέντρα, τον τύπο, τα πανεπιστήμια μια ομοιογενή κουλτούρα, η οποία, όμως,  βρισκόταν σε ουσιώδη αντίθεση με την πολλαπλότητα και την ποικιλία που χαρακτήριζε την προδημοκρατική οθωμανική κουλτούρα (Δραγώνα & Μπιρτέκ, 2006, σ.353). Έτσι, ο μοχλός προς τον εκσυγχρονισμό και την πρόοδο απαιτούσε την τυποποίηση και ομογενοποίηση της κουλτούρας, ενώ η παράδοση βρισκόταν αποτελματωμένη μέσα στην πολιτισμική ποικιλία και την ετερογένεια. Συνεπώς, ενώ από τη μια πλευρά διαπιστώνουμε χαρακτηριστικά  ιδιωτικοποίησης της θρησκείας, από την άλλη πλευρά, ο εθνικισμός, επιχειρεί  να τυποποιήσει και να απελευθερώσει  την κουλτούρα από τις παραδοσιακές της παγίδες και μέσα από την κρατική διαμεσολάβηση να συμβάλλει  στην κατασκευή της γλώσσας, της ιστορίας και  της εκπαίδευσης (Sunar Ilkay. ,2006, σ.355).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η έρευνα της Δραγώνα Θ., Φραγκουδάκη Α. και Ersanli B., η οποία αναφέρεται στην αντίληψη της ιστορίας, του έθνους και της δημοκρατίας ελλήνων και τούρκων μαθητών (Δραγώνα,Θ. & Μπιρτέκ ,Φ., 2006, σ.303). Οι απαντήσεις, σύμφωνα με τους ερευνητές, αναδεικνύουν την έντονη εθνοκεντρική τοποθέτηση των μαθητών/τριών και στις δύο χώρες. Τόσο οι 15χρονοι μαθητές Έλληνες, όσο και οι ομήλικοί τους Τούρκοι αντιλαμβάνονται το έθνος σαν φυσικό φαινόμενο και αιώνια οντότητα, ως ένα οργανικό σύστημα κωδικοποιημένων αξιών και επικοινωνιακών πρακτικών,  διαμορφωμένο μέσα στο χρόνο με τρόπο τέτοιο, που η ιδιαιτερότητα που του αποδίδεται μετατρέπεται σε μοναδικότητα. Επιπρόσθετα, τα ελληνόπουλα διευρύνουν τον εθνοκεντρισμό και τοποθετούν την Ευρώπη μαζί με τη χώρα σε υψηλό επίπεδο, πράγμα που σχετίζεται με την κυρίαρχη ιδεολογία της ανωτερότητας που στερεοτυπικά αποδίδεται στην Ε.Ε. Ακόμη, τα παιδιά των δύο εθνικών δειγμάτων, ανάμεσα στα είδη ιστορίας, δηλώνουν το υψηλότερο ενδιαφέρον για την εθνική τους ιστορία και έτσι  αναδεικνύεται η σημασία που ο εθνικιστικός λόγος αποδίδει στο παρελθόν. Μάλιστα, σε ό, τι αφορά τα σύγχρονα τουρκικά, σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας, η ιστορία, η πατρίδα, η εδαφική της επικράτεια και το έθνος συμπίπτουν. Το έθνος περιγράφεται ως βασική κινητήρια δύναμη της ιστορικής εξέλιξης της αλλαγής, δεδομένου ότι αποτελεί ενεργό διαμορφωτή ως  υποκείμενο και όχι ως αντικείμενο της ιστορίας.

 Η ιστορική γνώση διαφωτίζει τις διεθνείς σχέσεις, τις διακανονίζει, τις ταξινομεί και τις προετοιμάζει και έτσι τα σχολικά εγχειρίδια παρουσιάζουν τα έθνη ως δημιουργούς της ιστορίας και την ιστορική γνώση ως ενισχυτική της πορείας των εθνών. Έτσι, μέσα στη συνεχή αναφορά στην Τουρκία ως «υποκείμενο»της ιστορίας, δεν εμφανίζονται τα άλλα έθνη ως εξίσου ιστορικά υποκείμενα. Επιπρόσθετα, η πολιτική δεν αναγνωρίζεται ως γνωστικό αντικείμενο, μολονότι η Ιστορία πρωτίστως περιγράφεται ως πολιτική βούληση και πολιτική δράση. Επίσης, στα εγχειρίδια Αγωγής του Πολίτη το έθνος παρουσιάζεται τόσο με αντικειμενικά χαρακτηριστικά (γλωσσικά, θρησκευτικά, φυλετικά), όσο και με υποκειμενικά (ιστορικά, ψυχολογικά, πολιτισμικά).

Επιπρόσθετα, στα τουρκικά σχολεία η θρησκεία (όπως εμφανίζεται στα εγχειρίδια Ιστορίας και Αγωγής του Πολίτη) δεν είναι συστατικό μέρος της εθνικής ταυτότητας. Ωστόσο, η πολιτισμική επίδραση του Ισλάμ θεωρείται συστατικό μέρος της εθνικής ταυτότητας, δεδομένου ότι κατά την ύστερη μεσαιωνική περίοδο οι περισσότεροι Τούρκοι σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές επέλεξαν τη μουσουλμανική θρησκεία. Μάλιστα, στο ειδικό εγχειρίδιο ιστορίας ως επιλεγόμενο μάθημα για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση που τιτλοφορείται Islam Tarihi (Ιστορία του Ισλάμ), αναφέρεται ότι : «Οι Τούρκοι προσχώρησαν στο Ισλάμ από τον 11ο αιώνα. Μετά από αυτή την περίοδο η τουρκική ιστορία είναι εξίσου αντιληπτή ως ιστορία του Ισλάμ. Σήμερα, η Τουρκία, έχει εξίσου σημαντική θέση ανάμεσα στις ισλαμικές κοινωνίες: η ύπαρξη επτά ανεξάρτητων Τουρκικών Δημοκρατιών σημαίνει ότι ο επόμενος αιώνας θα είναι αιώνας μουσουλμανοτουρκικός». Η παραπάνω τοποθέτηση δείχνει ότι το Ισλάμ προβάλλεται ως μέρος της πολιτικής παρουσίας της Τουρκίας ειδικά σε σχέση με τις σημερινές Τουρκικές  Δημοκρατίες.

Είναι γεγονός ότι οι πολιτικές ηγεσίες μετά τη στρατιωτική διακυβέρνηση του 1980 αποφάσισαν να ενισχύσουν την ισλαμική ταυτότητα. Τα θρησκευτικά δευτεροβάθμια σχολεία αναβαθμίστηκαν και οι απόφοιτοί τους απέκτησαν το δικαίωμα συμμετοχής στις εισαγωγικές στα πανεπιστήμια εξετάσεις και έτσι περιλήφθηκαν στο σύστημα της γενικής εκπαίδευσης. Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα ποσοστά εγγραφομένων στα θρησκευτικά αυτά σχολεία (Imam Hatip) πολλαπλασιάστηκαν κατά  27 φορές ανάμεσα στο 1970 και το 1998 (TUSIAD, 1999).

Επίσης, αξίζει να αναφέρουμε τη σημερινή αντίληψη για τη δημοκρατία μέσα από το τελευταίο μέρος των βιβλίων Αγωγής του Πολίτη και ιδιαίτερα τις θέσεις που παρουσιάζει για το ρόλο των πολιτικών κομμάτων. Η εξουσία και η αντιπολίτευση περιγράφονται ως εξής: «Το κόμμα στην εξουσία πρέπει να χρησιμοποιεί όλες τις κρατικές υπηρεσίες για να απαλλαγεί από την αντιπολίτευση και η αντιπολίτευση οφείλει να αποδεχθεί το πρόγραμμα του κόμματος στην εξουσία». Ακολουθεί σύντομη αναφορά στα απολυταρχικά καθεστώτα από ένα υποκεφάλαιο με τίτλο «τρόμος, αναρχία, απειλή », τόσο σε εθνική όσο και στη διεθνή σκηνή. Σε ό, τι αφορά την έννοια της δημοκρατίας και συγκεκριμένα ό, τι συνθέτει τη σύγχρονη αντίληψη για τη δημοκρατία, όπως οι διαφορετικές υπαγωγές στην ενεργό πολιτική δράση, οι νέες απόψεις για την αποκέντρωση, η εξασφάλιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, τα ατομικά δικαιώματα, δεν αναφέρονται στα σχολικά βιβλία της Αγωγής του Πολίτη.

Είναι φανερό ότι η απουσία της πολιτικής είναι ενδεικτική της ουσιαστικής πολιτικής πρόθεσης να αποσιωπηθούν στο σχολείο όλα τα συγκρουσιακά και αμφιλεγόμενα ζητήματα. Έτσι, η κατανόηση της πολιτικής δεν συσχετίζεται άμεσα με τις διαφορετικές γνώμες αλλά παρουσιάζεται η πολιτική διαδικασία σαν ενοποιητική δύναμη που εμπνέεται από μια ανώνυμη συναίνεση: η κοινοτική αίσθηση του ανήκειν είναι ισχυρή, ενώ ο ατομισμός υποβιβάζεται ή περιορίζεται στην «προσωπική ευημερία» (Δραγώνα, 2006).

Ωστόσο, σύμφωνα με τον Μήλλα (2005, σ.107), τα σχολικά βιβλία αλλάζουν, δεδομένου ότι δεν υπάρχει μια στατική τουρκική κοινωνία, αλλά μεταβαλλόμενη. Η κριτική των βιβλίων που ασκήθηκε τα τελευταία χρόνια μέσα στην Τουρκία, αλλά και της διεθνούς κοινότητας, συνέβαλε σε αλλαγές με ορισμένα θετικά αποτελέσματα. Ωστόσο, η αφαίρεση των άμεσων αρνητικών αναφορών στον «Άλλο» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και την αυτόματη βελτίωση του πνεύματος κατά του Άλλου. Αναμφίβολα, μια αποδόμηση της όλης  τοποθέτησης σχετικά με την ερμηνεία των Αρχαίων και σύγχρονων Ελλήνων αποκαλύπτει τη βαθιά ανασφάλεια της γειτονικής χώρας σχετικά με τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Τα εγχειρίδια παρουσιάζουν τους Τούρκους πάντα να φέρονται καλά στους γείτονές τους. Οι Έλληνες στα σχολικά βιβλία της Τουρκίας παρουσιάζονται πολύ «διαφορετικά» από σχεδόν οποιαδήποτε άλλη εθνική ιστοριογραφία. Αυτή η πραγματικότητα φέρνει στο φώς  και την αντίστοιχη αποξένωση της τουρκικής ιστοριογραφίας από τις άλλες χώρες του κόσμου.

Όμως, οι προθέσεις και το ποιόν του «Άλλου» εκτιμούνται σύμφωνα με τα στερεότυπα που κατασκευάζει η εκάστοτε κοινωνία. Αναγνωρίζουμε το περιβάλλον μας  με τα γνωστικά συστήματα που διαθέτουμε. Αυτές οι κοινωνικές κατασκευές , οι προκαταλήψεις, εκλαμβάνονται ως «γνώση», ως «πληροφορία», ως μια «αλήθεια». Αναπαράγονται μέσα στα σχολικά βιβλία, στην ιστοριογραφία, στη λογοτεχνία κ.λπ. Επιπρόσθετα, δεν είμαστε μόνο υποχρεωμένοι να ζούμε με τον «Άλλο» λόγω γεωγραφίας, αλλά και να ζούμε και με τις εθνικές εικόνες μας , με τα στερεότυπά μας,  με έναν «Άλλο» που φτιάξαμε σύμφωνα με τις ανάγκες μας. Ο «ιστορικός Άλλος» είναι μια εικόνα επίμονη και έχει ισχυρά ερείσματα (Μήλας, 2005, σ.394).

Αναμφίβολα, από όλα τα παραπάνω προκύπτουν ερωτήματα σχετικά με την αναγκαιότητα της ανταπόκρισης των νέων γενιών στη σημερινή πολυδιάστατη πραγματικότητα και τη μετατροπή της ιστορικής εμπειρίας  σε γνώση, η οποία θα ανοίξει τους δρόμους της ειρηνικής συνύπαρξης, της  συνεργασίας, στην ανοχή των διαφορών και τη δημοκρατία. 

 Σήμερα, οι Ρωμιοί της Πόλης, παρόλο που δηλώνουν ικανοποιημένοι από τη ζωή τους στην Τουρκία, η ψυχολογική ανάγκη να διαθέτουν μια «έξοδο κινδύνου» προς τη μητέρα Πατρίδα είναι στέρεα ριζωμένη στο συλλογικό υποσυνείδητο. Έτσι, με στόχο να καθυστερήσουν όσο γίνεται τη διαδικασία του γλωσσικού μαρασμού, οι υπεύθυνοι των σχολείων πολλαπλασιάζουν τις δραστηριότητες μετά το τέλος των μαθημάτων (θέατρο, παραδοσιακοί χοροί, χορωδίες, αθλήματα, κοινά γεύματα). Επιπρόσθετα, σε ό, τι αφορά τη μετάβαση των αποφοίτων των ιστορικών σχολείων της Πόλης (η Μεγάλη του Γένους Πατριαρχική Σχολή ,το Ζωγράφειο Λύκειο, το Ζάπειο) στην αγορά εργασίας, φαίνεται, πως αποτελεί μια εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία.

Η μεγάλη του Γένους Σχολή ιδρύθηκε το 1454, ένα χρόνο μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης και λειτούργησε από τότε σε διάφορα μέρη της Πόλης, χωρίς καμία  διακοπή. Από το 1882 στεγάζεται σε κτήριο που οικοδομήθηκε στο Φανάρι με σχέδια του αρχιτέκτονα Κ. Δημάδη (Γριτσόπουλος, 1966).

Το Ζάπειο (χρονιά ίδρυσης 1875) και το Ζωγράφειο (1893) βρίσκονται στην αντικρινή όχθη του Κεράτιου, στο Πέρα (Μπέιογλου), περιοχή όπου χτυπούσε έναν αιώνα πριν, η εξευρωπαϊσμένη καρδιά της οθωμανικής πρωτεύουσας κι όπου κατοικούσε μέχρι πρόσφατα, σημαντικό μέρος του Ρωμαίικου πληθυσμού της Πόλης. Τα δύο σχολεία οφείλουν τα ονόματά τους στους ιδρυτές τους Κωνσταντίνο Ζάπα και Χρηστάκη Ζωγράφο, μεγαλοτραπεζίτες της εποχής τους, γνωστούς για τις πολυάριθμες και γενναιόδωρες ευεργεσίες τους. Στην ιστορία της πολίτικης ρωμιοσύνης, το Ζωγράφειο κατέχει ξεχωριστή θέση. Η ιστορία του σχολείου αρχίζει το 1808, όπου κατασκευάστηκε το πρώτο υποτυπώδες εκπαιδευτήριο στην ίδια συνοικία από την εύπορη οικογένεια των φερμελετζήδων, οι οποίοι δραστηριοποιούνταν επιχειρηματικά ως κατασκευαστές χρυσοκέντητων  γιλέκων. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι  ο Χρηστάκης Ζωγράφος δεν αρκέστηκε να χρηματοδοτήσει την ανοικοδόμηση ενός σχολικού κτηρίου, αλλά επεδίωξε να επιβάλλει τις θέσεις του σχετικά με την παρεχόμενη εκπαίδευση. Η δωρεά του θα ίσχυε μόνο αν το σχολείο δεσμευόταν να εξασφαλίσει ουσιαστική κατάρτιση των νέων αποφοίτων στους τομείς της τράπεζας και του εμπορίου. (Σταματόπουλος, Κ. 1996 ,σ.108). Το Πατριαρχείο όμως, που την εποχή αυτή κρατά τα ηνία του ορθόδοξου Έθνους, επιμένει στη διατήρηση της κλασικής παιδείας. Η συμβιβαστική λύση που θα βρεθεί τελικά θα συνίσταται στην εισαγωγή πρακτικών μαθημάτων τόσο στα αναλυτικά προγράμματα του Ζωγραφείου όσο και σε αυτά της Μεγάλης Σχολής. Ωστόσο, επειδή στην πράξη η παρεχόμενη κατάρτιση των αποφοίτων αποδεικνύεται ανεπαρκής, δημιουργείται το 1909 η Εθνική Σχολή Γλωσσών και Εμπορίου στο Γαλατά, η οποία έχει ως κύριο στόχο τη σύσταση ενός ισχυρού πόλου εκπαίδευσης για όσους επιθυμούν να ασχοληθούν με το εμπόριο. Η σχολή αυτή θα καταρτίσει μερικές γενιές εμπόρων, πριν σταματήσει οριστικά τη λειτουργία της το Μάιο του 1925, ύστερα από διαταγή των τουρκικών αρχών. Ωστόσο, πέντε χρόνια ενωρίτερα, ενώ τα αγγλογαλικά στρατεύματα κυκλοφορούσαν ακόμη στους δρόμους της Πόλης, 17.420 μαθητές φοιτούσαν στα ρωμαίικα σχολεία (Sarioglou, 2004, σ. 64). Όμως, την παραμονή της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης οι μαθητές των σχολείων της ελληνικής μειονότητας αριθμούσαν μόνο 11.181.

Ωστόσο, πριν ακόμη υπογραφεί η Συνθήκη της Λωζάννης, το κεμαλικό καθεστώς δεν έκρυβε την πρόθεσή του να οικοδομήσει ένα ομοιογενές, ομοιόμορφο και ενωμένο Εθνικό Κράτος. Στο Κράτος αυτό, οι μειονότητες δεν είχαν θέση, εκτός κι αν δέχονταν την αφομοίωση. Όμως, υπό την πίεση των χωρών της Αντάντ, η κεμαλική αντιπροσωπεία  αναγκάστηκε να συμφωνήσει ότι οι μη μουσουλμανικές μειονότητες που παρέμεναν στην τουρκική επικράτεια θα διέπονταν στο εξής από ειδικό καθεστώς και δικαιώματα. Όμως, στην  καθημερινότητα των διοικητικών πρακτικών, οι προσπάθειες αυτές οδήγησαν πολλές φορές στην έκδηλη και κατάφωρη παραβίαση και του γράμματος και του πνεύματος της Συνθήκης.

Συνεπώς, ο έλεγχος του εκπαιδευτικού χώρου εξασφαλίζει στις τουρκικές αρχές τη δυνατότητα επίβλεψης και παρακολούθησης του συνόλου της μειονότητας. Η απαρίθμηση και η επιγραμματική περιγραφή των μέτρων που παρουσιάζονται εδώ δεν είναι εξαντλητική, ωστόσο,  παρουσιάζουν ενδεικτικά το κλίμα στο χώρο της μειονοτικής παιδείας στην Πόλη και αναφέρονται στο θεσμό των υποδιευθυντών, τις παύσεις εκπαιδευτικών, την απομάκρυνση κληρικών από τα σχολεία. Αναμφίβολα, τις πρωτοβουλίες αυτές του τουρκικού Υπουργείου Παιδείας η ελληνική Κοινότητα τις εισέπραξε και βίωσε ως «ψυχολογικές πιέσεις». 

Σε ότι αφορά τις παύσεις εκπαιδευτικών έχουμε τον Ιούνιο του 1963 τη γνωστοποίηση στις εφορείες των ρωμαίικων σχολείων ότι τα μέλη του εκπαιδευτικού προσωπικού που έχουν ελληνική ιθαγένεια δε δικαιούνται να συνεχίσουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα στην Τουρκία. Αξίζει να επισημάνουμε ότι ο αριθμός των μαθητών το 1957 ήταν 1346, ενώ είκοσι χρόνια αργότερα, το 1977, είχε μειωθεί σε 619 και το 1999 σε 148 (Σαρίογλου, Ε., 2011, σ.321). Όμως, η ιστορική μνήμη συμβάλλει στην αποδραματοποίηση της εντολής της τουρκικής διοίκησης, δεδομένου ότι και το 1917 είχαν επίσης παυθεί όλοι οι εκπαιδευτικοί που δεν είχαν osmaniye (δελτίο οθωμανικής ταυτότητας) και δεν ήταν επομένως σε θέση να αποδείξουν την οθωμανική υπηκοότητά τους. Η απόφαση είχε πλήξει και αποδιοργανώσει τα ρωμαίικα σχολεία της εποχής που απασχολούσαν μεγάλο αριθμό Ελλήνων και Ευρωπαίων εκπαιδευτικών. 

Έτσι με τα χρόνια η καμπύλη θα αρχίσει να φθίνει  περισσότερο, λόγω της δημογραφικής συρρίκνωσης της κοινότητας. Μάλιστα, το 1945-46, έπειτα από τα δύσκολα χρόνια του πολέμου, ο αριθμός τους δεν ξεπερνούσε τους 3.712 (Σταματόπουλος, 1996, σ.108).Είναι γεγονός ότι η πολιτική ελέγχου των μειονοτικών εκπαιδευτικών δομών που εφαρμόζουν οι τουρκικές αρχές από το 1923 εκφράζεται όχι μόνο από την τουρκοποίηση, αλλά και από το κλείσιμο κάποιων εκπαιδευτηρίων (όπως οι περιπτώσεις της Ελληνοεμπορικής Σχολής της Χάλκης ή της Σχολής Γλωσσών και Εμπορίου). Το τουρκικό Υπουργείο Παιδείας αποφάσισε ότι μόνο κρατικά εκπαιδευτικά ιδρύματα θα παρείχαν στο εξής αυτού του είδους τη διδασκαλία.

Αλλά η μείωση του αριθμού των μαθητών μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οφείλεται επιπρόσθετα και στη συνεχή απώλεια γοήτρου και κύρους των κοινοτικών σχολείων. Παρά τη βοήθεια που χορηγεί η Αθήνα, τα ρωμαίικα σχολεία αντιμετωπίζουν υλικές δυσκολίες οι οποίες επηρεάζουν την παρεχόμενη κατάρτιση. Όμως, μετά το 1950 παρατηρείται μια αξιοσημείωτη ανάκαμψη. Οι στατιστικές των σχολείων εμφανίζουν σε σχέση με το 1945-46 μια αύξηση που υπερβαίνει τους 1200 μαθητές (Αναστασιάδου, 2007). 

Η αλλαγή της πολιτικής της Άγκυρας που μεταφράζονται σε κινήσεις καλής θέλησης με αρκετές παραχωρήσεις προς τη μειονότητα, είναι απόρροια της υποχρέωσης από τη μεταπολεμική συγκυρία να συμπλεύσει με τις δυτικές χώρες για να αντιμετωπίσει τις «απειλές» της  Σοβιετικής Ένωσης. Μάλιστα, η εκλογή  στον πατριαρχικό θρόνο τον Ιανουάριο του 1949, του Αθηναγόρα του Α΄, Αρχιεπισκόπου Αμερικής μέχρι την ημερομηνία αυτή, συνιστά μια σοβαρή καμπή. Φαίνεται πως ο ειλικρινής μήνας μέλιτος ανάμεσα στην ρωμαίικη κοινότητα και τις τουρκικές αρχές ενισχύονταν από τις Η.Π.Α., που έγιναν εν τω μεταξύ ο κύριος σύμμαχος της Τουρκίας. Την ίδια περίοδο το Ζωγράφειο καλύπτει το κενό του κλεισίματος των εμπορικών σχολών με τη δημιουργία εμπορικού τμήματος. Επίσης, μετά την υπογραφή του ελληνοτουρκικού Μορφωτικού Πρωτοκόλλου τον Απρίλιο 1951, επιτρέπεται σε συγκεκριμένο αριθμό εκπαιδευτικών από την Ελλάδα να διδάσκουν στα ελληνικά μειονοτικά σχολεία. Έτσι, στο πλαίσιο της αμοιβαιότητας, αντίστοιχος αριθμός τούρκων εκπαιδευτικών θα πήγαινε στην Ελλάδα για τις εκπαιδευτικές ανάγκες των μουσουλμανικών μειονοτήτων. 

Επιπρόσθετα, από το 1954, κάθε κυβέρνηση ήταν σε θέση να προμηθεύει τη δική της μειονότητα με σχολικά βιβλία, περιοδικά, αφού ελάμβαναν τη σχετική έγκριση από το Υπουργείο Παιδείας. Επίσης, και οι δύο κυβερνήσεις συμφώνησαν να παράσχουν οικονομική βοήθεια στα μειονοτικά σχολεία. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μιας Μικτής Επιτροπής με σκοπό την αξιολόγηση των σχολικών βιβλίων των δύο χωρών. Η πολιτιστική αναγέννηση της ελληνικής κοινότητας ολοκληρώθηκε όταν επισκευάστηκαν διάφορα παλιά σχολικά κτήρια και ιδρύθηκαν κυριακάτικα σχολεία Ακόμη και τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1955 δεν είχαν άμεσες συνέπειες  για το μαθητικό πληθυσμό. Εξηγείται, αλλά εν μέρει μόνο, από μια σχεδόν σύγχρονη με τα Σεπτεμβριανά διοικητική  απόφαση του Τουρκικού Επιτελείου, σύμφωνα με την οποία το απολυτήριο Λυκείου θα έδινε αυτόματη πρόσβαση στο σώμα των αξιωματικών. Ωστόσο, από το 1964 μέχρι το 1975, 3260 μαθητές διαγράφονται από τα σχολικά μητρώα. 

Είναι γεγονός ότι μετά τα Σεπτεμβριανά, ο τουρκικός τύπος εγκαινίασε νέα εκστρατεία εναντίον των ελληνικών σχολείων και του Πατριαρχείου. Τον Σεπτέμβριο του 1957, η εφημερίδα Vatan διατεινόταν ότι  όλα τα ελληνικά σχολεία επρόκειτο να ελεγχθούν επειδή χρησιμοποιούσαν βιβλία που δεν είχαν εγκριθεί από τις τουρκικές αρχές. Την ίδια περίοδο η Hϋrriyet δήλωνε ότι θα έπρεπε, σύντομα, όλα τα μειονοτικά σχολεία να εποπτεύονται αυστηρά. Ακόμη, επιβεβαίωνε, ότι σε όλα τα μειονοτικά σχολεία θα διοριζόταν τούρκος υποδιευθυντής (Σαρίογλου, 2011, σ.271). Μάλιστα, στις 11 Φεβρουαρίου 1957, βάσει του Ν.9532/1957, η τουρκική κυβέρνηση απαγόρευσε την εισαγωγή όλων των ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών. Επιπρόσθετα, σημειώνονταν  μεγάλες καθυστερήσεις στην παράδοση των ελληνικών βιβλίων, αφήνοντας τους έλληνες μαθητές για πολλούς μήνες χωρίς εκπαιδευτικό υλικό.

Επίσης, στο ταραχώδες πλαίσιο μιας απότομης επιδείνωσης του Κυπριακού, περίπου 40.000 άτομα διώχτηκαν από την Τουρκία το 1964 και τους πρώτους μήνες του 1965. Παράλληλα,αυτοί που μπόρεσαν να μείνουν υπέστησαν ένα σωρό ταπεινώσεις και παρά την αυστηρή προειδοποίηση της Αμερικής στην Τουρκία («επιστολή Τζόνσον» στις 5-6-1964), η Άγκυρα έγινε πιο προκλητική απέναντι στην κυβέρνηση της Ουάσιγκτον, μη διστάζοντας, ειδικότερα, να τα βάλει με το Πατριαρχείο. Έτσι, από το Μάρτιο του 1964 απαγορεύεται στους κληρικούς να επισκέπτονται τα σχολεία. Την ίδια εποχή, σύμφωνα με το πνεύμα της κοσμικής Τουρκίας, μια παρόμοια διαταγή ορίζει ότι στο εξής οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν πια το δικαίωμα να οδηγούν τις τάξεις των μαθητών τους στην εκκλησία. Ακόμη, η επίσκεψη στα σχολεία τρίτων απαιτεί προηγούμενη  άδεια των Αρχών. Θεωρητικά, εφόσον δεν έχουν αρθεί επίσημα, οι κανόνες αυτοί συνεχίζουν να ισχύουν. Αλλά στην πράξη, σήμερα τουλάχιστον, κανένας από αυτούς δεν τηρείται. Ωστόσο, η μη εφαρμογή των διατάξεων αυτών δεν σημαίνει και την κατάργησή τους  και ο φόβος των μελών της Κοινότητας ότι μπορούν να επανεργοποιηθούν, ειδικότερα σε στιγμές κρίσης, δημιουργεί ένα παραπάνω πρόβλημα στην οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο πλευρών.

Επιπρόσθετα, ιδιαίτερη τραυματική εμπειρία για τη ρωμαίικη Κοινότητα, αποτέλεσε η αφαίρεση το 1967 από τις προσόψεις των σχολών όλων των επιγραφών που έφεραν ελληνικούς χαρακτήρες και η αντικατάστασή τους με πινακίδες στην τουρκική γλώσσα.

Παρόλο που τα μέτρα αυτά συνέβαλαν στη δημιουργία ενός κλίματος εκφοβισμού,  ο ουσιαστικός έλεγχος στα μειονοτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα επιτεύχθηκε αποκλειστικά με την επαναφορά του θεσμού των Τούρκων υποδιευθυντών, που είχε επινοηθεί στις αρχές του κεμαλικού καθεστώτος, αλλά είχε αδρανήσει από τη δεκαετία του 1940. Τούρκοι πολίτες μουσουλμανικού θρησκεύματος, οι υποδιευθυντές, που επανέρχονται στα μειονοτικά σχολεία το 1962, είναι δημόσιοι υπάλληλοι και διορίζονται ως βοηθοί των μειονοτικών διευθυντών. Θεωρητικά, στην αρχή τουλάχιστον, η αποστολή τους περιορίζεται στην επιτήρηση των Τούρκων μουσουλμάνων εκπαιδευτικών, που εργάζονται αποσπασμένοι από το Υπουργείο Παιδείας στα ρωμαίικα σχολεία. Πολύ γρήγορα όμως, το πεδίο αρμοδιοτήτων τους διευρύνεται σε βάρος της εξουσίας που ασκούσαν μέχρι τότε μόνοι οι μειονοτικοί διευθυντές. Έχουν επίσης, ως ευθύνη, την αξιολόγηση της υπηρεσιακής ικανότητας των εκπαιδευτικών του τουρκικού δημοσίου που αποσπώνται στα μειονοτικά σχολεία. 

Από το Νοέμβριο του 1967 ο Διευθυντής θα αναπληρώνεται υποχρεωτικά από τον υποδιευθυντή και όχι όπως ίσχυε προηγουμένως από έναν εκπαιδευτικό της επιλογής του. Επιπρόσθετα, η διοικητική αλληλογραφία των σχολείων τρία  χρόνια αργότερα, θα υπόκειται στην θεώρηση και υπογραφή του υποδιευθυντή. 

Το 1974 ο υποδιευθυντής αναγορεύεται πρόεδρος της επιτροπής των εξετάσεων των  «τουρκικών μαθημάτων» και επιπλέον συνυπογράφει με το  διευθυντή όλα τα εξεταστικά έγγραφα και για τα ελληνικά μαθήματα. Το 1987 με βάση τον Ν.6581 οι υποδιευθυντές ορίζονται συνδιευθυντές και τρία χρόνια αργότερα συνυπογράφουν και τις μισθολογικές καταστάσεις των σχολείων συμμετέχοντας κατά τον τρόπο αυτό και στην οικονομική τους διαχείριση. 

Ο Φραγκόπουλος (2009, σ.305) θεωρεί ότι  με την υπέρμετρη αύξηση των δικαιοδοσιών του υποδιευθυντή, ο ομογενής Διευθυντής έχει περιέλθει σε υποδεέστερη μοίρα, μέσα στο ίδιο του το σχολείο της ομογένειας. Ωστόσο σήμερα, ενώ έχει βελτιωθεί η κατάσταση, σε θεσμικό πλαίσιο παραμένει αμετάβλητη.

Αναφορικά με τους δασκάλους του ελληνόφωνου προγράμματος, υπάρχουν οι ρωμιοί και οι μετακλητοί, οι οποίοι, αφού πετύχουν στις εξετάσεις γλωσσομάθειας που διενεργεί το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας, υπηρετούν για τρία με δυνατότητα παράτασης, πέντε χρόνια.

Ως προς τα προβλήματα κατά τη διδασκαλία, το σοβαρότερο είναι η έλλειψη ικανού αριθμού μαθητών που θα διαμόρφωναν μια κανονική τάξη και όπως λένε οι ίδιοι οι δάσκαλοι «δεν υπάρχει το κλίμα τάξης». Επίσης, πολλές φορές ο δάσκαλος αντιμετωπίζει τον ερχομό ενός παιδιού στη μέση της χρονιάς, που δε γνωρίζει ελληνικά και πρέπει να το προσαρμόσει σε ένα πρόγραμμα που έχει ήδη ξεκινήσει, καθώς και να το εντάξει σε μία τάξη χωρίς να υπάρχει καμία γλωσσική επάρκεια του μαθητή. Επιπρόσθετα, η έλλειψη κατάλληλων εγχειριδίων για τη διδασκαλία σε δίγλωσσα και τρίγλωσσα παιδιά συνιστά ένα άλλο πρόβλημα.

Έτσι η διαρροή των μαθητών, περιορισμένη αλλά συνεχής, θα είχε αυξητική πορεία μετά το 1968, όταν τα ρωμαίικα σχολεία θα υποχρεούνταν να αποκλείσουν τους μαθητές που δεν ανήκαν στη ρωμαιορθόδοξη μειονότητα. Στις μέρες μας, μόνο τα παιδιά ο πατέρας των οποίων είναι Ρωμιός ορθόδοξος και πολίτης του τουρκικού κράτους έχουν το δικαίωμα να φοιτούν στα ρωμαίικα σχολεία. Καθώς το θρήσκευμα αναγράφεται στα δελτία ταυτότητας της Τουρκίας αποτελεί ένα βασικό στοιχείο των ληξιαρχικών τους δεδομένων.

Συνεπώς, έχοντας περιοριστεί οι εγγραφές των σχολείων μόνο στους Ρωμιούς ορθοδόξους, ο μαθητικός πληθυσμός είναι αυστηρά περιχαρακωμένος και τα σχολεία οδηγούνται αναπόφευκτα σε συγχωνεύσεις και τελικά σε κλείσιμο. Ωστόσο, η απόφαση να κλείσει  ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα δεν είναι εύκολη, όχι μόνο για ψυχολογικούς λόγους αλλά κι επειδή σε μια τέτοια περίπτωση η απώλεια του κτηρίου που θα εκκενωθεί είναι  σχεδόν αβέβαιη. 

Σύμφωνα με τη νομοθεσία για τα βακούφια, το ακίνητο δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, παρά μόνο αν προορίζεται και πάλι από την ίδια  κοινότητα για εκπαιδευτικές δραστηριότητες που αφορούν στα μέλη της. Όμως, η απόφαση να κλείσει ένα σχολείο ανήκει στην κοινότητα, η οποία προτιμά να έχει την έγκριση της θρησκευτικής αρχής, δηλαδή του Πατριάρχη που αποφαίνεται με την ιδιότητα του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Τυπικά,  για το τουρκικό κράτος, από το 1974 κι έπειτα, κανένα ρωμαίικο σχολείο δεν έκλεισε, τουλάχιστον  στα «χαρτιά»,  με τη νομική έννοια του όρου. 

Στην πράξη όμως, τα τελευταία τριάντα χρόνια, περί τα δέκα ρωμαίικα σχολεία διέκοψαν τη λειτουργία τους. Κλειστά de facto αλλά όχι de jure τα σχολεία αυτά έχουν το δικαίωμα, από την πλευρά του Υπουργείου Παιδείας να ξανανοίξουν τις πόρτες τους ανά πάσα στιγμή. Εκτός από το Λύκειο της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης στη κατηγορία των «ανενεργών» σχολείων  εντάσσονται και δύο λύκεια θηλέων, το Ιωακείμιο, που εξαρτάται από το Πατριαρχείο και το Κεντρικό Παρθεναγωγείο του Μπέιογλου, τα οποία έπαυσαν να λειτουργούν το 1988 και 1998 αντίστοιχα.

Σήμερα, σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, λειτουργούν εννιά σχολεία με μαθητές, εκ των οποίων μόνο το Ζάππειο παρέχει εκπαίδευση όλων των βαθμίδων, από το Νηπιαγωγείο έως το Λύκειο. Η Μεγάλη του Γένους Σχολή και το Ζωγράφειο παρέχουν εκπαίδευση ως Γυμνάσιο και Λύκειο. Λειτουργεί  επίσης, εκτός από το Νηπιαγωγείο του Ζαππείου και ένα δεύτερο Νηπιαγωγείο στον Γαλατά. Ωστόσο, ο κίνδυνος του κλεισίματος των σχολείων δημιουργεί τις συνθήκες για την ανάπτυξη ενός ιδιότυπου ανταγωνισμού μεταξύ των σχολείων με χαρακτηριστικά επικοινωνιακής πολιτικής, κυρίως μέσω των Μ.Μ.Ε., προσπαθώντας να ξαναζωντανέψει την παλαιά αίγλη. (Μάρκου, 2009, σ.30). Έτσι φτάσαμε σήμερα ο συνολικός αριθμός των μαθητών σε όλα τα σχολεία και σε όλες τις εκπαιδευτικές  βαθμίδες να ανέρχεται σε 249, από του οποίους οι 116 είναι παιδιά Ορθόδοξων χριστιανών από την Αντιόχεια, τα οποία στο σπίτι ομιλούν την αραβική και την τουρκική. Σχετικά με τη σύσταση του μαθητικού πληθυσμού, έχουμε την εισαγωγή από τη δεκαετία του 1970 των αραβόφωνων μαθητών (Ορθόδοξοι από την Αντιόχεια), που έχουν μητρική γλώσσα τα αραβικά. Αναμφίβολα, η είσοδος των αραβόφωνων μαθητών συμβάλλει σε μια νέα διαμόρφωση της μειονοτικής εκπαιδευτικής κατάστασης. (Φραγκόπουλος, 2009, σ.306).

Συνεπώς, αυτή τη στιγμή οι αραβόφωνοι μαθητές αποτελούν ένα σπουδαίο δυναμικό των μειονοτικών σχολείων και εμπλουτίζει τις στατιστικές, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί προβλήματα που σχετίζονται κυρίως με την άγνοια μιας από τις γλώσσες διδασκαλίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η στάση της κοινότητας απέναντι σε στο νέο αυτό μαθητικό πληθυσμό να χαρακτηρίζεται αρκετά διφορούμενη, δεδομένου ότι αρκετοί της πολίτικης ρωμιοσύνης θεωρούν την παρουσία των αραβόφωνων παιδιών τα ρωμαίικα μαθητολόγια ως μια από τις πιο σοβαρές αιτίες της παρακμής των σχολείων και της εγκατάλειψής τους από τις ρωμαίικες ελληνόφωνες οικογένειες. 

Έτσι, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης προτείνεται η δημιουργία τάξεων στο νηπιαγωγείο αποκλειστικά για αραβόφωνα παιδιά με εκπαιδευτικούς ειδικευμένους στη διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας. Το παράδειγμα των ξένων σχολείων της Πόλης (γαλλικό, ιταλικό, αυστριακό,) στα οποία οι προκαταρκτικές τάξεις αποτελούν ένα θεσμοθετημένο μέσο αντιμετώπισης παρόμοιων καταστάσεων και η παραπάνω μέθοδος έχει θετικά αποτελέσματα, προβάλλεται ως ένα από τα κύρια επιχειρήματα υπέρ της λύσης αυτής. Ωστόσο, από την πλευρά των εκπροσώπων της Εκκλησίας, το κρίσιμο στοιχείο της ταυτότητας των αραβόφωνων είναι η ορθόδοξή τους πίστη, ενώ τα γλωσσικά, εθνοτικά ή πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά θεωρούνται δευτερεύουσας σημασίας. 

Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με την άποψη του Κ. Γαβρόγλου (2009, σ.316), υπάρχει ένα μέρος της κοινότητας που θεωρεί ότι,  ουσιαστικά,  στην Πόλη ξανασυναντιούνται δυο διαφορετικά πολιτισμικά ρεύματα, όπως έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν. Όπως έγινε στο παρελθόν όταν ήρθαν στην Πόλη οι Αρβανίτες, πολλοί Καραμανλήδες που δεν έμαθαν ποτέ ελληνικά, αλλά υπήρξε μια όσμωση διαφορετικών πολιτισμών, συνηθειών και αξιών.

Όμως, αν το νομικό καθεστώς των σχολείων δεν αλλάξει και όσο η πρόσβαση σε αυτά περιορίζεται μόνο στους rum orthodox, παρόλο που αποτελούν μια αναμφισβήτητη δημογραφική ένεση, φαίνεται πως συνιστούν παράγοντα καθυστέρησης της εκπαιδευτικής διεργασίας, χωρίς ωστόσο, να ακυρώνουν τη συρρίκνωση του ρωμαίικου εκπαιδευτικού μηχανισμού. Επίσης, ένα στοιχείο που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας είναι το επίπεδο της κοινωνικοοικονομικής προέλευσης  των Αράβων ορθοδόξων που συσπειρώνονται γύρω από τη ρωμαίικη κοινότητα της Πόλης. Η έρευνα καταδεικνύει ότι οι Άραβες ορθόδοξοι είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους άνθρωποι με περιορισμένα οικονομικά μέσα, που επιζητούν, μέσα από τη σύσφιξη των δεσμών τους με το ρωμαίικο στοιχείο, την ασφάλεια που παρέχει ένα «προστατευμένο» και άρτια δομημένο διοικητικά πλαίσιο (Αναστασιάδου & Ντυμόν, 2007, σ.123).

Επίσης, η προοπτική μιας ενδεχόμενης εγκατάστασης στην Ελλάδα θα μπορούσε να είναι ένα άλλο ερμηνευτικό κλειδί, δεδομένου ότι οι αραβόφωνοι ορθόδοξοι του Χατάυ και της Μερσίνης επιζητούν την «ελληνοποίηση» για να διευκολύνουν την αναχώρησή τους από την Τουρκία, την οποία προετοιμάζουν μέσω της αλλαγής ταυτότητας. Συνεπώς, η Πόλη, αποτελεί ένα σταθμό της μεταναστευτικής τους πορείας και επόμενος στόχος η ανεύρεση εργασίας στην Ελλάδα και μέσω της Ελλάδας σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ακόμη, η προσέγγιση τω αραβορθόδοξων με τη ρωμαίικη κοινότητα οφείλεται και σε ιστορικούς λόγους. Όταν το 1939, η Γαλλία-η οποία από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου διοικούσε το Σαντζάκι της Αλεξανδρέττας που μετονομάστηκε σε Χατάυ- παραχώρησε την πρώην αυτή οθωμανική επαρχία στην Τουρκία, οι αραβόφωνοι χριστιανοί της περιοχής βρέθηκαν από τη μια μέρα  στην άλλη σε τουρκικό έδαφος. Η αλλαγή αυτή συνοδεύτηκε αναπόφευκτα από τη γένεση και τη δημιουργία μιας μειονοτικής ταυτότητας και φαίνεται πως οι επόμενες γενιές απέρριψαν συστηματικά την ιδέα της αφομοίωσής τους από την τουρκική κοινωνία.

Ακόμη, ένα άλλο στοιχείο το οποίο αξίζει να λάβουμε σοβαρά υπόψη στη μελέτη μας και αφορά τις αιτίες απομάκρυνσης από την Κοινότητα και τα ρωμαίικα σχολεία είναι οι μικτοί γάμοι, δεδομένου ότι θεωρούνται συνώνυμοι με την αλλοίωση της ταυτότητας της κοινότητας. Μεγαλύτερη ανοχή υπάρχει για τους γάμους μεταξύ Ρωμιών και Αρμενίων ή και μεταξύ Ρωμιών και Λεβαντίνων, ενώ τα ζευγάρια Ρωμιών και Τούρκων ελαχιστοποιούν την αποδοχή τους μέσα στην Κοινότητα. Ειδικά όταν μια Ρωμιά παντρεύεται με Τούρκο θεωρείται πλήρης η αφομοίωση γι’ αυτήν και τα παιδιά της στην τουρκική κοινωνία. Μολονότι, τελευταία, επιτρέπεται  η εγγραφή στα μειονοτικά σχολεία των παιδιών με μητέρα Ρωμιά, μετά από τη  συγκατάθεση του Τούρκου συζύγου της, δεν παρατηρείται κάποια αλλαγή ως προς τη στάση των συγκεκριμένων μικτών ζευγαριών, τα οποία επιλέγουν να στείλουν τα παιδιά τους σε τουρκικά σχολεία (Αναστασιάδου & Ντυμόν, 2007).

Ωστόσο, σε μια εποχή έντονης κινητικότητας και με μια αγορά εργασίας που εντείνεται στο σύνολο του πλανήτη, οι Ρωμιοί δεν ατενίζουν το μέλλον των παιδιών τους μέσα στα στενά  όρια της κοινότητας. Έτσι, οι πιο εύποροι επιζητούν μια πολύγλωσση κατάρτιση ως εγγύηση υψηλού βαθμού ανταγωνιστικότητας και επιτυχίας για τα παιδιά τους και τα στέλνουν στα ξένα σχολεία (αγγλόφωνα, γαλλόφωνα, γερμανόφωνα, ιταλόφωνα). Οι λιγότεροι ευκατάστατοι, οι οποίοι έχοντας ενισχυμένο το ενδεχόμενο της μελλοντικής μόνιμης επαγγελματικής δραστηριότητας στην Τουρκία, δε διστάζουν να στραφούν προς τα τουρκικά δημόσια σχολεία (Μάρκου, 2009, σ.33).

Συνεπώς, εάν η διατήρηση των σχολείων της Πόλης  κρίνεται σκόπιμη, η προσαρμογή στις νέες συνθήκες είναι αναπόφευκτη.  Ωστόσο, τα δύο εμπλεκόμενα κρατικά σύνολα, το τουρκικό (τουρκικό υπουργείο Παιδείας) και το ελληνικό (μέσω του ελληνικού προξενείου και του Πατριαρχείου σε κοινοτικά ζητήματα), τα οποία βρίσκονται σε ανταγωνιστική σχέση και διαμορφώνουν ουσιαστικά το εκπαιδευτικό πλαίσιο λειτουργίας των σχολείων, δημιουργούν ένα ασυμβίβαστο συμφερόντων με συνέπειες στο εκπαιδευτικό έργο. 

Συνεπώς, το διπλό και αντιφατικό νομικό καθεστώς, το οποίο επιτρέπει από τη  μια μεριά τη διατήρηση των χαρακτηριστικών μιας οργάνωσης τύπου Millet και από την άλλη, η χρησιμοποίηση διαφορετικών ιδεολογικών αρχών από τα εμπλεκόμενα μέρη δημιουργούν ουσιαστικά προβλήματα στην προσπάθεια της ποιοτικής αναβάθμισης της εκπαίδευσης της ρωμιοσύνης. Αναμφίβολα η συνολικότερη ποιοτική εκπαίδευση είναι αυτή που θα γεμίσει τις αίθουσες των σχολείων. 

Στην παρούσα συγκυρία, σύμφωνα με τις εξελίξεις όχι μόνο στο ελληνοτουρκικό πλαίσιο, αλλά και στο ευρωτουρκικό, καθώς επίσης και στο αντίστοιχο μειονοτικό της Θράκης, φαίνεται  πως δημιουργούνται προϋποθέσεις σχέσεων εμπιστοσύνης με το τουρκικό κράτος, με τους όρους που επιβάλλει η κοινωνία των πολιτών και κατά συνέπεια μπορεί  να   επιτραπεί η λειτουργία των ρωμαίικων σχολείων για όλους τους μαθητές-ανεξαρτήτου καταγωγής και θρησκευτικής υπαγωγής.  

Σύμφωνα με το Φραγκόπουλο (2009, σ.308)  η αναβάθμιση των σχολείων της ομογένειας επιβάλλεται να πραγματοποιηθεί στο επίπεδο των καλύτερων ξένων και ιδιωτικών σχολών με στόχο να ανταποκρίνονται οι νέοι μας με επιτυχία στις απαιτήσεις της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους.  Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να διερευνηθούν οι δυνατότητες για σπουδές των αποφοίτων μας σε ειδικότητες που θα εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της ομογένειάς μας, η οποία αισθάνεται έντονη την έλλειψη δικηγόρων, γιατρών, εκπαιδευτικών, νοσηλευτικού προσωπικού, στελεχών διοικητικών και οικονομικών επιχειρήσεων κ.α. 

Επιπρόσθετα, η συρρίκνωση του ελληνόφωνου περιβάλλοντος, αφενός δίνει λιγότερες ευκαιρίες στους μαθητές για κοινωνικές συναναστροφές και κατά συνέπεια για μεγαλύτερη χρήση της ελληνικής γλώσσας και εκτός του  σχολικού ή οικογενειακού χώρου και αφετέρου η συμμετοχή μεγάλου αριθμού Αντιοχέων μαθητών, που δεν έχουν μητρική γλώσσα την ελληνική, μεταβάλλει την σχολική πραγματικότητα στο εσωτερικό του σχολείου. Ο ίδιος θεωρεί ότι επιβάλλεται στην προκειμένη περίπτωση η εξειδικευμένη στελέχωση του νηπιαγωγείου του Γαλατά, δεδομένου ότι η προσχολική αγωγή αποτελεί σημαντικό παράγοντα της εκμάθησης της γλώσσας. 

Ακόμη, είναι απαραίτητο να λειτουργήσει ένα συγκροτημένο πρόγραμμα  επαγγελματικού προσανατολισμού και παράλληλα ένα γραφείο ευρέσεως εργασίας με αποκλειστικό σκοπό την επαγγελματική αποκατάσταση των νέων μας στην Τουρκία. Οι ποικίλες ελληνικές και τουρκικές επιχειρήσεις είναι μια ευκαιρία γι’ αυτό το σκοπό. Για παράδειγμα, η ζωτική σημασία των θέσεων εργασίας που προσφέρει το νοσοκομείο του Μπαλουκλή, είναι αδιαμφισβήτητη και άκρως δελεαστική αρκεί να γίνει κατάλληλος προγραμματισμός και να επιδειχθεί ενδιαφέρον από τους νέους μας. Το ίδρυμα του Μπαλουκλή δεν είναι απλώς οίκος ευγηρίας αλλά και μονάδα που παρέχει ιατρική παρακολούθηση.

Το ζητούμενο είναι ένα αποτελεσματικό σχολείο, το οποίο να οδηγεί με αξιώσεις επιτυχίας τους αποφοίτους του και στις εξετάσεις πρόσβασης στα τουρκικά Πανεπιστήμια. Φαίνεται πως μια ρεαλιστική λύση θα μπορούσε να είναι  η εισαγωγή των Ρωμιών αποφοίτων σε τουρκικά Πανεπιστήμια, δημόσια και ιδιωτικά, κατά το πρότυπο της ευεργετικής νομοθεσίας που ισχύει στην Ελλάδα για τα παιδιά της μουσουλμανικής μειονότητας (Χατζητέγας, 2009, σ.43).

Ακόμη, ένα άλλο χαρακτηριστικό της ελληνικής μειονοτικής εκπαίδευσης στην Πόλη, αποτελεί το ζήτημα της εγγραφής του εκπαιδευτικού συστήματος στο πλαίσιο του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού και της πολιτικής χειραγώγησής του, που το μεταμορφώνει σε μέσο πίεσης για την επίτευξη πολιτικών διεκδικήσεων και από τα δυο κράτη. Βασική συνιστώσα αυτής της μεταμόρφωσης αποτελεί η «αρχή της αμοιβαιότητας», ειδικά στον τομέα των σχολικών εγχειριδίων και των μετακλητών δασκάλων. 

Επιπρόσθετα, η ελάττωση του αριθμού των σχολείων και η συρρίκνωση του μαθητικού πληθυσμού αποτελούν, σύμφωνα με το Δ.Φραγκόπουλο, πρώην διευθυντή του Ζωγραφείου και ενός από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στη ζωή της ρωμαίικης κοινότητας, βασικό πρόβλημα της Ομογένειας της Πόλης, η οποία προσπαθεί να διασώσει και να αναδιοργανώσει όσα της έχουν απομείνει.

Η εκπαίδευση στην Ίμβρο και την Τένεδο (Ιούνιος 2011)

Σε ό, τι αφορά τα ελληνικά σχολεία στην Ίμβρο και την Τένεδο, σύμφωνα με την επιστολή του Μητροπολίτη Ίμβρου και Τενέδου προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 11 Δεκεμβρίου 1930, έχουμε την παράνομη  κατάληψή τους από την τουρκική κυβέρνηση ως το 1930 και τη μετατροπή τους σε τουρκικά σχολεία. Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας περιορίστηκε σε δύο ώρες την εβδομάδα για κάθε σχολείο. Επίσης, η επιλογή για τους Ρωμιούς να στέλνουν τα παιδιά τους στο γειτονικό σχολείο, αν εκεί λειτουργούσε ελληνικό σχολείο απαγορευόταν.  Έτσι, είναι φανερό ότι μετά την επίταξη των ελληνικών σχολείων στην Ίμβρο και την Τένεδο, τα παιδιά  παρέμειναν χωρίς εκπαίδευση στη μητρική τους γλώσσα (Σαριόγλου, 2011, σ.291).

Ωστόσο, η εκπαιδευτική ζωή στην Ίμβρο και την Τένεδο βρίσκει ξανά τους φυσιολογικούς της ρυθμούς, μετά την υπογραφή στις 20 Απριλίου 1951 του ελληνοτουρκικού Μορφωτικού Πρωτοκόλλου. Ήταν μια πρωτοβουλία των υπουργών Εξωτερικών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, μέλη του οποίου ήταν τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία. Έτσι, το 1952 , ως άμεσο αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων ήταν η ίδρυση του ημιγυμνασίου της Παναγιάς της Ίμβρου  και ενός δημοτικού σχολείου στην Τένεδο. 

Οι νέες εξελίξεις συνέπεσαν με την εκλογή του δυναμικού Μητροπολίτη Ίμβρου και Τενέδου, Μελίτωνος. Το 1954, υπό την αιγίδα του, ιδρύθηκε στην Ίμβρο ένα ακόμα δημοτικό σχολείο. Ταυτόχρονα, ιδρύθηκαν για πρώτη φορά νέες πολιτιστικές εταιρείες και φιλολογικοί σύνδεσμοι που θα βελτίωναν το κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο των κατοίκων των νησιών. Παρ’ όλα αυτά η  Τουρκία δεν είχε αναγνωρίσει ακόμα το άρθρο 14 της Συνθήκης της Λωζάννης, το οποίο προέβλεπε την αυτοδιοίκηση των δύο νησιών (Σαριόγλου, 2011, σ.257).

Όμως, στις 23 Ιουλίου 1964  με το νόμο υπ. αρ. 502 η τουρκική κυβέρνηση καταργεί τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα κοινοτικά σχολεία και παράλληλα με τις απελάσεις των ελλήνων υπηκόων επιχειρείται ο αφανισμός των Ρωμιών στην Ίμβρο και την Τένεδο, μέσω του αποκαλούμενου «προγράμματος διάλυσης» (Eritmi Programi). Έτσι, όλοι οι έλληνες εκπαιδευτικοί και το προσωπικό απολύθηκαν. Αυτός ο νόμος απαγόρευσε στην κοινότητα να έχει στη δικαιοδοσία της ακίνητη περιουσία, των σχολείων συμπεριλαμβανομένων, με μόνη εξαίρεση τα κτήρια των εκκλησιών. Ως το 1967 είχε εφαρμοστεί το άρθρο 14 του νόμου 1151/1927, μετατρέποντας, με αποτελεσματικότητα τα ελληνικά σχολεία σε τουρκικά δημόσια σχολεία. Όσοι επιθυμούσαν τα παιδιά τους να διδαχθούν την ελληνική γλώσσα έπρεπε να υποβάλλουν αίτηση  για ειδική άδεια στον τούρκο διοικητή και εφόσον βρισκόταν ο «κατάλληλος» εκπαιδευτικός και οι οικογένειες κάλυπταν τα έξοδα, τα παιδιά μπορούσαν να κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα (Σαριόγλου, 2011, σ.294).

Αναμφίβολα, όσο περνούσε ο καιρός οι συνθήκες για την ελληνική μειονότητα στην Ίμβρο και την Τένεδο γίνονταν αφόρητες, ιδιαίτερα στην παροχή ελληνικής παιδείας, ώστε οι Ρωμιοί τα εγκατέλειπαν από μόνοι τους. Σήμερα, οι Ίμβριοι και οι Τενέδιοι της ξενιτιάς, με την έννοια του gurbet, κουβαλούν τη νοσταλγία για τη χαμένη τους πατρίδα και μέσω των πολιτισμικών συλλόγων τους (Σύλλογος Προστασίας, Αλληλεγγύης και Βιώσιμης Ανάπτυξης Ίμβρου- Γκιοκτσέαντα και Σύλλογος Τενεδίων ο «Τέννης»), προσδοκούν να διατηρήσουν την πολιτισμική τους ταυτότητα και να αναπτύξουν περισσότερο την ιδιαίτερη σχέση με τον τόπο τους μέσα από την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας (Σύλλογος Τενεδίων, Σύλλογος Ιμβρίων, 2009, σ.366-367).


Το νομικό καθεστώς και η λειτουργικότητα των κοινοτικών θεσμών της ελληνορθόδοξης μειονότητας


Η Συνθήκη της Λωζάννης τον Ιούλιο του 1923 επαναπροσδιορίζει τη νομική υπόσταση των Ρωμιών της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Έτσι,  η ελληνορθόδοξη κοινότητα αναγνωρίζεται επίσημα ως μη μουσουλμανική μειονότητα και η προστασία των δικαιωμάτων της τίθεται υπό την προστασία της Κοινωνίας των Εθνών.

Η προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων διασφαλιζόταν στα άρθρα 37-44 του τελικού κειμένου της Συνθήκης της Λωζάννης. Σύμφωνα με το άρθρο 40, οι μειονότητες είχαν το δικαίωμα να ιδρύσουν και να διαχειριστούν με δικά τους οικονομικά μέσα τα φιλανθρωπικά, θρησκευτικά και κοινωνικά ιδρύματά τους, καθώς και να χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους και να εξασκούν τη θρησκεία τους μέσα σε αυτά. Το άρθρο 42 της Συνθήκης όριζε ότι τα ζητήματα οικογενειακού δικαίου και προσωπικού καθεστώτος θα ρυθμιζόταν σύμφωνα με τα έθιμα των μειονοτήτων. Τη ρύθμιση αυτή θα αναλάμβαναν ειδικές επιτροπές, αποτελούμενες από ίσο σε αριθμό αντιπροσώπους του τουρκικού κράτους και της μειονότητας.

Σε ό, τι αφορούσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, επήλθε μόνο προφορική συμφωνία στη Λωζάννη και η Τουρκία θα δεχόταν να παραμείνει το Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη, με τον όρο ότι θα περιοριζόταν αποκλειστικά στα θρησκευτικά του καθήκοντα (Καμούζης, Δ., 2009, σ.52).

Το Μάιο του 1925 η Άγκυρα άρχισε να μεθοδεύει την ένταξη των θρησκευτικών μειονοτήτων στο πρόγραμμα εκκοσμίκευσης  και εκσυγχρονισμού του τουρκικού κράτους. Έτσι, με στόχο την υλοποίηση αυτής της πολιτικής, η κυβέρνηση συγκρότησε τρείς μικτές επιτροπές, αποτελούμενες από κρατικούς αντιπροσώπους και εκπροσώπους της ελληνορθόδοξης, αρμενικής και εβραϊκής  μειονότητας, αντιστοίχως. Σκοπός των επιτροπών ήταν να αποφανθούν σχετικά με το ζήτημα της εφαρμογής του νέου Αστικού κώδικα, ο οποίος ερχόταν σε αντίθεση με το άρθρο 42 της Συνθήκης. Οι παρατυπίες και οι πιέσεις στη διαδικασία που ακολουθήθηκε και η αμφιβόλου νομιμότητας παραίτηση της ελληνορθόδοξης μειονότητας ανάγκασε το ελληνικό κράτος να διαμαρτυρηθεί στην Κοινωνία των Εθνών (Αλεξανδρής, 1992,135-139).

Έτσι, οι τουρκικές αρχές από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του  1926 επέτρεψαν τη διενέργεια κοινοτικών εκλογών προς ανάδειξη κοινοτικών αρχών σε διάφορες κοινότητες. Η επικύρωση των εκλογών των εφοροεπιτροπών στις διάφορες ενορίες πραγματοποιείτο από την Πατριαρχική Κεντρική Εκκλησιαστική Επιτροπή. Είναι φανερό ότι η λογική της ενσωμάτωσης ήταν ίδια με εκείνη που είχε ακολουθήσει το οθωμανικό κράτος σε σχέση με τις μειονότητες, με τη διαφορά ότι πλέον η εξουσία ανατίθετο στη λαϊκή και όχι στη θρησκευτική ηγεσία των μειονοτήτων.

Όπως υποστηρίζει ο Αλεξαδρής, κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου η Τουρκία προσπάθησε να συνδυάσει δύο διαφορετικές πολιτικές: από τα μία μεριά να διαμορφώσει ελεύθερες συνθήκες για τις μειονότητες, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης και τις ελληνοτουρκικές συμφωνίες  και από την άλλη να επιμείνει στο λαϊκό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμά της. Οι μηχανισμοί της Εκκλησίας γίνονται μηχανισμοί του κράτους, χωρίς πλέον τη συμμετοχή του Πατριαρχείου στις λαϊκές υποθέσεις. Παράλληλα, δεν επέτρεψε τη συγκρότηση ενός κεντρικού οργάνου της μειονότητας και με τον τρόπο αυτό δεν αναγνώρισε τη νομική υπόσταση της μειονότητας και της στέρησε τη δυνατότητα να διεκδικήσει περαιτέρω τα δικαιώματά της μέσω των ενεργειών ενός κεντρικού αντιπροσωπευτικού οργάνου.

Ακόμη, το θέμα της γυναικείας ψήφου αποτελεί ακανθώδες ζήτημα, διότι,  ενώ στην Τουρκία το δικαίωμα ψήφου των γυναικών έχει κατοχυρωθεί από το 1934, στη μειονότητα η κατάσταση αλλάζει μόλις τη δεκαετία του 1950 και όχι ταυτόχρονα και ομαλά σε όλες τις κοινότητες. (Ανδριανοπούλου & Μπενλίσοι, 2009, 60).

Έτσι, με το βακουφικό νόμο του 1935 , τα ελληνορθόδοξα κοινοτικά ιδρύματα εντάχθηκαν στην ίδια πολιτική διευθέτησης μαζί με τα μουσουλμανικά βακούφια και τέθηκαν υπό το διαχειριστικό έλεγχο της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων. Με τον όρο βακούφι(ον), κατά το οθωμανικό δίκαιο, θεωρείται η κινητή ή  ακίνητη περιουσία με αυτοτελή νομική προσωπικότητα (ως ίδρυμα) με σκοπό που ορίζει ο δωρητής και διαχειριστικές αρμοδιότητες ασκεί ο διαχειριστής, σύμφωνα με το σχετικό δίκαιο.

Για την αναγνώριση των βακουφίων απαιτήθηκε η καταγραφή και νομιμοποίηση όλων των ακινήτων τους. Έτσι, το 1936, οι κοινότητες κατέθεσαν τους σχετικούς καταλόγους, χωρίς να λείπουν τα πραγματικά προβλήματα και οι ασάφειες (Τσιτσελίκης, 2009 σ.155). Επιπρόσθετα, το 1936-3, οι αρχές επιβάλλουν έναν έφορο δικής τους επιλογής για κάθε βακούφι, ακυρώνοντας τη διοικητική αυτοτέλεια των κοινοτήτων ως προς τον έλεγχο των περιουσιών τους.

 Είναι φανερό ότι, το τουρκικό δίκαιο στην ιστορία του θεσμού τα τελευταία 85 χρόνια, ψαλίδιζε τις δυνατότητες αυτονόμησης των βακουφίων και τα έθετε σε στενό κεντρικό θεσμικό έλεγχο.

Κοινότητες και βακούφια

Η ιστορία οργάνωσης της κοινότητας συνδέεται άρρηκτα με τη μοίρα διαχείρισης της περιουσίας της και αυτό γιατί νομικά οι τουρκικές αρχές δεν αναγνωρίζουν κοινότητες, αλλά επιμέρους ιδρύματα, εκκλησίες και σχολές. Έτσι οι τουρκικές αρχές αντιμετωπίζουν τις διάφορες κοινότητες  ως ξεχωριστά βακούφια και όχι ως ενιαίο σύνολο με μια διοικητική αρχή.

Καταρχήν τα βακούφια, από κοινός θεσμός θρησκευτικού δικαίου των κοινοτήτων της Αυτοκρατορίας, υπάχθηκαν σε ένα ειδικό δίκαιο που έπρεπε να εναρμονιστεί με το σύγχρονο αστικό δίκαιο, αλλά και με τη Συνθήκη της Λωζάννης, ως προς το δικαίωμα ίδρυσης και διατήρησης κοινωφελών ιδρυμάτων. Έτσι, το « βακούφι» μετατράπηκε σε «ίδρυμα» με αμφιλεγόμενο νομικό περιεχόμενο, το οποίο απέκτησε ειδική πολιτική σημασία μέσα από την ιδιαίτερη διαδρομή των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την εξέλιξη των νομοθετικών τάσεων της Τουρκίας στα πλαίσια του εξευρωπαϊσμού της από το 2000.

Οι κοινότητες από την άλλη πλευρά, αφανείς και αόρατες για το τουρκικό δίκαιο, αποτελούν το φορέα που δικαιούται να καρπώνεται τα ωφελήματα της ιδιοκτησίας των βακουφίων και των παρεπόμενων ακινήτων, χωρίς ωστόσο  να έχουν κατοχυρώσει σχέση εξουσίασης, παρά μόνο μέσω των διαχειριστικών αρμοδιοτήτων των επιτροπών. Η ανάδειξη, η σύσταση, οι αρμοδιότητες, η λειτουργία, η λογοδοσία και η παύση της επιτροπής διέπονται από το σχετικό περί βακουφίων τουρκικό δίκαιο. 

Είναι φανερό ότι το ζήτημα της σύστασης  διαχειριστικών επιτροπών αποτελεί ζωτικό θέμα της επιβίωσης των βακουφίων υπέρ της μειονότητας, ειδικά σε κοινότητες που έχουν δημογραφικά σβήσει ή είναι σε αδυναμία να διαχειριστούν τα βακούφια. Ερημωμένη κοινότητα σημαίνει αυτομάτως απουσία εκλογικού σώματος και επομένως αδυναμία διεξαγωγής εκλογών. Όμως, σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία, αν ένα βακούφι παραμείνει για δέκα χρόνια δίχως διοίκηση γίνεται αυτόματα mazbut, δηλαδή η διοίκησή του περιέρχεται στη δικαιοδοσία της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων και κατά συνέπεια το να μη γίνονται εκλογές εμπεριείχε ένα ορατό κίνδυνο (Oran Baskin, 2009, σ.145).

Το 1935 ψηφίζεται ο βακουφικός νόμος (5/6/1935, νόμος αρ. 2762), που κατατάσσει τα μειονοτικά βακούφια στην κατηγορία των ιδιωτικών βακουφίων και ορίζει ότι θα διευθύνονται από επιτρόπους ή εκλεγμένες κοινοτικές εφορίες, οι οποίες θα διαχειρίζονται την περιουσία τους, τελώντας υπό το γενικό έλεγχο της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων (Τσιτσελίκης, 2009 σ.163).

 Ωστόσο, το 1938 η διεύθυνση των μειονοτικών βακουφιών ανατίθεται σε ειδικούς επιτρόπους που διόριζε η ίδια Γενική Διεύθυνση Βακουφιών. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του μέτρου ήταν η περίπτωση του τουρκορθόδοξου υποστηρικτή του Παπα-Ευθύμ, Ισταμάτ Ζιχνί Οζνταμάρ, που έγινε διοικητής στο Βαλουκλή και παρέμεινε σε αυτό ως το 1946 (Αδριανοπούλου & Μπενλίσοι, 2009, σ.63).

Το μέτρο αίρεται το 1949 με νομοθετική αλλαγή και τα βακούφια της μειονότητας χαρακτηρίζονται κοινοτικά (cemaat vakiflari), ενώ ορίζονται εκλογές για το 1949 οι οποίες θα διεξάγονται σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα της κοινότητας.

Με τη νομική έννοια, κύριο βακούφι αποτελεί το ίδιο το ίδρυμα ως νομικό πρόσωπο. Όμως, σε κάθε κύριο βακούφι,  ανήκουν παρεπόμενα ακίνητα, τα οποία έχουν δωρηθεί ή κληρονομηθεί από δωρητές και τα οποία αποτελούν πηγή εσόδων απαραίτητων για τη συντήρηση των μειονοτικών θεσμών και της υποδομής τους.

Τα κύρια βακούφια είναι αυτά καθαυτά εκκλησίες, σχολεία, νεκροταφεία και τυπικά το βακούφι ονοματοδοτείται από αυτά. Ωστόσο, κατά το τουρκικό δίκαιο, δεν γίνεται διάκριση μεταξύ «κύριου βακουφίου» και «παρεπόμενων ακινήτων». Είναι ωστόσο χρήσιμη η διάκριση, για τη διαφοροποίηση ζητημάτων που έχουν να κάνουν με το βακούφι ως υποκείμενο δικαίου (ίδρυμα) και το βακούφι ως περιουσία.

Κάθε κοινότητα διαθέτει τουλάχιστον ένα βακούφι-συνήθως την εκκλησία της ενορίας-και συχνά δύο βακούφια, δηλ. μια δεύτερη εκκλησία ή σχολείο. Επίσης, υπάρχουν βακούφια τα οποία έχουν μεγάλη περιουσία (παράδειγμα του Μπαλουκλή) και βακούφια με μικρή περιουσία (όπως του Μπέιγκοζ).

Τα βακούφια εξουσιάζονται από τις ρωμαίικες κοινότητες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και Τενέδου, ορισμένα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ τα πέντε Μείζονα Ιδρύματα (Μπαλουκλή, Ορφανοτροφείο Πριγκήπου, Ζάππειο, Μεγάλη του Γένους Σχολή, Ιωακείμιο) ανήκουν σε ολόκληρη τη μειονότητα.

Επίσης, εάν ρίξουμε μια ματιά στην ιδιωτική περιουσία των Ρωμιών, βλέπουμε ότι δεν υπάρχει ειδικός νόμος ή κανονισμός που να περιορίζει ή να εξαφανίζει τις περιουσίες. Οι ιδιωτικές περιουσίες υπάγονται στους νόμους του Αστικού Δικαίου, μακριά από τις πολιτικές διαμάχες του μεταρρυθμιστικού δικαίου. (Adnan Eksigil, 2009, σ.81). Ωστόσο, από τις αφηγήσεις των νομικών και των δικηγόρων των θυμάτων της ρωμαίικης κοινωνίας, γίνεται φανερό ότι εφαρμόστηκαν λεπτές νομικές δολιότητες ή ακόμα και κατάφωρα παράνομες πιέσεις για να κατάσχει το κράτος τις περιουσίες της ελληνικής μειονότητας.

Μάλιστα, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσίασε η σχετική έκθεση στις 30 Σεπτεμβρίου 2010 στα γραφεία του συνηγόρου του Πολίτη στην Αθήνα,  του Κέντρου Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων (Κ.Ε.Μ.Ο.) και του Τουρκικού Ιδρύματος Οικονομικών και Κοινωνικών Μελετών (TESEV, Κωνσταντινούπολη).Η σχετική έκθεση είχε ως θέμα: Μια ιστορία αμοιβαιότητας: «Μειονοτικά Ιδρύματα στην Ελλάδα και την Τουρκία». Συγγραφείς της έκθεσης ήταν η Dilek Kurban,νομικός και συντονίστρια του προγράμματος εκδημοκρατισμού του TESEV και ο νομικός, μέλος του ΚΕΜΟ και  επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Τσιτσελίκης Κωνσταντίνος.

Από τη δεκαετία του ´60 κι έπειτα, το τουρκικό δικαστικό σώμα υπήρξε συνένοχος στην κατάσχεση ακινήτων που ανήκαν σε μη-μουσουλμανικά βακούφια, καθώς γενικά εξέδιδε αποφάσεις υπέρ της κυβέρνησης σε υποθέσεις που τα ελληνορθόδοξα  βακούφια είχαν καταθέσει στα εθνικά δικαστήρια. Έχοντας εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα, τα βακούφια αυτά κατέφυγαν στο Ευρωπαϊκό  Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων  ως τελευταία προσπάθεια για απονομή δικαιοσύνης. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου εξέδωσε την πρώτη του απόφαση τον Ιανουάριο 2007, διαπιστώνοντας ότι η Τουρκία παραβίασε το δικαίωμα στην περιουσία.

 Έτσι, στην υπόθεση «Μεγάλη του Γένους Σχολή», το ΕΔΑΔ απεφάνθη ότι οι πολιτικές της Τουρκίας σχετικά με τη Δήλωση του 1936 παραβίαζαν την ΕΣΔΑ.  Σύμφωνα με το Δικαστήριο, ο νόμος του 1935 για τα βακούφια δεν τους απαγόρευε να κατέχουν ακίνητα άλλα, εκτός  από αυτά που είχαν δηλωθεί το 1936, και τα οδήγησε, δικαιολογημένα, στην απόκτηση περιουσίας έως ότου ο Άρειος Πάγος αποφάσισε, το 1974, ότι δεν είχαν τέτοιο δικαίωμα. Το ΕΔΑΔ διέταξε την Τουρκία να επιστρέψει την κατειλημμένη περιουσία του βακουφίου ή να καταβάλει περίπου 900.000 ευρώ για αποζημίωση. Μέσα σε τρεις μήνες από την απόφαση, η κυβέρνηση κατέβαλε το αναφερόμενο ποσό της αποζημίωσης. Αυτή η απόφαση δημιούργησε νομικό προηγούμενο, έβαλε επίσημα τέλος στην από δεκαετίες τουρκική πολιτική κατάληψης μη-μουσουλμανικών περιουσιών και άνοιξε το δρόμο για παρόμοιες αποφάσεις.

Επιπρόσθετα, στις 15 Ιουνίου 2010, το Ε.Δ.Α.Δ. εξέδωσε τη σχετική με το άρθρο 41 της Ε.Σ.Δ.Α. απόφασή του στην υπόθεση του Ορφανοτροφείου της Πριγκήπου. Στις 8 Ιουλίου 2008, είχε αποφανθεί ότι η Τουρκία παραβίασε το δικαίωμα περιουσίας του Πατριαρχείου, αλλά εκκρεμούσε η τελική απόφαση για την αποζημίωση. Τελικά, το Δικαστήριο διέταξε την κυβέρνηση να επανεγγράψει στο κτηματολόγιο, εντός τριών μηνών, το ακίνητο,  στο όνομα του αιτούντος και να καταβάλει 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

Ιδιαίτερα, μετά την ψήφιση του νόμου 5737/2008,η Τουρκική κυβέρνηση κάλεσε το Ε.Δ.Α.Δ.  να λάβει υπ ’όψη το μεταβατικό άρθρο 7, το οποίο επιτρέπει την επιστροφή ορισμένων κατασχεμένων ακινήτων σε μη-μουσουλμανικά βακούφια και να απορρίψει τις εκκρεμείς προσφυγές με την αιτιολογία ότι οι προσφεύγοντες δεν εξάντλησαν τα νέα εσωτερικά ένδικα μέσα, όπως αυτά προκύπτουν από τον συγκεκριμένο νόμο. Ωστόσο, το ΕΔΑΔ απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς με την αιτιολογία ότι η τουρκική κυβέρνηση απέτυχε να αποδείξει πως ο νόμος πράγματι προβλέπει, στην πράξη, αποτελεσματικά μέτρα προσφυγής ενώπιον των αρχών.

 Έτσι, ακολουθώντας  τη συγκεκριμένη νομική οδό, οι  Έλληνες υπήκοοι, απόγονοι Ελληνορθόδοξων χριστιανών τουρκικής υπηκοότητας, κατέθεσαν επίσης προσφυγές στο ΕΔΑΔ διεκδικώντας τις περιουσίες που οι οικογένειές τους άφησαν πίσω στην Τουρκία.

Αναμφίβολα, η ελληνοτουρκική προσέγγιση του 1999 και η έναρξη της διαδικασίας προσχώρησης στην ΕΕ για την Τουρκία επέφεραν μία σχετική βελτίωση για τις μειονότητες. Αρκετά πρόσφατα, και σχεδόν ταυτόχρονα, το 2008, επαναθεωρήθηκε το νομικό πλαίσιο που διέπει τα κοινοτικά βακούφια. Όσο αμοιβαία υπήρξε η κακή μεταχείριση των δύο κρατών έναντι των ίδιων τους των πολιτών, τόσο αμοιβαίες είναι και οι δράσεις για την ελάφρυνση των προβλημάτων των κοινοτικών βακουφίων. Ως προς αυτό, αξίζει να σημειωθούν οι πρόσφατες κοινές επισκέψεις του Έλληνα και Τούρκου Πρωθυπουργού και τα συμφιλιωτικά μηνύματα στα μέσα ενημέρωσης. Η πρόσφατη απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου να απορρίψει πρόταση του CHP για την αναστολή εκτέλεσης επιλεγμένων διατάξεων του νόμου 2008 για τα βακούφια που στοχεύουν στη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των δικαιωμάτων για τα κοινοτικά βακούφια, αποτελεί εξίσου θετική εξέλιξη.

Ωστόσο, παρά την ισότιμη, δημοκρατική και ειρηνική ρητορική των κυβερνήσεων, καθώς επίσης την περιορισμένη αλλά ουσιαστική πρόοδο στο δίκαιο των δύο κρατών, υπάρχουν ακόμη σημαντικά προβλήματα που επηρεάζουν την καθημερινή ζωή των μουσουλμανικών και μη-μουσουλμανικών μειονοτήτων.

Στην Τουρκία, ενώ στην κοινωνία επικρατεί μία εθνικιστική και εχθρική στάση προς τους μη-μουσουλμάνους, η κυβέρνηση έκανε προσφάτως βήματα που δείχνουν ότι αυτή η νοοτροπία σταδιακά αλλάζει,  τουλάχιστον όσον αφορά την εκτελεστική εξουσία. Τους τελευταίους μήνες, υψηλόβαθμοι κυβερνητικοί εκπρόσωποι, συμπεριλαμβανομένου του Πρωθυπουργού, συναντήθηκαν με εκπροσώπους των Ελληνορθόδοξων, Αρμενικών και Εβραϊκών βακουφίων προκειμένου να ακούσουν τους προβληματισμούς και τα αιτήματά τους. Ωστόσο, η ιδιόμορφη επίσημη πολιτική άρνησης εφαρμογής του κανονιστικού πλαισίου της Λωζάννης σε άλλες μη-μουσουλμανικές μειονότητες παραμένει ανέπαφη, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η κυβέρνηση απέκλεισε από το διάλογο τις κοινότητες των Προτεσταντών, των Καθολικών, των Ασσυρίων και των Χαλδαίων.

Περισσότερο απτή απόδειξη είναι η εγκύκλιος που εξέδωσε ο Πρωθυπουργός στις 13 Μαΐου 2010, σύμφωνα με την οποία κάλεσε τις κυβερνητικές υπηρεσίες να μην μεροληπτούν εναντίον των μη-μουσουλμάνων πολιτών στην παροχή δημόσιων υπηρεσιών. Επισημαίνοντας ότι δεν έχουν εφαρμοστεί πλήρως οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν για τη διευθέτηση των προβλημάτων των μη-μουσουλμανικών μειονοτήτων, η εγκύκλιος κάλεσε όλες τις σχετικές δημόσιες υπηρεσίες «να δείξουν την απαιτούμενη ευαισθησία για την εξάλειψη των προβλημάτων που ενδέχεται να προκύψουν από την εφαρμογή». Πιο συγκεκριμένα, η εγκύκλιος κάλεσε τους δήμους να επιδεικνύουν τη δέουσα προσοχή στα θέματα προστασίας και συντήρησης των μη-μουσουλμανικών κοιμητηρίων της δικαιοδοσίας τους, οι διευθύνσεις κτηματολογίου να εφαρμόζουν πλήρως τις δικαστικές αποφάσεις που έχουν τελεσιδικήσει υπέρ των μη-μουσουλμανικών κοινοτικών βακουφίων  και τους εισαγγελείς να κινούν άμεσα τις απαραίτητες νόμιμες διαδικασίες κατά δημοσιευμάτων που καλλιεργούν το μίσος κατά των μη-μουσουλμάνων. Ενώ η πρωτοφανής αυτή εγκύκλιος αποτελεί πράγματι σημαντικό βήμα προόδου, μπορεί να επιφέρει σημαντική βελτίωση μόνο αν υποστηρίζεται από ένα μηχανισμό εκτέλεσης.

Ο κρίσιμος δείκτης προόδου για την κατάσταση των μη-μουσουλμανικών μειονοτήτων στην Τουρκία θα είναι η εφαρμογή του νέου νόμου για τα βακούφια, ιδιαίτερα του μεταβατικού άρθρου 7 σχετικά με την επιστροφή των κατασχεμένων περιουσιών. Ενώ η Πρωθυπουργική εγκύκλιος αποτελεί θετική παρέμβαση στη σχετική γραφειοκρατική διαδικασία, η κυβέρνηση χρειάζεται να επιδείξει ισχυρή πολιτική θέληση εξασφαλίζοντας την εφαρμογή του νόμου και μάλιστα με ομαλό τρόπο. Η ταχεία επιστροφή  των ακινήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου χωρίς γραφειοκρατικές διατυπώσεις για τα κοινοτικά βακούφια θα αποτελέσει καλύτερη απόδειξη της κυβερνητικής πρόθεσης από μία εγκύκλιο ή μία ομιλία του Πρωθυπουργού ή άλλου υψηλόβαθμου κυβερνητικού εκπροσώπου.

Συμπερασματικά, ενώ οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας έχουν πάρει- τόσο χωριστά όσο και αμοιβαία-ορισμένα θετικά μέτρα για την αντιμετώπιση των κατά την Λωζάννη μειονοτικών ζητημάτων, παραμένουν ενεργά τα δομικά προβλήματα που πηγάζουν από την ανομολόγητη αποδοχή ενός κοινοτιστικού μοντέλου τύπου μιλέτ και την επικράτηση εθνικιστικών αντιλήψεων έναντι των μειονοτήτων και στις δύο κοινωνίες. 

Οι μειονότητες και τα μειονοτικά βακούφια συνεχίζουν να διέπονται από μία κατάσταση εξαίρεσης, όπου η διοίκηση και τα δικαστήρια και των δύο χωρών συχνά παραβλέπουν θεμελιώδεις κανόνες της έννομης τάξης τους. Πρακτικές παρανομίας επιδοκιμάζονται ακόμη από τη δικαστική και την εκτελεστική εξουσία, όπως εξάλλου κι από τα κόμματα της αντιπολίτευσης με την αιτιολογία του «εθνικού συμφέροντος». Εμφανώς παράνομες πρακτικές, που θα θεωρούνταν απαράδεκτες αν απευθύνονταν σε πολίτες της πλειοψηφίας, γίνονται -κρυφά ή φανερά-αποδεκτές, όταν αφορούν μέλη των μειονοτήτων.

Κατά συνέπεια, το να ανήκει κανείς σε μία μειονοτική ομάδα θεωρείται εκ των προτέρων λόγος αμφισβήτησης της πίστης του στο κράτος και της ιδιότητάς του ως πολίτη. Από την άλλη πλευρά, οι επικεφαλής των μειονοτικών κοινοτήτων, καθώς επίσης ένας σημαντικός αριθμός μελών των μειονοτήτων, φαίνονται απρόθυμοι να απαιτήσουν εσωτερική λογοδοσία και δημοκρατικές διαδικασίες όσον αφορά τη διοίκηση των κοινοτικών βακουφίων.  Τα ποικίλα ερωτήματα που εγείρουν τα μειονοτικά βακούφια αποκαλύπτουν κατ’ εξοχήν τα πολυδιάστατα ελλείμματα στη δημοκρατία, το περιεχόμενο της ιθαγένειας και την ισότητα στην Ελλάδα και την Τουρκία.

Συνεπώς, υπάρχει επείγουσα ανάγκη για περαιτέρω τροποποιήσεις του νόμου 5737/2008.  Το μεταβατικό άρθρο 7 πρέπει να τροποποιηθεί έτσι ώστε να επιτραπεί η άμεση επιστροφή όλων των κατασχεμένων περιουσιών στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους και να καταβληθεί αποζημίωση για όσα περιουσιακά στοιχεία πέρασαν σε τρίτους.

Αναμφίβολα, σύμφωνα με το Γιάννη  Κτιστάκι, (Ελευθεροτυπία, 5-12-2010), το φαινόμενο των κατειλημμένων βακουφίων αποτελεί το πιο κραυγαλέο έλλειμμα δικαίου στο χώρο της μειονοτικής προστασίας και γενικότερα το θέμα των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων αποτελεί θέμα ταμπού για την τουρκική κοινωνία.


Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ A.K.P. και Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ Ε.Ε. (ΙΟΥΝΙΟΣ 2011)


α. Το θεσμικό σύστημα και οι πολιτικές της Ε.Ε. (Ιούνιος 2011)

Σε ότι αφορά την ευρωπαϊκή και διεθνή διάσταση, σήμερα,  η Ε.Ε. βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 μελών, αλλά  και των μελλοντικών  νέων μελών, αρχής γενομένης από την Κροατία, αναμφίβολα θα προκαλέσουν νέους κραδασμούς στη συνοχή της  και το ερώτημα που τίθεται αφορά την κατεύθυνση στην οποία  θα κινηθεί η νέα Ένωση. Την κατεύθυνση μιας επιστροφής στη λογική της προτεραιότητας της οικονομίας ή της πολιτικής εμβάθυνσης; Φαίνεται πως η πλειονότητα των κρατών μελών της Ε.Ε. δεν δείχνουν διατεθειμένα να προχωρήσουν σε ένα ριζικό μετασχηματισμό της Ένωσης και σε μια πραγματική ευρωπαϊκή πολιτική ομοσπονδία (Ροζάκης, 2010, σ.18).

Ωστόσο,  όλοι ζουν  τις συνέπειες της κρίσης και ταυτόχρονα βλέπουν ότι απειλούνται με διάλυση το ευρώ και η ευρωζώνη. Οπότε το δίλημμα τίθεται επιτακτικά: Θα πάμε μπροστά διατηρώντας και ενισχύοντας το Ευρώ ή θα πάμε πίσω διαλύοντας το; Η κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της ΟΝΕ μπορεί να γίνει ουσιαστική ή θα παραμείνει μια επιφανειακή σύγκλιση μεταξύ των χωρών του πλούσιου Βορρά και του φτωχού Νότου (Μουζέλης, 2010, σ.87).

Το θεσμικό σύστημα και οι πολιτικές της Ε.Ε. με τις οποίες συνυφάνθηκε δοκιμάστηκαν όταν ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση και η ύφεση των πραγματικών οικονομιών στον κόσμο (Καζάκος, 2010, σ.90).

Ταυτόχρονα, η διατήρηση της ελεύθερης αγοράς χωρίς προστατευτισμό στις εμπορικές και χρηματοοικονομικές δοσοληψίες είναι μια άλλη αναγκαία συνθήκη για τη διατήρηση υψηλού επιπέδου οικονομικής δραστηριότητας. Η ιστορία μας  έχει δείξει ότι η ευημερία προϋποθέτει ότι διασφαλίζεται τόσο η έννομη τάξη όσο και η ελεύθερη οικονομία (Μανώλη ,2008, σ.206).

 Αναμφίβολα, η οικονομική κρίση αναδεικνύει την αιχμή των προβλημάτων κρατών- μελών της Ο.Ν.Ε. όπως είναι τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και η υψηλή ανεργία και συνακόλουθα το ζήτημα της συμβατότητας του Ευρωπαϊκού Νότου με τον ευρωπαϊκό πυρήνα (Πελαγίδης,Θ., 2010). Συνεπώς, κρίση έχει καταδείξει τη βασική αδυναμία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), που είναι το γεγονός ότι τελικά η ΟΝΕ είναι μόνο νομισματική και δεν υποστηρίζεται από μια οικονομική κυβέρνηση. 

Δυστυχώς, σύμφωνα με τους Αργείτη και Κορατζάνη (2011, σ.185), η απουσία μιας ομοσπονδιακής δημοσιονομικής αρχής στην Ε.Ε. και της θεσμικής απαγόρευσης στην Ε.Κ.Τ. να αγοράζει εθνικό κρατικό χρέος, οι δανειακές ανάγκες των χωρών-μελών για χρηματοδότηση των αυξανόμενων δημόσιων ελλειμμάτων τους μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο με δανεισμό από τις παγκοσμιοποιημένες, κερδοσκοπικές και ασταθείς αγορές κεφαλαίου. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ε.Κ.Τ. αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές κερδοσκοπούν από τη μη βιωσιμότητα των δημοσιονομικών κριτηρίων του Μάαστριχτ και τη θεσμικά ακαμψία που προκαλεί η ιδέα της δημοσιονομικής πειθαρχίας, ειδικά σε ένα περιβάλλον δημοσιονομικής λιτότητας και υψηλής ανεργίας.

Συνεπώς, οι χώρες-μέλη της ευρωζώνης πρέπει να βρουν το «κουράγιο» να θεσμοθετήσουν και μια Οικονομική Ένωση, να ενισχύσουν συνεπώς τον συντονισμό των χρηματοπιστωτικών πολιτικών τους (Ντάλης, 2010, σ.6).

Είναι φανερό ότι η Ευρώπη των «27» βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με μια κρίση ενότητας στόχων και προσανατολισμών-αλλά και ηγεσίας-ως αποτέλεσμα της μαζικής διεύρυνσης και με τις αμφισβητήσεις της εμβάθυνσης που η τελευταία ενίσχυσε. Κάτι που έχει αμβλύνει τα χαρακτηριστικά της ενδοοικογενειακής αλληλεγγύης, τα οποία είχε μοναδικά αναπτύξει τις προηγούμενες δεκαετίες, όσο και την ικανότητα να διαδραματίζει έναν αυτοδύναμο και συμπαγή ρόλο στα διεθνή δρώμενα ( Ροζάκης, 2010, σ.25).

Συνεπώς, το πρόβλημα της  Ευρώπης είναι πολιτικό. Η Ε.Ε., όμως, αρχίζει να βρίσκει το βηματισμό της για το πώς θα διαχειριστεί αποτελεσματικά την κρίση και πως παράλληλα θα διαμορφώσει τους νέους θεσμούς της απαιτούμενης οικονομικής διακυβέρνησης. Η φερεγγυότητα της δεν δοκιμάζεται από το χρέος της, κρίνεται από την ενίσχυση ή την αποδυνάμωση του συντονισμού μεταξύ των κρατών μελών και από το βαθμό ενοποίησης των πολιτικών τους. Ωστόσο, φαίνεται, ότι τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, επιθυμούν να εκφράσουν την πολιτική αποφασιστικότητα να προστατεύσουν το νόμισμά τους, καθώς το ευρώ δεν είναι μόνο το οικονομικό εργαλείο, αλλά αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου γεωπολιτικού σχεδίου, της οικοδόμησης μιας ισχυρής Ευρώπης.

Έτσι, προς την κατεύθυνση αυτή έχουν υπάρξει σημαντικά βήματα από την πλευρά της Ε.Ε. και αφορούν: α) Την ακύρωση στην πράξη τη ρήτρα μη διάσωσης κρατών β) την κατάρτιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Εuropean Financial Stability Fund) με 750 δις. ευρώ ονομαστικό κεφάλαιο γ) την αγορά από την πλευρά της Ε.Κ.Τ. κρατικών ομολόγων και ακόμη την απόφασή της να τροποποιήσει την Ευρωπαϊκή Συνθήκη σε θετική κατεύθυνση και στη βάση ενός ενοποιητικού πολιτικού οράματος.

Όμως, πριν από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, ήταν εμφανές ένα ρεύμα κοινωνικής δυσαρέσκειας για τον νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό και την αποδόμηση του κοινωνικού κράτους. Είναι αλήθεια ότι η επιδείνωση του επιπέδου ζωής των περισσοτέρων ευρωπαίων πολιτών ,λόγω της κρίσης, αυξάνει τις ανησυχίες και την κοινωνική δυσαρέσκεια αυτών   και δημιουργεί τις προϋποθέσεις ενίσχυσης εκείνων των πολιτικών κύκλων, που επιθυμούν την παλινδρόμηση σε έναν κοντόθωρο εθνοκεντρισμό. Όμως, στην Ε.Ε. η πολιτική εξουσία είναι μοιρασμένη στα υπερεθνικά θεσμικά όργανα και τις εθνικές κυβερνήσεις, όπου οι δυνάμεις της αγοράς διαδραματίζουν μείζονα ρόλο στον καθορισμό προτύπων και κανονισμών. Ωστόσο, τα κράτη συνεχίζουν να συνιστούν θεμελιώδες τμήμα του συστήματος,  ενώ διαθέτουν τη δυνατότητα να επηρεάζουν τη λήψη αποφάσεων και να ρυθμίζουν τις υποθέσεις τους. Το σημαντικότερο είναι ότι, εν γένει, στο πλαίσιο του κράτους είναι που οι εκλέκτορες ζητούν επανόρθωση, οι πολίτες ασκούν τα δικαιώματά τους και οι κοινότητες μοιράζονται την ταυτότητά τους και από την άποψη αυτή η Ε.Ε. συμπληρώνει και δεν αντικαθιστά το έθνος-κράτος (Christiansen, 2007).

Όμως, καθώς αυξάνεται ο αριθμός  των αποφάσεων που λαμβάνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η αντίθεση μεταξύ κοινών κανόνων και εθνικής ποικιλομορφίας είναι μοιραίο να εντείνεται και κατά συνέπεια  η ευρωπαϊκή ενοποίηση θα συνεχίζει να αντιμετωπίζει τέτοιου είδους αντιθέσεις και διλήμματα. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερη ευελιξία και καθώς η Ε.Ε. διευρύνεται, η ευελιξία αυτή θα είναι ακόμη πιο σημαντική για τη λειτουργία της Ένωσης, η θεσμική διάρθρωση, όμως, θα καταστεί πιο περίπλοκη.

Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον Ντάλη (Ντάλης, 2010, σ.10), η περίοδος που διανύουμε είναι ιδιαίτερη κρίσιμη για το μέλλον της ευρωζώνης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης και το κομβικό ερώτημα είναι αν  η Ένωση θα επιλέξει τελικά την εμβάθυνση και ενίσχυση της ενοποίησης.

 
β. Η Ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας στην εποχή του A.K.P.

Είναι φανερό πως οι πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία μετά την ανάληψη της εξουσίας από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (Adalet ve Kalkinma Partisi-AKP), το Νοέμβριο του 2002, έχουν αποδειχθεί καθοριστικές, τόσο για τη μεταβολή των ισορροπιών και των συμμαχιών στο εσωτερικό της χώρας, όσο και για τη διαμόρφωση της εξωτερικής της πολιτικής (Χατζηβασιλείου, Α., 2010). 

Σημείο τομής, αναμφίβολα, αποτέλεσε η απαρχή της διαδικασίας ένταξης της χώρας στην Ε.Ε. το 1999, που την έθεσε σε μια πορεία εξευρωπαϊσμού της πολιτικής της κουλτούρας σε ότι αφορά την ενίσχυση της συνεργασιακής κουλτούρας, την αύξηση της συμμετοχικότητας της κοινωνίας των πολιτών και κυρίως, στο δημοκρατικό της άνοιγμα (Grigoriadis, 2008).

Όταν ήρθε στην εξουσία το ΑΚΡ, η πλειονότητα του λαού είχε εναποθέσει τις ελπίδες της στην Ε.Ε. και αυτό σήμαινε μεγάλη λαϊκή υποστήριξη για το ΑΚΡ. Η πρόοδος στο δρόμο προς την Ε.Ε. σήμαινε άνοδο της χώρας στο επίπεδο του «Σύγχρονου Πολιτισμού», που ήταν ο βασικός στόχος του Ατατούρκ. Έτσι, το ΑΚΡ αφομοίωσε έξυπνα τον εκδυτικισμό του Ατατούρκ και με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που πήγαζαν από την αμφισβήτησή του και να νομιμοποιήσει την παρουσία του (Niyazi Kizilyurek, 2009, σ.232). 

Ωστόσο, σύμφωνα με το Γλυνό Γ. (Γλυνός, 2010, σ.109), ο παράγων ο οποίος θα επηρεάσει την ενταξιακή πορεία θα είναι, πρώτον, η πραγματική προσαρμογή της Τουρκίας στους διάφορους κανόνες του ευρωπαϊκού κεκτημένου και δεύτερον, η αποδοχή αυτής της προσαρμογής από την κοινή γνώμη των ευρωπαϊκών χωρών. Όταν συμβεί αυτή  η προσαρμογή θα είναι σαφές και ξεκάθαρο για όλους ότι η Τουρκία έχει δημοκρατικό πολίτευμα.

Επιπρόσθετα, η Τουρκία διαθέτει τα τυπικά γνωρίσματα μια ευρωπαϊκής χώρας αφού είναι μέλος όλων των οργανισμών στους οποίους η συμμετοχή προϋποθέτει τη διεθνή παραδοχή ότι αποτελούν μέρος της Ευρωπαϊκής ηπείρου ( Ζέπος, 2010).

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την ενδυνάμωση και επιρροή της Τουρκίας στα Βαλκάνια, αυτό επιτυγχάνεται με την αξιοποίηση των πολιτιστικών και θρησκευτικών δεσμών, τη σύμπλευση με τα νατοϊκά συμφέροντα καθώς και τις μεσολαβητικές,  διπλωματικές πρωτοβουλίες και την οικονομία. Σε ότι αφορά την οικονομική της επιρροή , εκμεταλλευόμενη αφενός τη δική της ανάπτυξη αλλά και το γεγονός ότι άλλοι ανταγωνιστές της βρίσκονται λόγω της κρίσης σε φάση συρρίκνωσης των ξένων επενδύσεών της, έχει να επιδείξει ένα όγκο εξωτερικού εμπορίου με τις χώρες της Χερσονήσου του Αίμου από τα 2,9 δις.δολάρια το 2000, στα 20 δις. το  2009 (Τσακίρογλου, Ελευθεροτυπία, 24-3-2011).

Όμως, αυτή η επιρροή δεν περνά απαρατήρητη ή αμελητέα από την Ε.Ε., προς την οποία, άλλωστε, απευθύνεται και μεγάλο μέρος του σχεδιασμού του Νταβούτογλου για τη στρατηγική επαναφορά της Τουρκίας στην περιοχή, δηλαδή, να καταστεί η Άγκυρα ισχυρός και απαραίτητος  για τη σταθερότητα στα Βαλκάνια παράγοντας στα ευρωπαϊκά όμματα Όμως, ο αυξανόμενος προβληματισμός στη Δύση για τους πραγματικούς της προσανατολισμούς  (νέο-οθωμανισμός,  ισλαμιστική στροφή) από τη μια πλευρά και η τουρκική στρατηγική συνείδηση για τα Βαλκάνια, δημιουργούν νέα δεδομένα στην αναβάθμιση του στρατηγικού διαλόγου Ε.Ε. και Τουρκίας (Βερβερίδου, ΕΚΑΣ, Δεκέμβριος 2010, σ.19).

Ωστόσο, σύμφωνα με τον G.Friedman, αναλυτή του Stratfor (Friedman, 2010, Επιστημονικό Κέντρο Ανάλυσης Σχεδιασμού, τ.66, σ.8), οι  εσωτερικές εξελίξεις στην Τουρκία οδήγησαν στη δημιουργία κυβερνητικού σχήματος, το οποίο υποστηρίζει ότι εκπροσωπεί την ισλαμική παράδοση μαζί με το σύγχρονο τουρκικό κράτος. 

Επιπρόσθετα, η μαζική τουρκική μετανάστευση στην Ευρώπη και η αδυναμία του στοιχείου αυτού να ενσωματωθεί στις τοπικές κοινωνίες προκαλούν φόβο στην Ευρώπη και διαμορφώνουν τις κατά κύριο λόγο αρνητικές απόψεις για την Τουρκία στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Αναμφίβολα, η ανάδειξη της Τουρκίας ως περιφερειακή δύναμη προϋποθέτει τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης της με το Ισλάμ. Αυτό προκαλεί ανησυχία στους κοσμικούς κύκλους, αλλά και στους Ευρωπαίους που φιλοξενούν σημαντικές τουρκικές μειονότητες στις χώρες τους. Κάθε ανάδειξη νέας περιφερειακής δύναμης προκαλεί σχετική αναταραχή στους υπάρχοντες συσχετισμούς, όπως γίνεται με τη φιλόδοξη νεοϊσλαμική Τουρκία. 

Επιπρόσθετα, οι σχέσεις Τουρκίας με την Ε.Ε. από τη φύση τους περιορίζουν το ρόλο του στρατού. Η βαρύτητα που έχει ο στρατός στην πολιτική στην Τουρκία δεν είναι αποδεκτή για την  Ε.Ε. Η επιμονή του στρατού για «ιδιάζουσες συνθήκες της Τουρκίας» δεν έχει κανένα νόημα για την Ε.Ε. Φαίνεται, πως,  δεν είναι καθόλου εύκολο για το στρατό, ο οποίος από την ίδρυσή της Τουρκίας και μετά αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως τον κύριο μέτοχο και φορέα της αποστολής για εκδυτικισμό/εκσυγχρονισμό, να γυρίσει την πλάτη του στην Ε.Ε. Ακόμη, οι Η.Π.Α. θεώρησαν το στρατό αποκλειστικά υπεύθυνο για το ψήφισμα της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης να μην επιτρέψει τη διέλευση των αμερικανών στρατευμάτων προς το Ιράκ (Niyazi Kizilyurek, 2009, σ.246).   

Η σύγχρονη Τουρκία, έτσι όπως αχνοδιαγράφεται και μέσα από το βιβλίο του Υπουργού Εξωτερικών Αχμετ Νταβούτογλου, μοιάζει αυτό που πάντοτε ήταν: μοιρασμένη ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, βλέπει το συλλογικό φαντασιακό της  να ενσαρκώνεται από μια νέα γενιά πολιτικών και να επεκτείνεται προς τις δύο (γεωγραφικές και πολιτισμικές ) κατευθύνσεις. (Ξενάριος, Εψιλον, 6-2-2011).

 Έτσι, σε ό,τι αφορά το χαρακτήρα της χώρας, ο Νταβούτογλου τονίζει ότι « η Τουρκία μπορεί να είναι ευρωπαϊκή στην Ευρώπη, μεσανατολική στη Μέση Ανατολή και καυκάσια στον Καύκασο». Πάντως, αναφέρει ότι αναμένει να προκληθεί διάσταση μεταξύ Άγκυρας και Ε.Ε. στο θέμα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, καθώς η τουρκική περιφερειακή πολιτική διαφοροποιείται συχνά από τις ευρωπαϊκές επιλογές (Χατζηβασιλείου, 2010, σ.393).  

Η εξέλιξη της σύγχρονης Τουρκίας σηματοδοτείται από την κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στα τέλη του Α΄ Π. Π. και τη δημιουργία του σύγχρονου τουρκικού κράτους από τον Κεμάλ Ατατούρκ. Η εθνική επιβίωση των Τούρκων, για τον Ατατούρκ, αφορούσε τη δημιουργία σύγχρονης κοσμικής κοινωνίας στην οποία το Ισλάμ θα είχε ρόλο πνευματικό, χωρίς να παρεμβαίνει στη δημόσια ζωή.

Το τουρκικό κράτος είναι κοσμικό , σύμφωνα με συνταγματική τροπολογία του 1924, που ενισχύθηκε από τα μέτρα του Κεμάλ Ατατούρκ με στόχο την επιβολή του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους στα τέλη του 1937.

Όμως, τη δεκαετία του 1970, το κίνημα του πολιτικού Ισλάμ που επεδίωκε την επανένταξη του θρησκεύματος στη διακυβέρνηση των μουσουλμανικών κρατών, ήλθε σε μετωπική σύγκρουση με το κεμαλικό όραμα. Η διαδικασία αυτή δεν θα μπορούσε να παρακάμψει την Τουρκία, όπως δείχνουν και οι πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μετά την εκλογή του «ισλαμογενούς» ΑΚΡ του Ταγίπ Ερντογάν στην εξουσία το 2002.

Αναμφίβολα, η εκλογή του ΑΚΡ το 2002 αποτέλεσε σημείο καμπής στην ιστορία της Τουρκίας, καθώς το κόμμα αντιμετωπίζεται με μεγάλη καχυποψία αφού  θεωρείται πως  προωθεί κρυφή ισλαμική ατζέντα. Γεγονός είναι ότι  η ισχύς του ΑΚΡ βρίσκεται στις θρησκευόμενες φτωχογειτονιές των τουρκικών πόλεων, ενώ παράλληλα υπογραμμίζει την πρόθεσή του να βάλει την Τουρκία στην Ευρώπη, στέλνοντας με τον τρόπο αυτό σαφές μήνυμα στους υποστηρικτές του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους.

Από την άλλη πλευρά, για δεκαετίες η Τουρκία άκουγε, ότι δεν ήταν έτοιμη να ενταχθεί στην Ε.Ε., καθώς δεν πληρούσε τις απαραίτητες οικονομικές προϋποθέσεις. Όμως, σήμερα, αυτό το επιχείρημα δεν υφίσταται, δεδομένου ότι η Τουρκία αποτελεί μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη οικονομική δύναμη, με έναν πυρήνα διεθνώς ανταγωνιστικών εταιριών που μετατρέπει τη χώρα σε επιχειρηματικό κόμβο, έχοντας πρόσβαση στις εύπορες αγορές της Ρωσίας, της Μέσης Ανατολής, αλλά και των Βαλκανίων, όπου προσελκύει επενδύσεις δις. δολαρίων. Μάλιστα στις αρχές Ιουλίου 2010 ανακοινώθηκε ότι το τουρκικό Α.Ε.Π. επεκτάθηκε με το εντυπωσιακό 11,4% το α΄ τρίμηνο, πίσω μόνο από την Κίνα. Πρόκειται για μια εκπληκτική μεταμόρφωση σε μια οικονομία που μόλις πριν από δέκα χρόνια είχε έλλειμμα προϋπολογισμού που έφτανε στο 16% του Α.Ε.Π. και πληθωρισμό της τάξης του 72% (Thomas Landon, 2010, E.K.A.Σ., σ.28).

Η εξέλιξη της Τουρκίας είναι τόσο πλήρης που η χώρα βρίσκεται πιο κοντά στην εκπλήρωση των κριτηρίων για την υιοθέτηση του Ευρώ, εφόσον καταφέρει να ενταχθεί στην Ε.Ε., σε σχέση με την πλειοψηφία των προβληματικών οικονομιών της Ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, βρίσκεται πολύ πιο κάτω του ανωτάτου ορίου δημοσίου χρέους της τάξεως του 60% του Α.Ε.Π. (49%του Α.Ε.Π.),ενώ θα μπορούσε εύκολα να μειώσει το ετήσιο  έλλειμμα προϋπολογισμού της κάτω από το όριο του 3% του Α.Ε.Π. Όμως, το επίπεδο του πληθωρισμού που διαμορφώνεται κοντά στο 8%, αποτελεί τον εναπομείναντα στόχο της οικονομικής πολιτικής. (Thomas Landon, 2010, E.K.A., σ.29).

Ωστόσο, εάν επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε με όρους πολιτικής και όχι οικονομικής  ανάλυσης την οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας ,σύμφωνα με τη Βερβερίδου Μ. (Βερβερίδου, Ε.Κ.Α.Σ., 2010, τ.59, σ.36), η συμβολή του ισλαμικού κεφαλαίου στη σύνθεση του σύγχρονου τουρκικού σκηνικού, αλλά και στην οικονομική και δημόσια διπλωματία της χώρας είναι καθοριστική.

Συγκεκριμένα, η ανάπτυξη του ισλαμικού κεφαλαίου στην Τουρκία, μέσω δύο σημαντικών εκπροσώπων του, της (συντηρητικής) MUSIAD (Ενωσης Ανεξάρτητων Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών) και της (φιλελεύθερης) TUSKON (Συνομοσπονδίας Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών Τουρκίας), αποτελούν το μοντέλο ενός εναλλακτικού οικονομικού παράγοντα, ο οποίος υιοθετεί τα δυτικά πρότυπα ανάπτυξης σε συνδυασμό με τις αξίες και τις παραδόσεις του Ισλάμ.

Το πέρασμα της Τουρκίας από το 1980 και έπειτα στην ελεύθερη αγορά και την ανοιχτή οικονομία έφερε μια πραγματική επανάσταση στον επιχειρηματικό κόσμο και παράλληλα αποτέλεσε εφαλτήριο για τον εκσυγχρονισμό του τουρκικού ισλαμικού κινήματος και μιας δυναμικής ισλαμικής κοινωνίας των πολιτών με σύγχρονες οργανωτικές δομές, όπου εκεί γαλουχήθηκαν οι νέες ελίτ πολιτικών, ακαδημαϊκών, διανοουμένων, επιχειρηματιών, οι οποίες διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στη σημερινή Τουρκία, διαμορφώνοντας εν πολλοίς εξελίξεις και πολιτικές.

Η «Κοινωνία των Πολιτών» στην Τουρκία και η ίδρυση μη κυβερνητικών οργανώσεων εκπαιδευτικού, κοινωνικού-φιλανθρωπικού και επιχειρηματικού χαρακτήρα από το ισλαμικό κίνημα στην Τουρκία αποτέλεσε μέρος της στρατηγικής του προκειμένου να σπάσει το «μονοπώλιο» των Κεμαλιστών στην παιδεία, την πρόοδο, την κοινωνία και την οικονομία και να διεκδικήσει τη δική του θέση στη δημόσια ζωή, η οποία από ιδρύσεως της Τουρκικής Δημοκρατίας ελεγχόταν από το κράτος (στρατο-γραφειοκρατία και συνδεόμενα με αυτήν ιδρύματα, διανοούμενοι, Μ.Μ.Ε., επιχειρηματίες και συνδικάτα).

Ωστόσο, η «Τουρκο-Ισλαμική Σύνθεση»  ως ιδεολογία, με χαρακτηριστικά μίξης Ισλάμ «φιλικού προς το κράτος» και προ-ισλαμικής τουρκικής κουλτούρας, με κεντρικά σημεία αναφοράς την ηθική, την οικογένεια, την πίστη στο κράτος και το Θεό,  χρησιμοποιήθηκε από το κράτος τη δεκαετία του ΄80 και σφραγίστηκε από την ηγεσία του θρησκευόμενου καπιταλιστή Οzal. Τότε επετράπη η λειτουργία Ισλαμικών Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων, δια νόμου, και οι ισλαμικές ομάδες και δίκτυα άρχισαν να εδραιώνονται στην κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική ζωή της χώρας, μέσω της εξάπλωσης ισλαμικών εκδόσεων, μη κυβερνητικών οργανώσεων, εταιρειών, τραπεζών και το ισλαμικό κεφάλαιο της Ανατολής γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη.

Ο όρος  ισλαμικό ή «πράσινο» κεφάλαιο (με ισλαμιστική χροιά), περιλαμβάνει πολυμετοχικές εταιρείες που δημιουργήθηκαν από εμβάσματα Τούρκων μεταναστών στην Ευρώπη, όπως επίσης και θρησκευόμενους επιχειρηματίες, οργανωμένους σε τοπικούς ή εθνικούς εμπορικούς συνδέσμους (όπως η MUSIAD) και ακόμη ισλαμικές τράπεζες και επιχειρηματικούς συλλόγους που έχουν ιδρύσει θρησκευτικές αδελφότητες ( η περίπτωση ISHAD/ TUSKON).

Επίσης, αξίζει να σημειωθεί, ότι τα συντηρητικά και ισλαμικά κόμματα, γενικότερα, αλλά και το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ, ειδικότερα, χαρακτηρίζονται από έντονο επιχειρηματικό πνεύμα και είναι προσανατολισμένα στις συνθήκες ανταγωνισμού που επικρατούν στην παγκόσμια οικονομία. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής αποτελεί η παρουσία και ομιλία του Πρωθυπουργού Tayyip Erdogan στις γενικές συνελεύσεις των μεγάλων επιχειρηματικών συνδέσμων και επιμελητηρίων, αλλά και στις επισκέψεις της πολιτειακής και πολιτικής εξουσίας  στο εξωτερικό η συνοδεία από πολυπληθείς αντιπροσωπείες επιχειρηματιών.

Ειδικότερα, σε ό, τι αφορά την πρώτη υψηλών προδιαγραφών και στόχων εμπορική ένωση του ισλαμικού κεφαλαίου MUSIAD, με το στοιχείο του Ισλάμ στο επίκεντρο της ιδεολογίας της, δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι δίνει βαρύτητα στην ενδυνάμωση των επιχειρηματικών-εμπορικών δεσμών με χώρες του μουσουλμανικού κόσμου (Ν.Α. Ασία και Μέση Ανατολή) και παράλληλα αναπτύσσει έντονο σκεπτικισμό απέναντι στην Ευρώπη και την τελωνειακή σύνδεση Ε.Ε.-Τουρκίας και ακόμη  στήριξε οικονομικά και πολιτικά τον πρώτο ισλαμιστή Πρωθυπουργό της Τουρκίας, Necmettin Erbakan.

Η ανάληψη της εξουσίας το 2002 από τους εκσυγχρονιστές μουσουλμάνους του ΑΚΡ και οι εξελίξεις που αυτή δρομολόγησε στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική εντάχτηκε στο πλαίσιο του στρατηγικού οράματος του Υπουργού Εξωτερικών Ahmet Davutoglu για τη διεθνή αναβάθμιση της χώρας, επιφυλάσσοντας περίοπτη θέση σε ιδιαίτερα επιχειρηματικούς ΜΚΟ, όπως η ΜUSIAD. Έτσι, σήμερα, η Ένωση, μετά από μακρόχρονη και συστηματική καλλιέργεια των σχέσεών της με τις αγορές της Μέσης Ανατολής και του ισλαμικού κόσμου, αναδεικνύεται, σε σημαντικό μοχλό διεύρυνσης της επιρροής της Τουρκίας στην εν λόγω περιοχή. Ωστόσο, αξίζει να επισημανθεί, ότι διατυπώνει ολοένα αυξανόμενο σκεπτικισμό απέναντι στην Ε.Ε., εκφράζοντας αμφιβολίες για το εάν η Ευρώπη είναι έτοιμη να δεχτεί μια Τουρκία με ισλαμική ταυτότητα. Αντιστοίχως, επιθυμεί και οραματίζεται την οικονομική αναγέννηση και ενοποίηση των μουσουλμανικών κρατών.

Από την άλλη πλευρά η Κοινότητα του Fethullah Gullen και ο επιχειρηματικός της πυλώνας IDHAD/TUSKON στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 γνωρίζει σημαντική ανάπτυξη, δημιουργώντας ένα εντυπωσιακό εκπαιδευτικό, πολιτιστικό και εκδοτικό δίκτυο, εντός και εκτός Τουρκίας. Ο Gullen, υπέρμαχος της συνύπαρξης Ισλάμ με το σύγχρονο κόσμο, υποστηρίζει τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό και το διάλογο μεταξύ των μεγάλων μονοθεϊστικών  θρησκειών. Θεωρεί, δε, ως απαραίτητα στοιχεία ενός καλού Τούρκου μουσουλμάνου τη μόρφωση, την κοινωνική-φιλανθρωπική δράση και το επιχειρηματικό πνεύμα. Αναμφίβολα, οι πεποιθήσεις του αυτές ευθυγραμμίζονται με τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες εξυπηρετούν τα άμεσα και έμμεσα συμφέροντα της Τουρκίας ( Κωνσαντινίδης, Γ., 2010, Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, τ.20, σ.251).

Επίσης, είναι άξιο προσοχής και μελέτης, ότι το μοντέλο του Gullen, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα απέκτησε πολλούς οπαδούς μεταξύ των επιχειρηματιών της Ανατολίας, οι οποίοι, προκειμένου η κοινότητα να διατηρήσει την αυτονομία της  και να αυτοχρηματοδοτείται, προχώρησαν το 1992 στην ίδρυση ενός πολυμετοχικού επιχειρηματικού ομίλου, του Αsia Holding, και μιας ισλαμικής τράπεζας της Bank Asya. Μέσω αυτών, επεκτάθηκαν στον τομέα των Μ.Μ.Ε., ενώ το 1993 οργανώθηκαν ως επιχειρηματική ένωση , υπό την «όμπρέλα» του Συνδέσμου Αλληλεγγύης στην Επιχειρηματική Ζωή (ISHAD). Βέβαια, υπήρχε πάντοτε κλίμα συνεργασίας και συνεννόησης μεταξύ ISHAD και MUSIAD, αφού μέλη του ISHAD είχαν παράλληλα ιδιότητα μέλους και στον MUSIAD.

Επιπλέον, σύμφωνα με τον Άρη Αμπατζή, δημοσιογράφο της Ελευθεροτυπίας (Αμπατζής, O Χότζας Φεχτουλάχ Γκιουλέν εξηγεί τη μεγάλη νίκη του Ερντογάν, 17/6/2011, Ελευθεροτυπία), ο Χουσείν Γκιουλέρτζε, ο πιο στενός συνεργάτης του Γκιουλέν, δήλωσε στην εφημερίδα «Ζaman», ότι η εκλογική επιτυχία του Ερντογάν «δεν οφείλεται μόνο στο κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και στην ηγετική φυσιογνωμία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αλλά στη δυναμική της «συντηρητικής δημοκρατίας», η οποία έχει διαστάσεις όχι μόνο τουρκικές αλλά και διεθνείς. Το μοντέλο του ήπιου Ισλάμ που προωθείται για το χώρο της Μέσης Ανατολής, ουσιαστικά προωθείται μέσω Γκιουλέν και όχι Ερντογάν. Επιπρόσθετα, οφείλουμε  να λάβουμε υπόψη την είδηση ότι, στα Κατεχόμενα της Κύπρου, έχουν πωληθεί στο τάγμα Γκιουλέν τα διάφορα ιδρύματα προπανεπιστημιακής αγωγής, του λεγόμενου «Πανεπιστημίου Ανατολικής Μεσογείου» . 

Φαίνεται πως ο μακροπρόθεσμος στόχος αυτού του κινήματος αφορά στη δημιουργία ενός κοινού, ισχυρού ισλαμικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο θα συγκεντρώνει πληθώρα ισλαμικών κεφαλαίων υψηλού, μεσαίου και χαμηλού κινδύνου από την πλειοψηφία των μουσουλμανικών χωρών, όπου προεξέχουσα θέση θα κατέχει το κεφαλαιακά θωρακισμένο τουρκικό τραπεζικό σύστημα και γενικά η προσοδοφόρος και ολοένα πιο διευρυμένη τουρκική αγορά. Η αυξημένη ρευστότητα που διατήρησε μεσούσης της χρηματοπιστωτικής κρίσης και παράλληλα η ανθεκτικότητα που επέδειξε η τουρκική λίρα κατά τα τελευταία έτη ανάγουν την Τουρκία σε ελκυστική επενδυτική επιλογή κολοσσιαίων διεθνών χαρτοφυλακίων και επενδυτικών κεφαλαίων (  Κωνσαντινίδης, Γ., 2010, Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, τ.20, σ.252).   

Μάλιστα, ο ISHAD ως ΜΚΟ συνδεόμενος με τον Gullen, ο οποίος το 1999 κατηγορήθηκε από το στρατιωτικό και δικαστικό κατεστημένο για δραστηριότητες που αποσκοπούσαν στην αλλοίωση του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους  και μετανάστευσε στις ΗΠΑ, ο ISHAD βίωσε έντονη καχυποψία και αρκετούς περιορισμούς από το σύστημα. Όμως, το 2005, επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο με νέο όνομα (TUSKON-Συνομοσπονδία Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών της Τουρκίας), αλλά ίδια ηγεσία.

Σήμερα, η TUSKON, προβάλλεται με το προφίλ μιας πιο φιλελεύθερης ισλαμικής ελίτ, κατά τα πρότυπα Gullen, και στηρίζει, μέσα από τις εκθέσεις που δημοσιεύει τα εσωτερικά και εξωτερικά «ανοίγματα» της κυβέρνησης Ερντογάν, τη συνταγματική μεταρρύθμιση και την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. Επίσης, έχει έντονα εξωστρεφή χαρακτήρα, προωθώντας τις εξαγωγές και επενδύσεις των επιχειρήσεών της σε νέες γεωγραφικές περιοχές (Αφρική, Λατινική Αμερική) και παράλληλα αναδεικνύεται σε σημαντικό πυρήνα οικονομικού lobbying και διεθνούς προβολής της Τουρκίας.

Η TUSKON αναλαμβάνει, επίσης,  δράσεις  lobbying και στα μεγαλύτερα διεθνή οικονομικά και πολιτικά  κέντρα, μέσω των τεσσάρων γραφείων της σε Βρυξέλες, Ουάσιγκτον, Πεκίνο, Μόσχα. Μάλιστα, στην πρωτεύουσα της Ε.Ε. , το γραφείο της TUSKON, το οποίο εγκαινιάστηκε το 2007 από τον Τούρκο Υπουργό των Εξωτερικών , συνεργαζόμενο με τη γνωστή ευρωπαϊκή «δεξαμενή σκέψης» European Policy Centre, προωθεί την ευρωπαϊκή πορεία και εικόνα της Τουρκίας με μια σειρά υψηλών προδιαγραφών και ευρείας συμμετοχής συναντήσεων, με τίτλο “Turkish Insights”.

Σε συμφωνία με την πολύπλευρη ατζέντα της σύγχρονης τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, η TUSKON, κατά δήλωση και του ίδιου του Τούρκου πρωθυπουργού, έχει να επιδείξει τη δική της δυναμική συνεισφορά στο όραμα στρατηγικής αναβάθμισης της χώρας και στη διάνοιξη διαύλων επικοινωνίας και οικονομικής συνεργασίας με διάφορες χώρες και περιοχές. (Δηλώσεις Erdogan κατά την ομιλία του στο 3ο Συνέδριο της TUSKON, 6/3/2010, www.tuskon.org).

Αναμφίβολα, η «εικόνα-προφίλ»της Τουρκίας ως χώρας της οικονομικής αποτελμάτωσης και ανέχειας έχει αλλάξει άρδην. Οι μακροοικονομικοί δείκτες της εθνικής οικονομίας της βελτιώνονται σε μακροχρόνια και βραχυχρόνια βάση, καθιστώντας την ικανή να κατακτήσει τη 10η θέση ανάμεσα στις πιο αναπτυγμένες οικονομίες του πλανήτη ως το 2023. Η Τουρκία αναδύεται οικονομικά και αρχίζει να συνιστά μια ισλαμική χώρα με φιλελεύθερη οικονομική πολιτική, δυτικού τύπου ανάπτυξη και πολλαπλές δυνατότητες στρατηγικών ελιγμών και επιλογών, αυξάνοντας τη διαπραγματευτική ισχύ της σε ζητήματα οικονομικής διπλωματίας και χάραξης οικονομικής πολιτικής. Έτσι προωθείται από ορισμένα κέντρα εξουσίας ως χώρα «πρότυπο» για όλες τις μουσουλμανικές χώρες του κόσμου (Κωνσαντινίδης, 2010, Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, τ.20, σ.242).

Ωστόσο, ο πολιτικός λόγος του AKP όλα αυτά τα χρόνια  έχει οδηγήσει στη συγκρουσιακή αφομοίωση του ισλαμισμού από τον κεμαλισμό και την ταυτόχρονη πλαισίωση του κεμαλισμού από τον ισλαμισμό (Χατζηβασιλείου, Α., 2010). Έτσι το Ισλάμ, μέσω του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης  καθίσταται βασικό στοιχείο του τουρκικού έθνους και επαναπροσδιορίζει την έννοια της κοσμικότητας, τονίζοντας ότι το θρησκευτικό στοιχείο δεν αποτελεί δομικό στοιχείο του εθνικισμού. Όμως, ο σχεδιασμός και η εφαρμογή μιας συνολικής νέας εξωτερικής πολιτικής επισφραγίστηκαν, όταν επικεφαλής του υπουργείου εξωτερικών και της τουρκικής διπλωματίας τοποθετήθηκε ο Αχμέτ Νταβούτογλου. Με σπουδές στην Πολιτική Επιστήμη και τις Διεθνείς Σχέσεις και με πολύχρονη ακαδημαϊκή πορεία, ο κ. Νταβούτογλου φιλοδοξεί να αναδείξει την αξία της χώρας του στη διεθνή πολιτική σκηνή. Ο  αρχιτέκτονας της νέας πολιτικής της Άγκυρας κ. Νταβούτογλου  μαζί με τον ηγέτη του ΑΚP και πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θεωρούν ότι «η αξία ενός έθνους στη διεθνή σκηνή εξαρτάται από τη γεωστρατηγική του θέση και το ιστορικό του βάθος» (Άχμετ Νταβούτογλου, 2001) και η νέα πολιτική πρέπει να στηριχτεί στην αρχή «μηδενικά προβλήματα με τις γειτονικές χώρες» και στη «soft power», την εξουσία που στηρίζεται στην πειθώ και τη διαπραγμάτευση. Ωστόσο, η λέξη κλειδί που χρησιμοποιεί και τονίζει ο κ. Νταβούτογλου για την Τουρκία  είναι «υπεροχή», δεδομένου ότι είναι ταυτόχρονα μέλος του G20 (οικονομική δύναμη) και του ΝΑΤΟ (στρατιωτική δύναμη), ελέγχει τα στενά του Βοσπόρου (γεωπολιτική υπεροχή) και ταυτόχρονα ως συνέχεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας της προσδίδει μια απαράμιλλη πολιτισμική υπεροχή.

Η σημαντική διάσταση, όμως, και το νέο στοιχείο που εισάγει ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών στην υπεροχή της Τουρκίας, είναι η δυναμική της να εξελιχθεί σε μουσουλμανική περιφερειακή δύναμη και έτσι θα μπορέσει να δημιουργήσει συμμαχίες, που αφενός θα μειώσουν την εξάρτησή της από τη Δύση και αφετέρου θα διατηρήσουν την ισορροπία ισχύος στην περιοχή, επιτρέποντας στη χώρα να αποκτήσει κυρίαρχη θέση σε περιφερειακό επίπεδο. Επιπρόσθετα, ο συγγραφέας του Στρατηγικού βάθους υποστηρίζει ότι η Τουρκία δεν είναι απλώς η γέφυρα Ανατολής-Δύσης ούτε και το όριο του ισλαμικού κόσμου. Αντιθέτως, αποτελεί ταυτόχρονα χώρα της Ευρώπης, της Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, του Καυκάσου, της Κασπίας και της Μαύρης Θάλασσας και γι αυτό οφείλει να διαφυλάττει την ασφάλεια και τη σταθερότητα τόσο για τον εαυτό της όσο και για τον περίγυρό της.  

Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία θα πρέπει αφενός να εγγυηθεί τη δική της ασφάλεια αλλά, παράλληλα, να αναλάβει ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της ασφάλειας και σταθερότητας στις  γειτονικές της χώρες, ως δίαυλος επικοινωνίας με τις μεγάλες δυνάμεις. . Όπως δηλώνει ο Νταβούτογλου, «Έχουμε μια αντίληψη για την ασφάλεια όλων και  για την ειρήνη , η οποία προϋποθέτει ταυτόχρονα έναν διάλογο υψηλού επιπέδου σε πολιτικό επίπεδο, μια αλληλεξάρτηση στο  οικονομικό επίπεδο, αλλά και το να λαμβάνεται υπόψη η πολιτισμική ποικιλομορφία» (Kristianasen, 2010).


Η Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας (Ιούνιος 2011)


Στην ετήσια έκθεσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε να δοθεί στην Τουρκία το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας, χωρίς όμως συγκεκριμένη ημερομηνία, ενώ στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι του Δεκεμβρίου του 1999, η Ελλάδα ήρε το βέτο στην τουρκική ένταξη, παραχωρώντας έτσι και τυπικά στην Τουρκία το καθεστώς υποψηφιότητας. Η απόφαση της Ελλάδας να άρει τις αντιρρήσεις της για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας υπήρξε η ευτυχής κατάληξη ενός συμβιβασμού με τους Ευρωπαίους εταίρους. 

Από την πλευρά της η Ελλάδα επέτυχε την «κοινοτικοποίηση» των ελληνοτουρκικών διαφορών και ,κυρίως, τη συμφωνία των εταίρων για ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή κοινότητα, χωρίς προηγούμενη πολιτική λύση του κυπριακού προβλήματος. Έτσι, σύμφωνα με τον Κουλουμπή (Καθημερινή, 25-4-2010), ο δρόμος της σύνεσης, ως το κορυφαίο χαρακτηριστικό του πολιτικού ρεαλισμού, πρέπει να βασίζεται στην προώθηση διπλωματικού διαλόγου με την Τουρκία και συγχρόνως υποστήριξη με αυστηρές προϋποθέσεις της τουρκικής ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σε αυτό το πλαίσιο, το Συμβούλιο του Ελσίνκι έθεσε και τους όρους της προενταξιακής στρατηγικής που πρέπει να ακολουθηθεί και τον Μάρτιο του 2001 η Ευρωπαϊκή  Επιτροπή υιοθέτησε το πρώτο Κείμενο Εταιρικής Σχέσης για Προσχώρηση, το οποίο περιελάμβανε ένα χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των κριτηρίων και των προαπαιτούμενων. Παράλληλα, η τουρκική κυβέρνηση κατέθεσε στο Κοινοβούλιο σειρά «πακέτων εναρμόνισης», βάσει των οποίων υιοθετήθηκαν πολλές συνταγματικές αναθεωρήσεις. Τα πακέτα αυτά συνέβαλαν στο να γίνονται οι Εκθέσεις της Επιτροπής όλο και πιο θετικές, αν και υπήρχαν κάποιες παρατηρήσεις για μικρότερη της απαιτούμενης προσπάθεια σε ορισμένους τομείς. Την επόμενη χρονιά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης αποδέχτηκε την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., χωρίς να έχει προηγουμένως επιλυθεί το Κυπριακό, με το αμέσως επόμενο κύμα διεύρυνσης να προκαλεί απογοήτευση στην τουρκική πλευρά, δεδομένου ότι δεν είχε οριστεί για την ίδια συγκεκριμένη ημερομηνία έναρξης των διαπραγματεύσεων.

Ωστόσο, η μαζική διεύρυνση της Ένωσης, αν και πολιτικά ευεργετική για την ενοποίηση της Ευρώπης, απαιτεί μια χρονική περίοδο προσαρμογής και ουσιαστικής απορρόφησης των νέων κρατών στις ενωσιακές λογικές. Τα νεοεισερχόμενα κράτη- με την εξαίρεση της Κύπρου και της Μάλτας-προέρχονται από το πρώην σοσιαλιστικό στρατόπεδο, από το οποίο πολύ πρόσφατα είχαν αποχωρήσει. Οι εσωτερικές δομές και οι θεσμοί που επικρατούσαν ήταν βαθύτατα επηρεασμένοι από την πολυετή παραμονή τους σε συστήματα αρχών και αξιών, που ελάχιστη σχέση είχαν με τις αντίστοιχες συνθήκες που επικρατούσαν στο δυτικό κόσμο και πρυτάνευαν στη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αναμφίβολα, τα γνωρίσματα αυτά των νέων κρατών δεν μπορούσαν παρά να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη λειτουργία της Ένωσης με αποτέλεσμα ένα μέρος της ενωσιακής ευρωστίας να αναλίσκεται στην προσπάθεια για βαθμιαία πραγματική προσέγγιση τους με τα παραδοσιακά δυτικά κράτη και έτσι να μειώνεται ο δυναμισμός της εμβάθυνσης.

Παρόλα αυτά, η νέα αυτοδύναμη κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚP) συνέχισε τις μεταρρυθμίσεις, καταφέρνοντας να περάσει πλήθος αναθεωρήσεων και να διοργανώσει ένα σημαντικό αριθμό εκπαιδευτικών σεμιναρίων  για την εφαρμογή των νομοθετικών μεταρρυθμίσεων από τις αρχές. Έτσι οδηγούμαστε τον Ιούνιο του 2004, όπου  το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζήτησε από την Τουρκία να εφαρμόσει το Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη συμφωνία της Άγκυρας, το οποίο προέβλεπε την επέκταση της Τελωνειακής Ένωσης στα δέκα νέα κράτη της Ένωσης. Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο όρισε την 3η Οκτωβρίου 2005 ως ημέρα έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, αναγνωρίζοντας ότι η Τουρκία «πληροί επαρκώς» τα πολιτικά κριτήρια και παράλληλα υπεγράφη και το Διαπραγματευτικό Πλαίσιο, το οποίο όριζε ότι οι  «διαπραγματεύσεις  είναι μια διαδικασία ανοιχτή ως προς το αποτέλεσμα».

Έτσι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από το 2005 και μετά, ενώ χαιρετίζει την αφοσίωση της Τουρκικής κυβέρνησης στις μεταρρυθμίσεις, παρατηρεί ωστόσο μείωση του ρυθμού αυτών. Αυτό συμβαίνει διότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν πλέον φτάσει σε ένα σημείο στο οποίο παύουν να αποτελούν επιφανειακές και τεχνικές τροποποιήσεις στα άρθρα και τους νομικούς κώδικες. Είναι φανερό ότι τα κριτήρια που δεν έχουν ακόμα εφαρμοστεί σχετίζονται με ουσιαστικά ζητήματα, τα οποία επηρεάζουν άμεσα το τουρκικό πολιτικό σύστημα  και δημιουργούν τη δυναμική ενός νέου Ευρωτουρκικού  πολιτικού και κοινωνικού συμβολαίου με βάση τα ευρωπαϊκά  πρότυπα. 

Aναμφίβολα, η εφαρμογή εκ μέρους  της Τουρκίας των νομικών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο των κριτηρίων της Κοπεγχάγης δεν εξελίσσεται χωρίς δυσκολίες και αυτό αφορά τη συναρτησιακή σχέση της ενσωμάτωσης των ευρωπαϊκών προτύπων σε σχέση με την αναμόρφωση του δικαστικού συστήματος της Τουρκίας. Έτσι, στο πλαίσιο αυτό, η λήψη μέτρων για την εφαρμογή του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου, της συνέχισης των δημοκρατικών θεσμών, κατά τον τρόπο που ορίζεται από τις ετήσιες εκθέσεις της Επιτροπής σχετικά με την πρόοδο της Τουρκίας για ένταξη στην Ε.Ε., αλλά και από τα έγγραφα της εταιρικής σχέσης προσχώρησης, φαίνεται πως η Τουρκία εισέρχεται σε μια περίοδο ταχείας διαδικασίας μεταρρύθμισης (Karakas, 2010, σ.43).

Επιπρόσθετα, η Επιτροπή διαπιστώνει την αυξανόμενη επίγνωση της ανάγκης συνταγματικών μεταρρυθμίσεων και περαιτέρω εκδημοκρατισμού σε πολλούς τομείς (Ζέπος, Κ., 2010).

 Ειδικότερα, στο θέμα των μέτρων που αφορούν τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες, με βάση τα πρότυπα που καθορίζονται από την ΕΣΔΑ, η Τουρκία με την έγκριση εννέα «μεταρρυθμιστικών πακέτων» για το κράτος δικαίου, την πολιτική πολυφωνίας και τις ακολουθούμενες συνταγματικές τροποποιήσεις το 2004, οδηγείται στην εταιρική σχέση προσχώρησης 2008, η οποία έχει θέσει στόχους μόνο βραχυπρόθεσμα και σε ό, τι αφορά τα πολιτικά κριτήρια.

 Όμως, στο τέλος του 2009 φαίνεται ότι η Τουρκία   δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της εταιρικής σχέσης προσχώρησης και με σημαντικότερο πρόβλημα στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε σχέση με τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Ειδικότερα, η σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, φαίνεται να είναι σαφώς αντίθετη προς την ανεξαρτησία των δικαστών. Το σημείο αναφοράς των εγγράφων της Ε.Ε. ήταν πάντα η ΕΣΔΑ και η νομολογία του ΕΔΔΑ. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο δικαστής είναι πιο σημαντικός από τη νομοθεσία, μολονότι η συνταγματική μεταρρύθμιση του  2004, τροποποίησε το άρθρο 90 του Συντάγματος, προκειμένου να ξεπεραστεί η απροθυμία ορισμένων δικαστών σχετικά με την εφαρμογή των διεθνών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ωστόσο, είναι δύσκολο να εξασφαλιστεί ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα , όταν τα θεσμικά όργανα προωθούν την ιδεολογία της ιερότητας του κράτους (Κarakas, 2010).

Ακόμα, σύμφωνα με τον Walden S., (Walden, 2010), συντονιστή των εκθέσεων Προόδου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Τουρκία, η έκθεση αναγνωρίζει ορισμένες προόδους οι οποίες εντοπίζονται στην μεταρρύθμιση της δικαστικής εξουσίας, σε μέτρα πολιτικού ελέγχου επί των στρατιωτικών και στο χώρο των πολιτιστικών δικαιωμάτων. Επίσης, η έγκριση του εθνικού σχεδίου για την υιοθέτηση του κεκτημένου και ο διορισμός επί κεφαλής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων πλήρους απασχόλησης, αποτελούν θετικά μέτρα για την ενίσχυση του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας.

Η επιτροπή επαναλαμβάνει την εκτίμησή της για τη στρατηγική σημασία της Τουρκίας για την Ε.Ε. Συγκεκριμένα, τα  Κείμενα Στρατηγικής Διεύρυνσης καθιστούν  σαφές ότι η Τουρκία αποτελεί μια γέφυρα μεταξύ της Δύσης και του μουσουλμανικού κόσμου και έναν κομβικό ενεργειακό διάδρομο. Έτσι, επικροτείται η υπογραφή από την Τουρκία του ενεργειακού σχεδίου Nabucco, που αποτελεί σημαντικό τμήμα της κοινοτικής ενεργειακής πολιτικής.  Παράλληλα, η πολιτική της Τουρκίας στο ζήτημα της  μετανάστευσης, των περιβαλλοντικών απειλών, της οικονομικής της ανάπτυξης και το γεγονός ότι αποτελεί έναν από τους σημαντικούς εταίρους της Ε.Ε. στο εμπόριο και τις επενδύσεις είναι λόγοι για τους οποίους η Ένωση θεωρεί την ένταξη της χώρας σημαντική για την ευρωπαϊκή ασφάλεια.

Ακόμη, η υπόθεση Ergenekon αποτελεί ευκαιρία για την ενίσχυση της δημοκρατίας στην Τουρκία, αλλά η Επιτροπή τονίζει τη σημασία να τηρηθούν οι νόμιμες διαδικασίες, ιδιαίτερα όσον αφορά στα δικαιώματα της υπεράσπισης. Και φυσικά το ίδιο το γεγονός ότι ενδέχεται να υπήρξε μεγάλης έκτασης συνομωσία κατά των δημοκρατικών θεσμών με συμμετοχή ανωτέρων αξιωματικών είναι ανησυχητικό. Είναι φανερό ότι ο στρατός από το 1923 αποτελεί το θεματοφύλακα πολιτικών αξιών,  πολιτικής σταθερότητας, πολιτικής ευνομίας και ενότητας. 

Σήμερα, το Κοινοβούλιο στερείται του ελέγχου εκτέλεσης του προϋπολογισμού και των δαπανών του στρατού ή οργανισμών κρατικών προμηθειών που υπάγονται στο Ταμείο Στήριξης Αμυντικής Βιομηχανίας. Όμως, η νέα νομοθεσία του Ιουνίου 2009, αφαιρεί από τα στρατιωτικά δικαστήρια την ευχέρεια να εκδικάζουν υποθέσεις πολιτών σε καιρό ειρήνης και ακόμη, υπάγει τους στρατιωτικούς στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.

Ωστόσο, έχουμε το παράδοξο, η μεν «συντηρητική» μερίδα του πληθυσμού που ανεπιφύλακτα ακολουθεί τη μουσουλμανική παράδοση να είναι υπέρμαχος των μεταρρυθμίσεων που επιβάλλει η ευρωπαϊκή επιτροπή, το δε άλλοτε νεωτερικό, κοσμικό, φιλολαϊκό και ιστορικά φιλοευρωπαϊκό «κεμαλικό» ρεύμα να αποτελεί τον φορέα ενός εντεινόμενου αντιευρωπαϊσμού που αντιδρά στην ανατροπή των κατεστημένων αντιλήψεων, όπως η αναγκαιότητα κηδεμόνευσης της πολιτικής διακυβέρνησης από το στρατό (Ζέπος, 2010).

Όμως, από την άλλη πλευρά, η Επιτροπή επισημαίνει ένα σημαντικό αριθμό τομέων όπου εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρά προβλήματα τα οποία εστιάζονται σε θέματα όπως η ελευθερία της έκφρασης και  του τύπου, οι θρησκευτικές ελευθερίες, τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, η ισότητα των φύλων, η ατιμωρησία για κακομεταχείριση και βασανιστήρια.

Επίσης, διαπιστώνονται κάποιες πρόοδοι στις σχέσεις των αρχών με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά επισημαίνονται και τα υπάρχοντα προβλήματα, όπως το ότι παραμένει κλειστή η Σχολή της Χάλκης, ότι οι αρχές δεν αναγνωρίζουν στο Πατριαρχείο τον τίτλο του Οικουμενικού και ότι τίθενται περιορισμοί υπηκοότητας στις εκκλησιαστικές εκλογές.  Ακόμη, επισημαίνονται συνεχιζόμενα προβλήματα σε ό, τι αφορά τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας και συγκεκριμένα στη διοίκηση των μειονοτικών σχολείων.

Ωστόσο, η γενικότερη πολιτική της Επιτροπής απέναντι στην Τουρκία καθορίζεται από τη λεγόμενη «ανανεωμένη συναίνεση για τη διεύρυνση», που συμφωνήθηκε από τα κράτη μέλη τον Δεκέμβριο του 2006 και περιλαμβάνει τη θέση ότι η Ένωση τηρεί τις ανειλημμένες υποχρεώσεις της.  Η Επιτροπή τονίζει ότι η ενταξιακή διαδικασία παρέχει στην Τουρκία ένα ισχυρό κίνητρο για να προχωρεί στις μεταρρυθμίσεις, να ενισχύει τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και να εκσυγχρονίσει παραπέρα τη χώρα. Φυσικά, ο κεντρικός παράγοντας για την προώθηση αυτής της διαδικασίας είναι ο ρυθμός των μεταρρυθμίσεων στην ίδια την Τουρκία.

Ο χρόνος, ως πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο, όπου τα πάντα αλλάζουν με γρήγορους ρυθμούς μαζί με ουσιαστικές εθνικές  ανάγκες, οδηγούν την Τουρκία  αναπόφευκτα, σύμφωνα με τον Tulu Gumustekin (Πρόεδρο Ιstanbul Centre in Brussels) (Tulu Gumustekin, 2010), να παραμείνει σταθερή στο όραμά της να ενταχθεί στη Ευρωπαϊκή οικογένεια και να συμβάλλει έτσι στην ειρήνη,  την οικονομική ανάπτυξη και την ενίσχυση της δημοκρατίας σε ολόκληρη την περιοχή.

Επίσης,  ένα άλλο στοιχείο το οποίο αξίζει να επισημανθεί, αποτυπώνεται στις θέσεις του Πρέσβη ε.τ Κ. Ζέπου και του Ομότιμου  καθηγητή στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών  Π. Καζάκου και αφορά τις επιφυλάξεις ορισμένων χωρών της Ε.Ε. ως προς  το πληθυσμιακό μέγεθός της Τουρκίας και τον καθοριστικό παράγοντα της στάθμισης των ψήφων κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στα όργανα της Ε.Ε. (ΕΚΕΜΕ, 2010). Άλλωστε, η Τουρκία, προσδιορίζει τον εαυτό της ως κέντρο και όχι ως περιφέρεια στο ευρωπαϊκό σύστημα.

Ωστόσο, ο πολιτικός λόγος του AKP όλα αυτά τα χρόνια  έχει οδηγήσει στη συγκρουσιακή αφομοίωση του ισλαμισμού από τον κεμαλισμό και την ταυτόχρονη πλαισίωση του κεμαλισμού από τον ισλαμισμό (Χατζηβασιλείου, 2010). Έτσι το Ισλάμ, μέσω του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης  καθίσταται βασικό στοιχείο του τουρκικού έθνους και επαναπροσδιορίζει την έννοια της κοσμικότητας, τονίζοντας ότι το θρησκευτικό στοιχείο δεν αποτελεί δομικό στοιχείο του εθνικισμού. Όμως, ο σχεδιασμός και η εφαρμογή μιας συνολικής νέας εξωτερικής πολιτικής επισφραγίστηκαν, όταν επικεφαλής του υπουργείου εξωτερικών και της τουρκικής διπλωματίας τοποθετήθηκε ο Αχμέτ Νταβούτογλου. Με σπουδές στην Πολιτική Επιστήμη και τις Διεθνείς Σχέσεις και με πολύχρονη ακαδημαϊκή πορεία, ο κ. Νταβούτογλου φιλοδοξεί να αναδείξει την αξία της χώρας του στη διεθνή πολιτική σκηνή. 

Ο αρχιτέκτονας της νέας πολιτικής της Άγκυρας κ. Νταβούτογλου μαζί με τον ηγέτη του ΑΚP και πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θεωρούν ότι «η αξία ενός έθνους στη διεθνή σκηνή εξαρτάται από τη γεωστρατηγική του θέση και το ιστορικό του βάθος» (Αχμετ Νταβούτογλου, 2001) και η νέα πολιτική πρέπει να στηριχτεί στην αρχή «μηδενικά προβλήματα με τις γειτονικές χώρες» και στη «soft power», την εξουσία που στηρίζεται στην πειθώ και τη διαπραγμάτευση. Ωστόσο, η λέξη κλειδί που χρησιμοποιεί και τονίζει ο κ. Νταβούτογλου για την Τουρκία  είναι «υπεροχή» , δεδομένου ότι είναι ταυτόχρονα μέλος του G20 (οικονομική δύναμη) και του ΝΑΤΟ (στρατιωτική δύναμη), ελέγχει τα στενά του Βοσπόρου (γεωπολιτική υπεροχή) και ταυτόχρονα ως συνέχεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας της προσδίδει μια απαράμιλλη πολιτισμική υπεροχή.

Η σημαντική διάσταση, όμως, και το νέο στοιχείο που εισάγει ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών στην υπεροχή της Τουρκίας, είναι η δυναμική της να εξελιχθεί σε μουσουλμανική περιφερειακή δύναμη και έτσι θα μπορέσει να δημιουργήσει συμμαχίες, που αφενός θα μειώσουν την εξάρτησή της από τη Δύση και αφετέρου θα διατηρήσουν την ισορροπία ισχύος στην περιοχή, επιτρέποντας στη χώρα να αποκτήσει κυρίαρχη θέση σε περιφερειακό επίπεδο. Επιπρόσθετα, ο συγγραφέας του Στρατηγικού βάθους υποστηρίζει ότι η Τουρκία δεν είναι απλώς η γέφυρα Ανατολής-Δύσης ούτε και το όριο του ισλαμικού κόσμου. Αντιθέτως, αποτελεί ταυτόχρονα χώρα της Ευρώπης, της Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, του Καυκάσου, της Κασπίας και της Μαύρης Θάλασσας και γι αυτό οφείλει να διαφυλάττει την ασφάλεια και τη σταθερότητα τόσο για τον εαυτό της όσο και για τον περίγυρό της.

Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία θα πρέπει αφενός να εγγυηθεί τη δική της ασφάλεια αλλά, παράλληλα, να αναλάβει ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της ασφάλειας και σταθερότητας στις  γειτονικές της χώρες, ως δίαυλος επικοινωνίας με τις μεγάλες δυνάμεις. Όπως δηλώνει ο Νταβούτογλου, «Έχουμε μια αντίληψη για την ασφάλεια όλων και  για την ειρήνη , η οποία προϋποθέτει ταυτόχρονα έναν διάλογο υψηλού επιπέδου σε πολιτικό επίπεδο, μια αλληλεξάρτηση στο  οικονομικό επίπεδο, αλλά και το να λαμβάνεται υπόψη η πολιτισμική ποικιλομορφία» (Kristianasen, 2010).

Μάλιστα, ο επικεφαλής των διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και υπουργός επικρατείας Εγκεμέν Μπαγίς, μιλώντας στην Οικονομική Επιθεώρηση (Νοέμβριος, 2010, σ.24) τόνισε με αυτοπεποίθηση ότι η Τουρκία ακολουθεί το δρόμο της σταθερότητας  και της ταχύρρυθμης ανάπτυξης και δίνει μεγάλη σημασία στις σχέσεις με την Ευρώπη και την Ευρωπαϊκή προοπτική Βεβαίως, η υψηλή  αυτοπεποίθηση είναι συνάρτηση των οικονομικών επιδόσεων και συγκεκριμένα του υψηλού ρυθμού ανάπτυξης (11%, στο πρώτο εξάμηνο του 2010) και της κερδοφορίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Σύμφωνα, με τον Ο.Ο.Σ.Α. θα συνεχίσουν να είναι έως το 2020 μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες χώρες του κόσμου. Και δίπλα στην οικονομική ανάπτυξη, έχουν και πληθυσμιακή άνθηση της χώρας. Με  πληθυσμό 72 εκατομμύρια η μέση ηλικία στην Τουρκία είναι 28 ετών, έναντι 42 στην Ευρώπη. Ακόμη, υπογραμμίζει, ότι οι πρόσφατες θεσμικές μεταρρυθμίσεις, με το δημοψήφισμα για την ευθυγράμμιση του Συντάγματος, πληρούν τις προϋποθέσεις της ευρωπαϊκής πορείας και της πληρέστερης δημοκρατικοποίησης της Τουρκίας.

Αναμφίβολα, η επιλογή του δυτικόφιλου Μπαγίς στη θέση του διαπραγματευτή με την Ε.Ε. επιβεβαιώνει την επιλογή της Τουρκίας να στραφεί εκ νέου προς τη Δύση, στο μέτρο βεβαίως που η κυβέρνηση του ΑΚΡ είναι αυτή που αποφασίζει για την εξωτερική πολιτική της χώρας και όχι το στρατιωτικό κατεστημένο (Τριανταφύλλου & Φωτίου, 2010, σ.68).

Όμως, σήμερα η Τουρκία απειλεί την Ε.Ε. με διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων σε περίπτωση που το επόμενο διάστημα δεν ανοίξουν νέα κεφάλαια και, κυρίως, δεν παραμεριστεί το εμπόδιο του Κυπριακού. Μάλιστα, στο παρασκήνιο αναπτύσσεται όργιο φημών και κινητικότητα που τροφοδοτούνται τόσο από τις τουρκικές απειλές για εγκατάλειψη  των διαπραγματεύσεων, όσο και από τη νέα μεγάλη ιδέα της Άγκυρας για τη δημιουργία μιας Ένωσης μουσουλμανικών χωρών υπό την ηγεσία της που θα είναι το αντίπαλο δέος της Ε.Ε (Σιδέρης, Άμυνα και Διπλωματία, Μάρτιος 2011).

Ακόμη, η κινητικότητα και οι απειλές της Τουρκίας τόσο για εγκατάλειψη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων όσο και για μια μουσουλμανική αντι-ΕΕ έχει προκαλέσει πανικό σε κύκλους της αμερικανικής κυβέρνησης.

Σήμερα οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ε.Ε. βρίσκονται σε ακινησία. Προτάσσοντας τη μη επίλυση του Κυπριακού, η Ε.Ε. κρατά μακριά από τις Βρυξέλλες την Άγκυρα, η οποία νιώθει αρκετά ισχυρή ώστε να εκβιάζει τις εξελίξεις που θα την οδηγήσουν με υπεροχή στις διαπραγματεύσεις για την ειδική σχέση.

Οι σχέσεις Ε.Ε. –Τουρκίας φτάνουν σε τέλμα την πιο ακατάλληλη στιγμή , επισημαίνει σε ανάλυσή της η διαδικτυακή πύλη για θέματα της Ε.Ε. «Εuractive»,αναφερόμενη στα όσα ειπώθηκαν σε συνέδριο που διοργάνωσε το European Monement International και το Third Sector Foundation στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές Φεβρουαρίου όπου συμμετείχαν ο ευρωπαίος επίτροπος για θέματα διεύρυνσης Στέφαν Φούλε, εκπρόσωποι της τουρκικής κυβέρνησης και διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις από την Τουρκία και τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων. Σε ό,τι αφορά την πορεία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων , ο επίτροπος τόνισε ότι η Ε.Ε. δεν έχει «σχέδιο Β» ως αντιπρόταση για την είσοδο της Τουρκίας στην Ε.Ε..

Αναμφίβολα, οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και η ελληνική κυβέρνηση έχει προτείνει δημόσια την πραγματοποίηση μιας συνόδου κορυφής Ε.Ε.-Τουρκίας προκειμένου να ληφθούν αποφάσεις , ακριβώς γιατί η κρίση στις ευρωτουρκικές σχέσεις είναι προ των πυλών και ίσως επειδή έχει πάρει στα σοβαρά τις απειλές της Τουρκίας για διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Όπως αναφέρουν διπλωματικές πηγές, αν στις επόμενες εβδομάδες δεν ανοίξει ένα  νέο κεφάλαιο στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις θα έχει περάσει ένας χρόνος σε κατάσταση πλήρους ακινησίας και αυτό θα αποτελέσει παράγοντα κρίσης. Από τα 35 θεματικά κεφάλαια έχουν ανοίξει μόνο 13, ενώ από αυτά δεν έχει κλείσει κανένα.( Σιδέρης, Άμυνα και Διλωματία, Μάρτιος 2011).

Επιπρόσθετα,  η Αυστρία με δήλωση του αυστριακού υπουργού Εξωτερικών Μίχαελ Σπιντέλέγκερ , θα προτιμούσε μια ειδική σύμπραξη ανάμεσα στην Ε.Ε, και την Τουρκία αντί της πλήρους ένταξης. Μάλιστα, σε συνέντευξη που μεταδόθηκε στις 3 Μαίου 2011στο αυστριακό ραδιόφωνο (ΑΠΕ-ΜΠΕ,  3-5-2011), δήλωσε πως οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Ε.Ε. με την Τουρκία θα απαιτήσουν χρόνια και θα χρησιμεύσουν για να «εξευρωπαιστεί η χώρα».

Η Τουρκία, σήμερα, εμφανίζεται πολύ ισχυρή και με πολλές μεγάλες ιδέες Ωστόσο, πολλοί Τούρκοι φοβούνται ότι η κυβέρνηση του ΑΚΡ μοιάζει με ζογκλέρ που παίζει με υπερβολικά μεγάλες μπάλες και συνεπώς, στο τέλος, μερικές από αυτές θα πέσουν κάτω .Ετσι φαίνεται να  ξεπερνά τα όρια στο παζάρι της με την Ε.Ε., τις Η.Π.Α.,το Ισραήλ, ενώ στον αραβικό κόσμο υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις για το ρόλο της, λόγω του ιστορικού παρελθόντος.

Ακόμη, ορισμένοι δε συμφωνούν με την ιδέα περί «μηδενικών προβλημάτων με τις γειτονικές χώρες» και «εγκατάλειψης του μαστιγίου».Κι αν το καρότο δεν λειτουργεί χωρίς το μαστίγιο; Κι αν η Τουρκία κινδυνεύσει ,επειδή υπερεκτίμησε τη δυναμική «soft power» που διαθέτει;

Ωστόσο, σήμερα, δεν μπορεί κανείς  να συζητήσει για το μέλλον αρκετών περιοχών της ευρύτερης περιοχής μας χωρίς να αναφερθεί σε αυτήν. Η αλήθεια είναι ότι από το 2005 και μετά η κυβέρνηση Ερντογάν δικαιολογεί επίσημα την έλλειψη προόδου στις διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή  Ένωση με το πρόβλημα της Κύπρου. Η Τουρκία θεωρεί πως η «μικρή» Κύπρος δε δύναται να είναι το πραγματικό εμπόδιο για τη διαδικασία ένταξης της «μεγάλης» Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή  Ένωση, αλλά ότι χρησιμοποιείται ως πρόσχημα από τους εχθρούς της για να εμποδίσουν την ανεπιθύμητη για αυτούς ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή  Ένωση (Van Gent Α., 2011, σ. 404).

Ωστόσο η Άγκυρα δείχνει να μην έχει, να μη θέλει να καταλάβει την ευρωπαϊκή αρχή, σύμφωνα με την οποία η μη τήρηση  των υποχρεώσεων της απέναντι στα άλλα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστά αθέτηση των υποχρεώσεών της, ανεξαρτήτως της δύναμης ή του μεγέθους των μελών αυτών. Ακόμη ελπίζει πως το «γεωπολιτικό» και «γεωοικονομικό» βάρος της θα είναι ικανό να επιβάλει την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή  Ένωση, χωρίς να υποχρεωθεί η ίδια σε υποχωρήσεις ( Van Gent Α., 2011, σ.405).

Συμπερασματικά, η πορεία της Τουρκίας προς την Ε.Ε. είναι μια άσκηση τόσο για την Τουρκία όσο και για την ίδια την Ένωση  και θα αποδώσει καρπούς με την πάροδο του χρόνου.

Η κυβέρνηση του ΑΚΡ δεν εγείρει διοικητικά εμπόδια στην άσκηση των μειονοτικών δικαιωμάτων, αλλά η επίσημη θέση του τουρκικού κράτους που βασίζεται στις αρχές του κεμαλισμού έρχεται σε αντίθεση με το σεβασμό και την προστασία των μειονοτήτων. Η εφαρμογή των κριτηρίων αυτών γίνεται άλλοτε αντιληπτή ως διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στην Ελλάδα και άλλοτε ως προδοσία και παραβίαση των αρχών της κοσμικότητας και του εθνικισμού της επίσημης κρατικής ιδεολογίας. Ωστόσο, η πορεία της συμμετοχής της κοινωνίας στη διαδικασία του εκδημοκρατισμού και η δυναμική της πνευματικής ελίτ και της κοινωνίας υπόσχονται βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης όσων έχουν απομείνει (Τριανταφύλλου & Φωτίου, 2010, σ.127).

Το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), το πλέον φιλοευρωπαϊκό από όλα τα τουρκικά κόμματα είχε υποσχεθεί το καλοκαίρι του 2007 στους ψηφοφόρους τους ένα νέο φιλελεύθερο Σύνταγμα κατά τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μετά τη σαρωτική νίκη του 2007, η κυβέρνηση Ερντογάν αθέτησε την υπόσχεσή της αυτή. Στις 12 Ιουνίου 2011 το ΑΚΕΠΕ ήρθε πρώτο στις εκλογές συγκεντρώνοντας ποσοστό 49,9% και ο Ερντογάν υποσχέθηκε να συνεργαστεί με την αντιπολίτευση με στόχο τη συναίνεση για ένα νέο Σύνταγμα.

Όμως η Τουρκία, διχασμένη ανάμεσα σε δύο κόσμους,  φαίνεται να προτιμά να βλέπει τον εαυτό της ως «γέφυρα» και να τον παρομοιάζει με την εικόνα της εντυπωσιακής κρεμαστής γέφυρας του Βοσπόρου. Αναμφίβολα εξακολουθεί να μεταλλάσσεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και οι διαρκείς μεταμορφώσεις της δεν επιτρέπουν την ύπαρξη μιας γερά θεμελιωμένης θεωρίας αναφορικά με την πολιτική της και δεν δίνουν μια σαφή απάντηση στο ερώτημα αν επιθυμεί  η Τουρκία να ανήκει στην Ευρώπη. 

Από την άλλη πλευρά η Τουρκία δηλώνει ότι θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις ανεξάρτητα από την έκβαση των διαπραγματεύσεων και φαίνεται, πάντως, ότι η γενικότερη αλλαγή κλίματος μπορεί να δημιουργήσει τις  προϋποθέσεις για τη μείωση του φόβου και της κινδυνολογίας  και την ένταξη περισσότερων νέων της ελληνικής μειονότητας στο πολιτικό γίγνεσθαι της Τουρκίας και έτσι να δώσει μια πιο ενδιαφέρουσα σημασία σε αυτό που σημαίνει να είσαι Ρωμιός στην Τουρκία.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αμπατζής, Α. (2011). Ο λαβύρνιθος της Χάλκης. Η περιπέτεια της Θεολογικής Σχολής. Αθήνα : εκδ.του συγγρ.

Αμπατζής, Α.(2011).Ο Χότζας Φεχτουλάχ Γκιουλέν εξηγεί τη μεγάλη νίκη του Ερντογάν. Ελευθεροτυπία,17-6-2011.

Αναστασιάδου, Μ. & Ντυμόν, Π. (2007). Οι Ρωμιοί της Πόλης. Τραύματα και προσδοκίες. Αθήνα:Εστία.

Alexandris, A. (1983). The Greek Minority of Istanbul and Greek-Turkish Relations(1918-1974). Athens : Centre for Asia Minor Studies.

Αργείτης, Γ.,& Κορατζάνης, Α. (2011). Οικονομική Πολιτική Σταθεροποίησης και Αστάθεια στην Ο.Ν.Ε., Αθήνα : Παπαζήση.

Δημούλης, Δ. (1997). Η νομική προστασία των εθνικών μειονοτήτων. Στο: Τσιτσελίκης, Κ., Χριστόπουλος, Δ. (Επιμ.)  Το μειονοτικό φαινόμενο στην Ελλάδα, μια συμβολή των κοινωνικών επιστημών. Αθήνα: Κριτική.

Διβάνη, Λ. (1997). Η Σύμβαση Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης και το σύστημα της μειονοτικής προστασίας της ΚτΕ: μαθαίνοντας από τα λάθη του παρελθόντος. Στο: Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα δικαιώματα του ανθρώπου (Επιμ.). Η Προστασία των μειονοτήτων, η Σύμβαση-Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, Αθήνα: Σάκκουλα.

Δραγώνα, Θ. & Birtek, F. (2006). Ελλάδα και Τουρκία, Πολίτης και Έθνος Κράτος.  Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Ilkay Sunar (2006). Σκέψεις για τα έθνη και τον εθνικισμό με αναφορά στην Τουρκία και στην Ελλάδα. Στο Θ. Δραγώνα,. και F. Birtek(Επιμ). Ελλάδα και Τουρκία, Πολίτης και Έθνος Κράτος. Αθήνα.: Αλεξάνδρεια. (σ. 351-355).

Κάννερ, Ε.(2004). Φτώχεια και φιλανθρωπία στην ορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης. Αθήνα: Κατάρτι.

Kelly,H.(1967).Attribution theory in social psychology. Lincoln :.University of Nebraska Press.

Κτιστάκις, Γ.(2009).Η Ευρωπαϊκή  Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στο:Υ.Ε. Επιστημονικό Κέντρο Ανάλυσης και Σχεδιασμού. Ντάλης ,Σ.(Επιμ.).Αθήνα: Παπαζήση

Μήλας, Η.(2005). Εικόνες Ελλήνων και Τούρκων. Αθήνα: Αλεξάνδρεια

Merton,R..(1987). Social theory and Social Structure. New York :Free Press ..

Niyazi Kizilyurek(2009). Oι Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία και το Κυπριακό. Αθήνα:  Παπαζήση.

Ντάλης, Σ.(2010).Από τον Μπους στον Ομπάμα. Η Διεθνής Πολιτική σε έναν κόσμο που αλλάζει. Αθήνα: Παπαζήση.(σ.21-104).

Παπαστάμου Σ.,& Μιουνύ Γ.(2001). Μειονότητες και εξουσία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα

Ροζάκης, Χ(1997). Εισαγωγή στο «Το μειονοτικό φαινόμενο στην Ελλάδα»,Μια συμβολή των κοινωνικών επιστημών. Αθήνα: Κριτική.

Ρούκουνας,Ε.(1995). Διεθνής Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αθήνα :Εστία.

Sarioglou,E.(2004).Turkish Policy towards Greek Education in Istanbul 1923-1974. Athens: E.L.I.A.

Σαριόγλου, Ε. (2011). Η επιρροή της Τουρκικής Πολιτικής στην Ελληνική εκπαίδευση της Πόλης,1923-1974. Αθήνα: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών.

Σισιλιάνος, Λ. (1997). Η προστασία των μειονοτήτων στην Ευρώπη: συλλογικές όψεις ατομικών δικαιωμάτων. Στο: Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα δικαιώματα του ανθρώπου(Επιμ.), Η προστασία των μειονοτήτων, Η Σύμβαση Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης. (σελ.93-132). Αθήνα: Σάκκουλα..

Σταματόπουλος Κ. (1996). Η τελευταία αναλαμπή. Η Κωνσταντινουπολίτικη ρωμιοσύνη στα χρόνια 1948-1955. Αθήνα: Δόμος.

Τριανταφύλλου, Δ. & Φωτίου, Ε. (2010). Τουρκική Εξωτερική Πολιτική την εποχή του Α.Κ.P. Αθήνα:  Παπαζήση.

Τσιτσελίκης, Κ., & Χριστόπουλος, Δ. (1997). Ο εντοπισμός του μειονοτικού φαινομένου στην Ελλάδα από τη νομική επιστήμη και το δίκαιο. Στο Κ. Τσιτσελίκης, & Χριστόπουλος, Δ. (Επιμ.). Το μειονοτικό φαινόμενο στην Ελλάδα. Μια συμβολή των κοινωνικών επιστημών. Αθήνα: Κριτική.

VanGent, A. (2011). Τουρκικά ρήγματα. Μια χώρα σε αναζήτηση ταυτότητας. Αθήνα:Παπαζήση

Χατζηβασιλείου,Α.(2010). Αχμέτ Νταβούτογλου: Θεωρίες στρατηγικού βάθους. Στο:Σ. Ντάλης(Επιμ.). Από τον Μπους στον Ομπάμα. Η Διεθνής Πολιτική σε έναν κόσμο που αλλάζει. (σ.385-398). Αθήνα: Παπαζήση

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Αλιβιζάτος, Ν. (2010). Η επίδραση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου στο εσωτερικό δίκαιο. Στο Σ. Ντάλης (επιμ), Βύρων Θεοδωρόπουλος. Ο Διπλωμάτης και Δάσκαλος (σελ. 203-208.) Αθήνα:  Παπαζήση.

Αναστασιάδου,Μ.(2009).Η πολιτισμική παρουσία των Ρωμιών της Πόλης: αποτίμηση και προοπτικές ανάπτυξης. Στο: Κ.Γαβρόγλου& Κ.Τσιτσελίκη(Επιμ.),Συνάντηση στην Πόλη.Το παρόν και το μέλλον.(σ.247-255). Αθήνα:Καλειδοσκόπιο.

Ανδριανοπούλου, Κ. & Μπενλίσοϊ, Φ.(2009). Διοικητική οργάνωση και εκλογικοί μηχανισμοί στη ρωμαίικη μειονότητα στην Πόλη από το 1950 έως σήμερα. Στο: Κ. Γαβρόγλου& Κ. Τσιτσελίκη(Επιμ.), Συνάντηση στην Πόλη.Το παρόν και το μέλλον. (σ. 59-79).Αθήνα : Καλειδοσκόπιο:

Akgonul,S.(2009). H αλλαγή της έννοιας της λέξης «μειονότητα» κατά τη διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. : Η Ρωμαίικη μειονότητα .Στο: Κ. Γαβρόγλου, & Κ. Τσιτσελίκης(Επιμ.), Συνάντηση στην Πόλη. Το Παρόν και το μέλλον  Αθήνα: Καλειδοσκόπιο

Βάλντεν, Σ.(2010). Η έκθεση προόδου της Επιτροπής για την Τουρκία(Οκτώβριος 2009). Στο Ν. Φραγκάκης (επιμ), Η Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών και Ερευνών(σ. 47-52) Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα.

Baskin,Ο.(2009). Tα μη μουσουλμανικά βακούφια και τα Δηλωτικά του 1936.Στο: Κ.Γαβρόγλου& Κ.Τσιτσελίκη(Επιμ), Συνάντηση στην Πόλη. Το Παρόν και το μέλλον (σ.143-153)Αθήνα: Καλειδοσκόπιο

Bερβερίδου, Μ.(2010). Διαστάσεις και δράσεις του Ισλαμικού κεφαλαίου στην Τουρκία .Οι επιχειρηματικές οργανώσεις της MUSIAD και της TUSKON. Στο: Επιστημονικό Κέντρο Ανάλυσης και Σχεδιασμού Σ.Ντάλης(Επιμ.),τ.59,36-52.

Βερβερίδου,Μ.(2010). Η Βαλκανική Πολιτική Νταβούτογλου: Από τη θεωρία στην πράξη. Στο: Επιστημονικό Κέντρο Ανάλυσης και Σχεδιασμού ,Ντάλης,Σ.(Επιμ).τ.67,11-19.

Βερβερίδου, Μ.(2010) Τουρκία: Παράγοντες διαμόρφωσης πολιτικής. Στο: Σ. Ντάλης (Επιμ.), Από τον Μπους στον Ομπάμα. Η Διεθνής Πολιτική σε έναν κόσμο που αλλάζει. Αθήνα: Παπαζήση.

Γλυνός, Γ.(2010). Η Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας- κοινή γνώμη στην Τουρκία και την Ε.Ε. και ρεαλιστικά χρονοδιαγράμματα. Στο: Ευρωπαϊκό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών και Ερευνών, Ν. Φραγκάκης (Επιμ.),Η Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας.(σ 45-58).Αθήνα: Σάκκουλα

Έλλις, Α.(2009).Η κραυγή που ανησύχησε την Άγκυρα. Ο Αμντουλάχ Γκιούλ μιλάει για τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις , το Πατριαρχείο, το Κυπριακό, την Ένταξη στην Ε.Ε.. (25-12-2009,εφημ. Καθημερινή).

Ζέπος,Κ.(2009).Τουρκία: Συνύπαρξη κοσμικού κράτους και  Ισλάμ; Στο: N.Φραγκάκης(Επιμ.),Τουρκία,Ευρώπη, Μεσόγειος(σ.27-30) Αθήνα: Σάκκουλα

Ζέπος,Κ(2010).  Η Ευρωπαϊκή  προοπτική της Τουρκίας-μπορεί να επιτύχει την πλήρη ένταξη. Στο : Ευρωπαϊκό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών και Ερευνών . Φραγκάκης,Ν. (επιμ.),Η Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. (σ .61-72) Αθήνα: Σάκκουλα

Θεοδωρόπουλος, Β.(2010).Για τη Σμύρνη, την ιστορία της και τους ανθρώπους της. Στο:  Εθνικό Κέντρο Ανάλυσης και Σχεδιασμού, Σ.Ντάλης (Επιμ.), Βύρων Θεοδωρόπουλος. Ο Διπλωμάτης και Δάσκαλος. Αθήνα: Παπαζήση

Καζάκος,Π.(2010). Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στο δημοσιονομικό καθεστώς της Ε.Ε.. Στο: Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική.τ.15.

Karakas I. (2010). Η Τουρκία και η Ε.Ε Η νομική κατάσταση από τη σκοπιά των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Στο: Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών και Ερευνών, Φραγκάκης,Ν.(Επιμ.), Η Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, (σελ 43-45) Αθήνα:  Σάκουλα.

Καλλέγια Α.(,2006). Τένεδος, το Ελληνικό παρελθόν ενός τουρκικού νησιού. Ιστορικά Θέματα,τ. 58

Kiesler,C.A.&Pallak,M.S.(1975). Minority influence: the effect of majority reactionaries and defectors and minority and majority compromises, upon majority opinion and attraction. European journal of social psychology,τ.5.

Κristianasen W. (2010).Ο κόσμος από την πλευρά της Τουρκίας.( Kυριακάτικη Ελευθεροτυπία .,18-4-2010)

Κurban,D., & Τσιτσελίκης,Κ.(Αύγουστος,2010). Μια ιστορία αμοιβαιότητας:Τα μειονοτικά βακούφια στην Ελλάδα και την Τουρκία. ΤESEV(www.tesev.org.tr).

Κτιστάκις Γ (2010). Πράξη δημοκρατίας η στήριξη της μειονότητας των Ρωμιών. (Καθημερινή, 12-11-2010).

Κωνσταντινίδης, Γ (2010). Ο ρόλος του ισλαμικού κεφαλαίου στην τουρκική οικονομία. Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική,τ. 20.σ.242-253

Landon T.(2010). Turkey, Turning to the East,Asserts New Economic Power. ( New York Times, 6/7/2010.).

Μανώλη,Π.(2008).Ανακατατάξεις στη σύγχρονη παγκόσμια οικονομία. Στο Δ.Τριανταφύλλου, Κ.Υφαντής, Ε.Χατζηβασιλείου(επιμ). Διεθνείς Σχέσεις. Σύγχρονη θεματολογία και προσεγγίσεις. Αθήνα: Παπαζήση.

Μacar,E. (2009). Αποποίηση κληρονομιάς. Το Ρωμαίικο Πατριαρχείο στην Τουρκική Δημοκρατία.. Στο Κ. Γαβρόγλου, & Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.) Συνάντηση στην Πόλη. Το Παρόν και το μέλλον (σσ.189-199). Αθήνα: Καλειδοσκόπιο

Μητσός, Α.(2009).Υποστήριξη της Τουρκίας και όχι απλώς της υποψηφιότητας για ένταξη.Στο: N.Φραγκάκη(Επιμ.),Τουρκία,Ευρώπη, Μεσόγειος:H Τουρκία ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή προοπτική και την εσωτερική αποσταθεροποίηση.(σελ.47-51).Αθήνα:Σάκκουλα

Moscovici,S.& Personnaz,B.(1980).Studies in social influence, minority influence and conversion behavior in perceptual task. Journal of experimental social psychology,16

Μουζέλης, Ν.(2010).Μπορεί να επιβιώσει η Ευρώπη; Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική.15.

Ντάλης, Σ.(2009). Κρίση του Ευρώ, κρίση ταυτότητας και εθνικοί εγωισμοί. Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, τ. 15.

Ors Ilay(2009). Διασπορά της Πόλης: Ρωμιοί στην Αθήνα..Στο: Κ. Γαβρόγλου, & Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.) Συνάντηση στην Πόλη. Το Παρόν και το μέλλον(σελ.239-246)  Αθήνα: Καλειδοσκόπιο.

Πελαγίδης,Θ.(2010). Το ευρώ και η ελληνική κρίση. Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, τ. 18, (σ.118-124)

Ροζάκης Χ.(2010): H προοπτική ένωσης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Η Διεθνής διάσταση. Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική. 18, (σελ.18)

Stewart προς Lloyd, Αγκυρα,17 Σεπτεμβρίου 1957,Φ.Ο.371/124053/RK1781/5.στο Σαριόγλου Ε. (2011). Η επιρροή της Τουρκικής Πολιτικής στην Ελληνική εκπαίδευση της Πόλης,1923-1974. Αθήνα: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών

Σιγάλας,Ν.(2006). Τι σημαίνει ρωμαίικη κοινότητα της Πόλης το έτος 2006 Σύγχρονα Θέματα,τχ94 (σσ.25-33)

Σιγάλας, Ν (2009).Από τη «μειονοτική πολιτική» στην πολιτική της μειονότητας. ,  στο Κ. Γαβρόγλου, & Κ. Τσιτσελίκης(επιμ.) Συνάντηση στην Πόλη. Το Παρόν και το μέλλον  Αθήνα:  Καλειδοσκόπιο.

Σιδέρης Σ.(2011).Οι ευρωτουρκικές σχέσεις και η νέα στρατηγική κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μ. Ανατολή. Άμυνα και Διπλωματία,(σσ.9-15)

Συμβούλιο της Ευρώπης (2008).http://www.coe.int/(13/1/2008).

Τulu Gumustekin (2010) Turkeys European prospects- an everlasting procedure”, στο Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών και Ερευνών,Φραγκάκης,Ν.(Επιμ.), Η Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, (σελ 85-89).Αθήνα:Σάκκουλα.

Τσιτσελίκης, Κ. (2006). Ανιχνεύοντας το ιστορικό και ιδεολογικό υπόβαθρο της Ανταλλαγής. Στο: ΚΕΜΟ: H Ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Αθήνα:  Κριτική .

FriedmanG.(2010). Η Τουρκία αναζητά τη νέα θέση της στον κόσμο. Στο: Σ.Ντάλης(Επιμ.), Επιστημονικό Κέντρο Ανάλυσης και Σχεδιασμού ,σελ.8-10.

Walden, S. (2010).The Commissions Progress Report on Turkey. Στο Ν. Φραγκάκης (επιμ), Η Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών και Ερευνών Αθήνα:. Σάκκουλα .

Φραγκόπουλος, Δ.(2009). Το σήμερα και το αύριο: Προτάσεις για το μέλλον των Ρωμιών. Στο Κ. Γαβρόγλου, & Κ. Τσιτσελίκης(Επιμ.) Συνάντηση στην Πόλη. Το Παρόν και το μέλλον Αθήνα:Καλειδοσκόπιο

Χαρδαλιά, Ν.(2009). Το φαινόμενο μιας επαγγελματικής μετανάστευσης, Ελληνικής ιθαγένειας στελέχη στην Πόλη σήμερα. Στο  Κ. Γαβρόγλου, & Κ. Τσιτσελίκης(επιμ.) Συνάντηση στην Πόλη. Το Παρόν και το μέλλον,(σ.265-277). Αθήνα:  Καλειδοσκόπιο.

COP27. Οι πλούσιες χώρες συμφώνησαν να πληρώσουν για την κλιματική καταστροφή στα φτωχά έθνη

Διαπραγματευτές από σχεδόν 200 χώρες ολοκλήρωσαν δύο εβδομάδες συνομιλιών για την κλιματική αλλαγή νωρίς την Κυριακή με το κύριο επίτευγμά τους να είναι η συμφωνία για τη δημιουργία ενός ταμείου που θα βοηθήσει τις φτωχές, ευάλωτες χώρες να αντιμετωπίσουν τις κλιματικές καταστροφές που επιδεινώθηκαν εξαιτίας της ρύπανσης που εκτοξεύεται από τα πλούσια έθνη που θερμαίνουν επικίνδυνα τον πλανήτη.

Η απόφαση σχετικά με τις πληρωμές για τις ζημιές από την κλιματική αλλαγή αποτελεί ένα σημαντικό βήμα σε ένα από τα πιο επίμαχα ζητήματα στις διαπραγματεύσεις των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα. Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, οι αναπτυσσόμενες χώρες πίεζαν για τις απώλειες και τις καταστροφές που υφίστανται, ζητώντας από τις πλούσιες, βιομηχανικές χώρες να παράσχουν αποζημίωση για το κόστος των καταστροφικών καταιγίδων, των κυμάτων καύσωνα και της ξηρασίας που τροφοδοτούνται από την υπερθέρμανση του πλανήτη.

Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες πλούσιες χώρες είχαν από καιρό μπλοκάρει την ιδέα, από φόβο ότι θα μπορούσαν να θεωρηθούν νομικά υπεύθυνες για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που οδηγούν στην κλιματική αλλαγή.

Η συμφωνία που συνήφθη στο Σαρμ ελ-Σέιχ λέει ότι τα έθνη δεν μπορούν να θεωρηθούν νομικά υπεύθυνα για πληρωμές. Η συμφωνία καλεί μια επιτροπή με εκπροσώπους από 24 χώρες να εργαστεί τον επόμενο χρόνο για να υπολογίσει ποια ακριβώς μορφή πρέπει να λάβει το ταμείο, ποιες χώρες θα πρέπει να συνεισφέρουν και πού πρέπει να πάνε τα χρήματα. Πολλές από τις άλλες λεπτομέρειες δεν έχουν ακόμη καθοριστεί.

Η τελική ανακοίνωση, καρπός πολλών συμβιβασμών, έγινε τελικά δεκτή ομόφωνα και ζητεί τη «γρήγορη» μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, αλλά δεν περιλαμβάνει κανέναν νέο στόχο σε σχέση με την προηγούμενη COP της Γλασκώβης.

Το κείμενο για τη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου προκάλεσε επίσης αντιδράσεις, με πολλές χώρες να καταγγέλλουν ότι υστερεί έναντι των δεσμεύσεων που είχαν οριστεί σε προηγούμενες διασκέψεις, κυρίως σε ό,τι αφορά τον περιορισμό της ανόδου της θερμοκρασίας της Γης στον 1,5 βαθμό Κελσίου σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή.

Αν και η πρόβλεψη αυτή αναφέρεται στην τελική ανακοίνωση, με βάση τις τρέχουσες δεσμεύσεις των χωρών ο στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί, ενώ ανέφικτος φαίνεται και ο στόχος του περιορισμού της ανόδου της θερμοκρασίας της Γης στους 2 βαθμούς Κελσίου.

Σύμφωνα με τις τρέχουσες δεσμεύσεις των χωρών, ο κόσμος οδεύει προς μια αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2,4 βαθμών Κελσίου ως το τέλος του αιώνα και με τον υφιστάμενο ρυθμό εκπομπών προς το καταστροφικό σενάριο των 2,8 βαθμών Κελσίου.

«Πρέπει να μειώσουμε δραστικά τις εκπομπές τώρα και αυτό είναι ένα ερώτημα στο οποίο αυτή η COP δεν απάντησε», σχολίασε ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες.

Ακόμη ένα θέμα που προκάλεσε αναταράξεις στην COP27 ήταν αυτό του περιορισμού των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Πολλές χώρες εκτίμησαν ότι τα κείμενα που πρότεινε η αιγυπτιακή προεδρία αποτελούσαν πισωγύρισμα σε σχέση με τις δεσμεύσεις που είχαν ληφθεί πέρυσι στη Γλασκώβη.

«Αυτή η COP περιόρισε τις δεσμεύσεις των χωρών να παρουσιάσουν νέους και πιο φιλόδοξους στόχους», κατήγγειλε η Λοράνς Τουμπιανά αρχιτέκτονας της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα, το 2015.

Χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το ζήτημα της μείωσης της χρήσης των ορυκτών καυσίμων, που ευθύνονται για την υπερθέρμανση του πλανήτη, αλλά δεν αναφέρονται στις περισσότερες αποφάσεις για το Κλίμα.

Στο κείμενο της COP26 υπήρχε αναφορά στον άνθρακα, έπειτα από έντονες διαπραγματεύσεις, αλλά στο Σαρμ ελ Σέιχ οι «συνήθεις ύποπτοι», σύμφωνα με την έκφραση που χρησιμοποίησε ένας απεσταλμένος, αρνήθηκαν για μία ακόμη φορά να υπάρξει οποιαδήποτε αναφορά στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.

Σε μια πρωτοφανή αναφορά στο τελικό κείμενο της διάσκεψης προβλέπεται η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, μαζί με τις ενέργειες «με χαμηλές εκπομπές», μια έκφραση που συνήθως χρησιμοποιείται για την πυρηνική ενέργεια.

Φρανς Τίμερμανς: Η συμφωνία δεν αποτελεί ικανοποιητικό βήμα

Η ΕΕ δήλωσε «απογοητευμένη» σήμερα το πρωί από την απουσία φιλοδοξίας για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου.

Εκτιμώντας ότι «αυτή τη δεκαετία» πρέπει να γίνει κάτι για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, διαφορετικά θα είναι αργά, ο αντιπρόεδρος της Ε.Ε.  Φρανς Τίμερμανς επέκρινε την ανακοίνωση της COP27 σχολιάζοντας ότι «αυτό που έχουμε μπροστά μας δεν είναι ένα επαρκές βήμα για τους ανθρώπους και τον πλανήτη».

«Δεν προβλέπει αρκετές επιπλέον προσπάθειες από τους βασικούς ρυπαντές προκειμένου να αυξήσουν και να επιταχύνουν τη μείωση των εκπομπών» των αερίων του θερμοκηπίου, τόνισε ο ίδιος.

Η υπερθέρμανση «φουσκώνει» τη Μεσόγειο

Η στάθμη της θάλασσας ανέβηκε 7 εκατοστά την περίοδο 2000-2018

Οι επιστήμονες ανέλυσαν δεδομένα από παλιρροιογράφους και δορυφόρους, αποκαλύπτοντας μια πολύ μεγάλη άνοδο της στάθμης της θάλασσας, ως αποτέλεσμα της υπερθέρμανσης των ωκεανών και της τήξης χερσαίου πάγου».

Η στάθμη των υδάτων στη Μεσόγειο Θάλασσα έχει αυξηθεί με πολύ υψηλότερο ρυθμό τα τελευταία 20 χρόνια σε σύγκριση με ολόκληρο τον 20ό αιώνα, επιβεβαιώνοντας τα πιο ανησυχητικά σενάρια για την πορεία της κλιματικής αλλαγής. Αυτό καταδεικνύει μελέτη επιστημόνων από το Εθνικό Κέντρο Ωκεανογραφίας (NOC) του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίοι χρησιμοποίησαν μια νέα μέθοδο για τη μέτρηση των αλλαγών στη στάθμη της θάλασσας. Η μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Geophysical Research: Oceans», κατέδειξε πως η άνοδος των επιπέδων της θάλασσας είναι έντονα ανοδική σε όλη τη Μεσόγειο και ιδιαίτερα στην Ανατολική Μεσόγειο, στην Αδριατική, στο Αιγαίο και στη Λεβαντίνη.

Σύμφωνα με τη μελέτη, η στάθμη της θάλασσας στη Μεσόγειο Θάλασσα αυξήθηκε κατά περίπου 7 εκατοστά την περίοδο 2000-2018. Όπως σημειώνεται στην ανάρτηση στην ιστοσελίδα του βρετανικού Εθνικού Κέντρου Ωκεανογραφίας, «οι προηγούμενες αλλαγές στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας στη Μεσόγειο Θάλασσα ήταν εξαιρετικά απρόβλεπτες λόγω περιορισμένων δεδομένων παρατήρησης. Χρησιμοποιώντας αυτήν την τελευταία μέθοδο, οι επιστήμονες ανέλυσαν δεδομένα από παλιρροιογράφους και δορυφόρους, αποκαλύπτοντας μια πολύ μεγάλη αύξηση ως αποτέλεσμα της υπερθέρμανσης των ωκεανών και της τήξης χερσαίου πάγου».

Ο δρ Francisco Mir Calafat, εκ των επικεφαλής επιστημόνων της ομάδας Marine Physics and Ocean Climate του NOC, δήλωσε πως «η έρευνα δείχνει ότι η κλιματική αλλαγή έχει επιταχύνει σημαντικά την άνοδο της στάθμης της θάλασσας στη Μεσόγειο από το 2000 μέσω της αυξημένης τήξης του πάγου της ξηράς. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην Αδριατική, στο Αιγαίο και στη Θάλασσα του Λεβάντε, όπου η στάθμη ανεβαίνει με ακόμη πιο γρήγορο ρυθμό από την υπόλοιπη Μεσόγειο». Και συμπλήρωσε: «Είναι η πρώτη φορά που μπορούμε να διακρίνουμε ξεκάθαρα τις φυσικές διακυμάνσεις στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας και τις αλλαγές που προκύπτουν από τη συνεχή ανθρώπινη επίδραση στη Μεσόγειο Θάλασσα, με βάση μόνο τις παρατηρήσεις. Το πετύχαμε αυτό αναλύοντας δεδομένα από μετρητές παλίρροιας και δορυφορική υψομετρία μαζί με μοτίβα απόκρισης της στάθμης της θάλασσας στο λιώσιμο των πάγων της ξηράς, που εξηγούν πώς ανεβαίνει χιλιάδες μίλια μακριά από λιωμένα στρώματα πάγου».

Όπως σημείωσε ο διακεκριμένος επιστήμονας, «οι νέες εκτιμήσεις θα μας επιτρέψουν να ανιχνεύσουμε την επιτάχυνση στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας πολύ νωρίτερα, δίνοντάς μας περισσότερο χρόνο για να αυξήσουμε την προσαρμογή». Κάτι τέτοιο είναι πολύ σημαντικό ειδικά για τη Μεσόγειο, όπου οι πόλεις, η οικονομία, όλος ο πολιτισμός έχουν αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό κοντά στη θάλασσα.

Η στάθμη των υδάτων στη Μεσόγειο Θάλασσα αυξήθηκε κατά περίπου 7 εκατοστά την περίοδο 2000-2018. Πρόκειται για ρυθμό αύξησης πολύ υψηλότερο τις δύο τελευταίες δεκαετίες σε σύγκριση με ολόκληρο τον 20ό αιώνα.

«Πρόκειται για μια σημαντική ερευνητική εργασία από μια πολύ αξιόπιστη ομάδα. Η εικόνα είναι ξεκάθαρη: Συνολικά η στάθμη της Μεσογείου δείχνει να ανεβαίνει με πιο γρήγορους ρυθμούς απ’ ό,τι ο παγκόσμιος ωκεανός και μέσα στη Μεσόγειο είναι τα ανατολικά τμήματα, μεταξύ αυτών και το Αιγαίο, που εμφανίζουν τις μεγαλύτερες τάσεις ανόδου», λέει στην «Κ» ο κ. Νίκος Μιχαλόπουλος, διευθυντής του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Αστεροσκοπείου και επιστημονικά υπεύθυνος του Εθνικού Δικτύου για την Κλιματική Αλλαγή (CLIPMACT).

Μελέτη του βρετανικού Εθνικού Κέντρου Ωκεανογραφίας καταγράφει θεαματική επιτάχυνση του φαινομένου, η οποία αποδίδεται στο λιώσιμο των χερσαίων πάγων.

«Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας ακολουθεί γενικά την καμπύλη ανόδου των θερμοκρασιών. Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’80 η τάση ανόδου είναι πολύ “μαλακή”. Μετά το 1990 αρχίζει να γίνεται απότομη. Στο Αιγαίο καταγράφεται αύξηση 4 χιλιοστά το έτος», τονίζει ο κ. Μιχαλόπουλος, υπενθυμίζοντας πως η Μεσόγειος συνολικά θερμαίνεται πιο γρήγορα από τον μέσο όρο των θαλασσών του πλανήτη. «Η ίδια η αύξηση της θερμοκρασίας μεγαλώνει τον όγκο των υδάτων, λόγω διαστολής. Επιπροσθέτως, επιδρά και η τήξη των πάγων», συμπληρώνει.

Η πρόσφατη μελέτη του βρετανικού NOC έρχεται να επιβεβαιώσει ανάλογες μελέτες του προηγούμενου διαστήματος. Έρευνα του Πανεπιστημίου Ζίγκεν στη Γερμανία, σε συνεργασία με επιστήμονες από την Ισπανία, τη Γαλλία, τη Νορβηγία και την Ολλανδία, είχε δείξει πως μέχρι το 1990 η στάθμη αυξανόταν κατά περίπου 1,1 χιλιοστό ετησίως ως μέσο όρο δεκαετίας. Από το 1993 έως το 2012 όμως η έρευνα έδειξε ότι η άνοδος της στάθμης ήταν πλέον 3,1 χιλιοστά τον χρόνο ανά δεκαετία, δηλαδή σχεδόν τριπλασιάστηκε. Η μελέτη αυτή ήταν ευρύτερη και δεν αφορούσε μόνο τη Μεσόγειο. Όπως σημείωνε ο Ζένκε Ντάνγκεντορφ, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, η αιτία της απότομης αύξησης των τελευταίων δεκαετιών ήταν το γεγονός πως καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα η άνοδος της στάθμης προήλθε από την τήξη χερσαίων παγετώνων και τη διαστολή του θαλασσινού νερού καθώς θερμαίνεται, ενώ στον 21ο αιώνα επιταχύνεται λόγω της τήξης των πάγων της Γροιλανδίας και της Ανταρκτικής.

Μέτρα προστασίας

Η μελέτη του NOC και τα δεδομένα που έχουν συλλεχθεί εκτιμάται πως θα βοηθήσουν τις τοπικές αρχές να σχεδιάσουν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας στις ακτές. «Το να μπορούμε να προβάλλουμε με ακρίβεια την περιφερειακή άνοδο της στάθμης της θάλασσας είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της ανάπτυξης και τις εφαρμογές των ορθών στρατηγικών προσαρμογής των ακτών. Τα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της Μεσογείου, τα οποία βρίσκονται σε μία από τις πιο ευάλωτες περιοχές που είναι επιρρεπείς στην κλιματική αλλαγή, κινδυνεύουν ήδη από πλημμύρες και διάβρωση των ακτών», αναφέρουν οι ερευνητές.

Το βασικό πρόβλημα όμως είναι, όπως φαίνεται και από την τρέχουσα διάσκεψη για το κλίμα στο Σαρμ ελ Σέιχ της Αιγύπτου, πως παρά τις ανησυχητικές τάσεις οι κυβερνήσεις δεν φαίνονται διατεθειμένες να λάβουν τα αναγκαία μέτρα.

«Μόνο η παγκόσμια σύγκλιση και συνεργασία, η επιστημονικά καθοδηγούμενη διασύνδεση και δράση μπορούν να βάλουν φρένο στην κλιματική αλλαγή. Eίναι πιεστική η ανάγκη για ενότητα και συνοχή», λέει η Φαλή Βογιατζάκη, πρόεδρος του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας, ενώ οδεύει προς τη λήξη της η Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Κλίμα στην Αίγυπτο.

«Μετά την πρόοδο των προηγούμενων ετών, οι 17 οικουμενικοί πράσινοι στόχοι του ΟΗΕ έχουν παραμεληθεί. Η θαλάσσια ζωή έχει διαταραχθεί, τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα πυκνώνουν, προκαλώντας καταστροφές και κύματα περιβαλλοντικών προσφύγων. Οσο αποσταθεροποιείται το κλίμα, τόσο συχνότερα θα απειλούμαστε από νέες μολυσματικές ασθένειες», τονίζει. «Να πιστέψουμε ότι πρέπει να αλλάξουμε. Χρειάζονται εξαιρετικά μεγάλες προσπάθειες για αλλαγή πλεύσης και νοοτροπίας. Όμως είναι μονόδρομος», σημειώνει.

«Ήδη γνωρίζουμε τι πρόκειται να συμβεί με την άνοδο της θερμοκρασίας, το λιώσιμο των πάγων, την άνοδο του επιπέδου της θάλασσας, την ερημοποίηση, την εξαφάνιση ειδών. Βλέποντας τους παγκόσμιους ηγέτες να μην μπορούν να προχωρήσουν στις απαραίτητες αλλαγές λόγω του πολιτικού κόστους και των μεγάλων συμφερόντων, ελπίδα είναι η αντίδραση από τη βάση, από τον κόσμο, τον ενημερωμένο και σωστά εκπαιδευμένο, που θα απαιτήσει πράξεις. Οι ηγεσίες αναγκαστικά θα ακολουθήσουν. Η ενημέρωση και η εκπαίδευση –όπως και η συμβολή των ΜΜΕ– έχουν τεράστια σημασία προκειμένου η αφύπνιση να γενικευθεί», αναφέρει η κ. Βογιατζάκη, λίγες ημέρες πριν ανοίξει στο κοινό η διαδραστική έκθεση για την κλιματική αλλαγή στο Κέντρο ΓΑΙΑ του μουσείου.

Το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας είναι μια αχανής συναρπαστική κιβωτός της ελληνικής φύσης και μαζί ένας οργανισμός με ένα τεράστιο εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο. Καταγράφοντας και μελετώντας με τα πλέον προηγμένα τεχνολογικά μέσα τις πληγές του ελληνικού περιβάλλοντος, παράγει καινοτόμες λύσεις και δίνει μια ισχυρή ώθηση για τη συνένωση όλων των δυνάμεων στη διαχείριση της κλιματικής κρίσης.

Είναι ίσως εύκολο να πιστεύεις σε κάτι μεγάλο, αλλά εξαιρετικά δύσκολο να παράγεις αποτελέσματα. «Με την περιβαλλοντική εκπαίδευση και ενημέρωση, το μουσείο ακριβώς επιδιώκει τη δημιουργία οικολογικής συνείδησης, την αλλαγή στον τρόπο σκέψης, τον επανακαθορισμό των προτεραιοτήτων και των αξιών μας, ώστε τα ηθικά κριτήρια να παίζουν ρόλο εξίσου με τα επιστημονικά. Ο Άγγελος και η Νίκη αφιέρωσαν τη ζωή και την περιουσία τους για την προστασία της φύσης και της ζωής στον πλανήτη. Είναι η σπουδαιότερη επένδυση που μπορούσαν να κάνουν».

H περιβαλλοντική εκπαίδευση των νέων είναι από τους πιο σημαντικούς τομείς δράσης του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, παράλληλα με τα ερευνητικά προγράμματα.

Η πρόεδρος του Μουσείου Γουλανδρή υπογραμμίζει ότι στόχος της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και ενημέρωσης είναι η δημιουργία οικολογικής συνείδησης και η αλλαγή στον τρόπο σκέψης.

Ό,τι σώζεται οικοδομεί ένα από τα θεμέλια του μέλλοντος. Όμως χρειάζεται συνεχής προσπάθεια, δύναμη να ξανασηκώνεσαι όταν γονατίζεις. Όλοι γνωρίζουμε τις συλλογές του μουσείου που ιδρύθηκε το 1964 από τον Άγγελο και τη Νίκη Γουλανδρή, δέκα χρόνια αργότερα άνοιξε τις πύλες του γνώριμου νεοκλασικού στην Κηφισιά και έχει εκπαιδεύσει γενεές επί γενεών με εκθέσεις, προγράμματα και παιδικά εργαστήρια. Τα χιλιάδες δείγματα ελληνικών φυτών, καρπός μακροχρόνιων συλλεκτικών αποστολών σε βουνοκορφές, φαράγγια και βραχονησίδες, καθώς και θηλαστικών, πουλιών, αμφιβίων και ερπετών, ορυκτών, πετρωμάτων και απολιθωμάτων, απαρτίζουν έναν κόσμο συνεχών αποκαλύψεων και μύησης στους μηχανισμούς της φύσης και ταυτόχρονα μια μοναδική τράπεζα δεδομένων.

Επιστημονικά εργαστήρια

Όμως δεν είναι μόνο οι συλλογές με τα αντίστοιχα εργαστήρια. «Είναι και τα επιστημονικά εργαστήρια, το Βιοαναλυτικό και το Οικολογίας Εδάφους και Βιοτεχνολογίας. Παράλληλα, στο Κέντρο Περιβαλλοντικής Ερευνας και Εκπαίδευσης ΓΑΙΑ λειτουργούν η ανανεωμένη τεχνολογικά Σφαίρα και ο Θόλος (dome) για την προβολή περιβαλλοντικών ταινιών. Επίσης ετοιμάζεται ένα βιωματικό υπερθέαμα 360°, που σύντομα θα λειτουργήσει, με τίτλο “Η αλήθεια κατάματα”», περιγράφει εν συντομία η κ. Βογιατζάκη.

Το ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων – Υγροτόπων στη Θεσσαλονίκη, παράρτημα του μουσείου, λειτουργεί ως κέντρο αναφοράς για τη φύση. Tο Παλαιοντολογικό Μουσείο Ρεθύμνου, παράρτημα του μουσείου στην Κρήτη, ξεδιπλώνει όλη τη γεωφυσική εξέλιξη της Κρήτης. «Στόχος μας είναι να αποτελέσουμε παράγοντα που θα οδηγήσει τη νέα γενιά στον δρόμο της βιώσιμης ανάπτυξης, τον μόνο δρόμο για την πραγματική πρόοδο», αναφέρει η κ. Βογιατζάκη.

Το μουσείο διαθέτει βιβλιοθήκη, με δεκάδες χιλιάδες σπάνιες εκδόσεις που χρονολογούνται από το 1552, χάρτες, τα περισσότερα ήδη ψηφιοποιημένα και άμεσα προσβάσιμα.

Καθημερινή (20/11/2022)







Δεν υπάρχουν σχόλια: